16/10/16

Δίδακτρα στις μεταπτυχιακές σπουδές;

Άποψη της έκθεσης, έργα της Ειρήνης Μίγα και της Ελένης Μπαγάκη


ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Η συζήτηση για το αν θα πρέπει να καταβάλλουν οι φοιτητές και οι φοιτήτριες μέρος του κόστους των μεταπτυχιακών σπουδών ξέρουμε ότι δεν είναι καινούργια. Η πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση είναι ευκαιρία, για να ξαναδούμε το πρόβλημα. Το να το ξαναδούμε σημαίνει να ξέρουμε ποιες είναι οι όψεις του. Μέχρι στιγμής, έχουμε δει δύο: η μία άποψη ισχυρίζεται ότι δεν πρέπει να υπάρχουν καθόλου δίδακτρα.  Η άλλη ότι πρέπει. Είναι ευκαιρία να αναρωτηθούμε πώς συνδέονται η καθεμιά με τον σκοπό για τον οποίον υπάρχουν μεταπτυχιακές σπουδές. Ας δούμε καταρχάς, γιατί θα έπρεπε να υπάρχουν δίδακτρα. Το «θα έπρεπε» σημαίνει κυρίως ότι δεν υπάρχει κάτι που θα εμπόδιζε την θέσπισή τους. Τέτοιο εμπόδιο θα ήταν η συνταγματική πρόβλεψη. Υπάρχει τέτοιο κώλυμα; Το ερώτημα είναι κρίσιμο και περιλαμβάνει και το κριτήριο της συμμόρφωσης με τον συνταγματικό κανόνα ως προς το κοινωνικό αγαθό της παιδείας και το δικαίωμα ή και την ελευθερία της πρόσβασης σε αυτό.
Ας δούμε την πιο εκλεπτυσμένη και συγκροτημένη επιχειρηματολογική στήριξη της πρότασης ότι δεν υπάρχει τέτοιο εμπόδιο, πάντα υπό την επιφύλαξη ότι ο υπογραφόμενος παρουσιάζει ως πιο εκλεπτυσμένη και συγκροτημένη την εκδοχή που ο ίδιος αντιλαμβάνεται ως τέτοια, με κριτήριο την αποφυγή υπερβολών είτε από τη μια είτε από την άλλη πλευρά. Ως προς αυτό, έχει καθοριστική σημασία η επίκληση του άρθρου 16 & 4, που πάμπολλες φορές έχει αναφερθεί στη σχετική συζήτηση, ότι δηλαδή προβλέπεται για όλους τους Έλληνες και τις Ελληνίδες, ύστερα από την επιτυχία τους σε εισαγωγικές εξετάσεις, να σπουδάσουν σε Α.Ε.Ι. Η δωρεάν παιδεία ορίζεται ως μη οικονομική συμμετοχή στο κόστος που απαιτείται για την ακώλυτη λειτουργία και παροχή του διδακτικού έργου. Το δικαίωμα της μη συμμετοχής δεν υπόκειται σε κανέναν εισοδηματικό περιορισμό. Είτε είσαι πλούσιος είτε φτωχός, ισχύει η απαλλαγή από τη συμμετοχή στο κόστος. Το εύρος αυτού του δικαιώματος καλύπτει πλήρως τη χρονική έκταση των προπτυχιακών σπουδών.
