11/9/16

Η γενναιότητα της ρομαντικής ήττας

Σημεία από την ανάμνηση της Μάρης Θεοδοσοπούλου



ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

Σκέπτομαι ότι η ζωή της Μ. Θεοδοσοπούλου, έτσι όπως σιγά σιγά δενόταν και γινόταν ένα όλο και περισσότερο με το πάθος της, όχι απλώς για την ανάγνωση μα για τη γνώση και την ίδια τη δημιουργία της λογοτεχνίας, ήταν γεμάτη από μικρές ίσως αλλά πολύ ουσιαστικές μετατοπίσεις και αλλαγές. Ακόμα και αν αυτό το τόξο ζωής και έργου, στην έκταση του οποίου έγιναν και τελείωσαν όλα, δεν αντιστοιχεί από την άποψη του χρόνου περισσότερο από την εικοσιπενταετία. Ήρθε, έχοντας στις αποσκευές της τα προικώα ενός επαγγέλματος που θα μπορούσε να της είναι διαβίου στήριγμα μέσα στο ελληνικό διακομματικό σφαγείο. Τα άφησε πίσω της, με εκείνη την τόλμη, την αποφασιστικότητα και, βέβαια, την ανεμελιά που μόνο οι άνθρωποι οι δοσμένοι σ' ένα όραμα έχουν να επιδείξουν. Μη λογαριάζοντας ιδιαίτερα την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια που συνήθως κρατούν συντροφιά σε όσους και όσες επιλέγουν να ζήσουν σπρωγμένοι από την έξαρση ενός εσωτερικού πάθους. Κράτησε μόνο από τα χρόνια της νεανικής της παιδείας ένα γερά δομημένο μυαλό, ένα νου που πάντοτε ήξερε τι ζητάει ...αλλά, πράγματι, τι μεγάλη και περίεργη (αν και όχι μοναδική) αντίφαση! Ένα γερά δομημένο μυαλό που χάρισε όλη τη διαύγειά του σε κάθε στιγμή αυτής της εικοσιπενταετίας, χωρίς μάλιστα να του ζητηθεί από πουθενά να το πράξει, σκοπεύοντας ιεραποστολικά σ' ένα έργο που όπως ήρθαν τα πράγματα πήρε την έννοια ενός έργου ζωής. Και πώς αλλιώς, αφού τα κριτικά της κείμενα όσο περνούσε ο καιρός γίνονταν όλο και προσωπικότερα; Σφραγισμένα με το δικό της ύφος, αφήνοντας μέσα από τις σφιχτοδεμένες φράσεις τους να ανεβαίνουν η σκωπτικότητα, ο σαρκασμός κι ο αυτοσαρκασμός, μια συνεχής υποδόρεια θλίψη που όμως δείχνει αταίριαστη με την αενάως νεανική εποχή μας. Θλίψη που έρχεται από μακριά, από τις συνεχείς προσωπικές και συλλογικές ήττες. Ποιητική μιας φωνής που θυμίζει «μινύρισμα πτηνού χειμαζομένου» - για να θυμηθούμε τον μόνιμα τοποθετημένο ψηλά στο εικονοστάσι της Μάρης, Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.

Μονήρης και ιδιότροπη, όπως αυτοχαρακτηρίστηκε, φέρνοντας ολοένα και πιο μέσα τις γραμμές άμυνάς της απέναντι στη βαρβαρότητα του κοινωνικού, του πολιτικού ή του λογοτεχνικού πεδίου, ήταν αδύνατο πλέον να ζήσει αλλιώς. Είχε πλήρη συναίσθηση ότι ξοδεύεται δονκιχωτικά, αλλά, όπως ο ιππότης της Μάντσα, έτσι εκείνη το ξόδεμα το αντιμετώπιζε ως αντίτιμο της μόνης (ίσως) ευχαρίστησής της. Τη γνώση των γραμματολογικών πηγών αλλά και την άσκηση της λογοτεχνικής κριτικής τις αντιμετώπιζε (και μάλιστα με αρκετή αυστηρότητα) ως ένα είδος καθήκοντος προς τον ίδιο της τον εαυτό πρώτα πρώτα, κι ας συνέβαλαν και οι δυο στην επίτευξη ενός ζωτικού σκοπού, που όμως χρειαζόταν, στο άλλο τάσι της ζυγαριάς, την αυτοθυσία! Αλλά, τι ήταν η λογοτεχνική κριτική για τη Μάρη; Αναρωτιέμαι αλλά δεν μπορώ να δώσω καμιά απάντηση. Γνωρίζουμε τα τυπικά, ότι δηλαδή έγραψε κείμενα