Ωστόσο, ένας καλοπροαίρετος αντίλογος, που τον έχω ακούσει από διαφωνούντες με την ορθή – κατά τη γνώμη μου – πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση για τα μεταπτυχιακά, θα μπορούσε να περιλαμβάνει  την εύλογη ένσταση πως, όταν, στο Σύνταγμα του ’75, καθοριζόταν το εν λόγω δικαίωμα, δεν θα ήταν δυνατό να αφορά αυτό και τις μεταπτυχιακές σπουδές, γιατί αυτές δεν είχαν θεσμοθετηθεί. Δεν υπήρχαν οργανωμένα προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών, άρα δεν θα μπορούσε να τεθεί τέτοιο ζήτημα. Ας σκεφτούμε το πρόβλημα στην κατεύθυνση που χαράσσει η εύλογη ένσταση: Εάν είναι έτσι, τότε το τι θα γίνει με τις μεταπτυχιακές σπουδές εναπόκειται στην κρίση και την ευχέρεια του κοινού νομοθέτη, εφόσον ο συντακτικός νομοθέτης δεν αναφέρεται στο θεσμικό καθεστώς των μεταπτυχιακών σπουδών. Εξαρτάται λοιπόν από την κρίση του κοινού νομοθέτη αν θα ορίσει στους μεταπτυχιακούς φοιτητές και τις φοιτήτριες δίδακτρα, εάν, δηλαδή, θα ορίσει ότι η χρηματοδότηση αυτών των σπουδών θα υπερβαίνει το ύψος της κρατικής χρηματοδότησης και κατά ένα μέρος θα επιβαρύνει αυτούς που θέλουν να σπουδάσουν. Σε αυτή την περίπτωση, θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη εισοδηματικά κριτήρια; Πέρα από τη θετική ή αρνητική απάντηση στο ερώτημα, το ύψος των διδάκτρων δεν θα έπρεπε να είναι τέτοιο που να αποκλείει ή να δυσκολεύει πολύ τη συμμετοχή στις μεταπτυχιακές σπουδές εκείνων που δεν έχουν την απαιτούμενη, για τέτοια δίδακτρα, οικονομική ευρωστία. Με άλλα λόγια, ακόμη και αν υιοθετήσει κανείς το σκεπτικό που στηρίζει την προαναφερθείσα εύλογη ένσταση, και πάλι δεν μπορούν να επιβάλλονται πολύ υψηλά δίδακτρα, όπως συμβαίνει σε πολλά μεταπτυχιακά προγράμματα. Αυτό αντιβαίνει πλήρως και ανατρεπτικώς σε ό, τι ορίζεται ως ελεύθερη πρόσβαση στο κοινωνικό αγαθό, εν προκειμένω στη γνώση. Η πιθανή εξαίρεση των μεταπτυχιακών σπουδών, επειδή αυτές δεν είχαν θεσπιστεί, όταν ορίζονταν τα σχετικά στο Σύνταγμα του ΄75, δεν μπορεί να αποκλείει από αυτές τις σπουδές ανθρώπους που θέλουν να σπουδάσουν, αλλά δεν μπορούν να καταβάλουν υψηλά δίδακτρα. Συνεπώς, το ύψος των διδάκτρων – εάν κάποιος πιστεύει ότι θα έπρεπε να επιβληθούν – θα πρέπει να είναι κάτω από το όριο που θα απέκλειε ανθρώπους που αδυνατούν να τα καταβάλουν. Για να μην αποκλειστούν, λοιπόν, αυτοί από το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμά τους στο κοινωνικό αγαθό της μόρφωσης, θα πρέπει να αποκλειστεί η δυνατότητα  να μπορούν οι υπεύθυνοι προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών να επιβάλλουν υψηλά δίδακτρα. Αυτός ο αποκλεισμός θα ήταν εφαρμογή της αρχής της ισότητας όλων ως προς τη δυνατότητά τους να σπουδάζουν, χωρίς να υπόκεινται σε εισοδηματικούς περιορισμούς. Υπάρχει, όμως, και μια άλλη περίπτωση που θα δικαιολογούσε εν μέρει την καταβολή διδάκτρων. Είναι η περίπτωση που η καταβολή τους κρίνεται αναγκαία, προκειμένου να καλύπτονται τα λειτουργικά έξοδα ενός μεταπτυχιακού προγράμματος. Η θέσπιση χαμηλών διδάκτρων, για αυτό τον σκοπό, αντιβαίνει στο άρθρο 16 & 4 του Συντάγματος; Σύμφωνα με το σκεπτικό της εύλογης ένστασης που εξετάζουμε, εφόσον  ο ορισμός χαμηλών διδάκτρων δεν αποκλείει από το δικαίωμα σε αυτές τις σπουδές τους οικονομικά ασθενέστερους, τότε δεν αντίκειται προς το άρθρο 16 &4, διότι και δεν επιβάλλει αποκλεισμό για οικονομικούς λόγους και εξασφαλίζει τη λειτουργία των μεταπτυχιακών προγραμμάτων.

***
Το Σύνταγμά μας συνδέει την αποστολή της παιδείας με τον ρόλο του κράτους και, μάλιστα, την εμπιστεύεται σε αυτό. Παράλληλα, προβλέπει το κατοχυρωμένο δικαίωμα όλων των πολιτών στη δωρεάν παιδεία για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, χωρίς διακρίσεις, ώστε να μην κάμπτεται η αρχή της ισότητας. Στο ίδιο πνεύμα είναι και η αναγνώριση του ότι η ανώτατη εκπαίδευση είναι εκ των θεμελιωδέστερων σκοπών της Πολιτείας και, μάλιστα, ότι είναι αξιακός σκοπός: προάγει την επιστημονική γνώση και διδασκαλία και, ως εκ τούτου, διασφαλίζει και τους όρους αναπαραγωγής της κοινωνίας, καθώς και την πρόοδό της, αλλά και την διαμόρφωση ευπαίδευτων πολιτών. Για αυτό, την ευθύνη για την παραγωγή και τη διδασκαλία αυτής της γνώσης την επωμίζονται τα ΑΕΙ ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι καθηγητές των οποίων είναι δημόσιοι λειτουργοί. Όλα τα παραπάνω συνδέονται και με την υποχρέωση του κράτους να παρέχει τους οικονομικούς πόρους  που απαιτούνται για την πραγμάτωση των ανωτέρω σκοπών. Εάν κρίνουμε, λοιπόν, το ζήτημα με κριτήριο τους θεμελιώδεις σκοπούς της Πολιτείας, σε σχέση με τον ρόλο της ανώτατης εκπαίδευσης, τότε η υποχρέωση για την οικονομική της στήριξη από το κράτος δεν περιορίζεται μόνο στις προπτυχιακές σπουδές, εφόσον στο Σύνταγμα του ’75 δεν γίνεται λόγος για μεταπτυχιακές, επειδή τότε δεν υπήρχαν. Δεν νοείται τέτοιος περιορισμός, εφόσον και οι μεταπτυχιακές σπουδές υπηρετούν τον ίδιο θεμελιώδη σκοπό. Δεν θα ίσχυε όμως αυτό, εάν δεν τον υπηρετούσαν. Εάν, δηλαδή, η επιβολή διδάκτρων αποσκοπούσε στην εξασφάλιση ατομικού κέρδους. Επειδή, όμως , αυτό – έτσι καθαρά και ξάστερα – δεν το έχει πει κανείς, ότι δηλαδή η διδασκαλία στα μεταπτυχιακά προγράμματα είναι για να συμπληρώνει τον μισθό ή και για να τον υπερκαλύπτει, σε αρκετές περιπτώσεις, θα κινηθούμε στην κατεύθυνση που αναγνωρίζει ως προορισμό την υπηρέτηση της παιδείας ως δημοσίου, κοινωνικού αγαθού, οπότε, κατά τη συνταγματική πρόβλεψη και κατοχύρωση, πρέπει να παρέχεται δωρεάν σε όλες τις βαθμίδες. Αυτό σημαίνει ότι το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα για δωρεάν παιδεία, εάν περιοριστεί μόνο στις προπτυχιακές σπουδές, τότε πλήττει την αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας και το αντικείμενό της. Το παρεχόμενο από τα ΑΕΙ ερευνητικό και διδακτικό έργο, εφόσον υπηρετεί τους – από το Σύνταγμα καθοριζόμενους – θεμελιώδεις σκοπούς της Πολιτείας, δεν μπορεί να αναγνωρίζει ως προϋπόθεση για την τελεσφόρα άσκησή του την καταβολή διδάκτρων. Οι συνταγματικώς κατοχυρωμένοι σκοποί της παιδείας, δηλαδή, δεν μπορεί να αναγνωρίζουν και να αποδέχονται την ύπαρξη οικονομικής σχέσης  ανάμεσα σε καθηγητές-δημόσιους λειτουργούς και σε φοιτητές είτε είναι προπτυχιακοί είτε μεταπτυχιακοί. Τέτοια σχέση, ιδίως όταν προκύπτει για να εξασφαλίσει την οικονομική αποζημίωση των καθηγητών για το διδακτικό έργο που παρέχουν, αντίκειται σαφώς στην συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος για ελεύθερη πρόσβαση στο κοινωνικό, δημόσιο αγαθό της γνώσης και την συνταγματικώς καθορισμένη αποστολή της ανώτατης εκπαίδευσης. Οι μεταπτυχιακές σπουδές σε αυτήν εντάσσονται. Αυτήν υπηρετούν. Συνεπώς, τα προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών οργανώνονται και λειτουργούν στα ΑΕΙ, δηλαδή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, άρα οφείλουν να υπηρετούν τους ανωτέρω σκοπούς. Για αυτό υπάρχουν, όχι για τον πλουτισμό ή, έστω, για την οικονομική ενίσχυση όσων διδάσκουν, παρόλο που οι απαράδεκτα χαμηλοί μισθοί των καθηγητών ΑΕΙ – ήδη πολύ πριν από την κρίση – συνιστούν διαρκές σκάνδαλο. Οι παραπάνω σκοποί συνδέονται ουσιωδώς με την ακαδημαϊκή ελευθερία, γι’ αυτό και η καταβολή διδάκτρων θα έθιγε τον πυρήνα αυτής της αρχής. Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν είναι συνταγματικό και η «συνταγματοποίηση» των προβλημάτων γεννά άλλα προβλήματα. Το πρόβλημα είναι πολιτικό και έτσι δικαιολογείται η αναγκαία αναφορά στο άρθρο 16 &4. Είναι και πρόβλημα αξιακών αρχών, που δικαιολογούν και στηρίζουν τα όσα προβλέπει αυτό το άρθρο και, μάλιστα, σε σχέση με την αποστολή της ανώτατης εκπαίδευσης και την αναγνώρισή της ως θεμελιώδους σκοπού της Πολιτείας. Η επιβολή διδάκτρων σε μεταπτυχιακά είναι συζητήσιμη, υπό τις παρούσες συνθήκες, και σε μερική απόκλιση από τα ανωτέρω, μόνον εφόσον αποβλέπει στην κάλυψη του λειτουργικού κόστους και δεν εξαρτάται από την εμπορευματική του αποτίμηση και προσοδοφόρα εκμετάλλευση. Το πρόβλημα είναι κυρίως πολιτικό και όχι συνταγματικό, γιατί αφορά όχι μόνο το κόστος της δημόσιας εκπαίδευσης, αλλά του ίδιου του κοινωνικού κράτους, καθώς και την κατανομή αυτού του κόστους στους πολίτες. Η επιβολή τελών εγγραφής, που δεν θα υπερβαίνουν το ύψος του κατώτατου μισθού, για τις μεταπτυχιακές σπουδές είναι – κατά τη γνώμη μου – μια επιβεβλημένη από τη δύσκολη συγκυρία – και, ως εκ τούτου, ανεκτή – απόκλιση από το τι ορίζει το Σύνταγμά μας για την κατοχύρωση της ελεύθερης πρόσβασης στην παιδεία και τη γνώση. Η καθολική ελευθερία αυτής της πρόσβασης, το συναγόμενο από αυτήν καθολικό δικαίωμα δηλαδή, χαράσσει και το νομοθετικό όριο ως προς τον καθορισμό του κόστους των μεταπτυχιακών σπουδών. Αυτό το όριο θέτει και υπερασπίζεται η πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία. Το ποιος συμφωνεί ή όχι με αυτό είναι εριζόμενο θέμα στον δημόσιο διάλογο, χωρίς εμπάθειες, χωρίς αναθεματισμούς ούτε για όσους υποστηρίζουν την ανάγκη να συμπληρώνουν τον μισθό τους – πλην των κραυγαλέων περιπτώσεων να οργανώνονται μεταπτυχιακά προγράμματα, με σκοπό το κέρδος και μόνο και με απαράδεκτα υψηλά δίδακτρα – ούτε για τη νομοθετική ρύθμιση που ορθότατα ερμηνεύει την αποστολή της παιδείας και την σχέση ακαδημαϊκής ελευθερίας και ελεύθερης πρόσβασης στο κοινωνικό αγαθό της γνώσης. Αρκεί να θέλουμε τέτοιον διάλογο και αρκεί να δεχόμαστε ότι η δημόσια σφαίρα είναι το πεδίο της άσκησής του και της δημοκρατικής του καταξίωσης.

Ο Στέφανος Δημητρίου διδάσκει Πολιτική Φιλοσοφία στον Τομέα Φιλοσοφίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια: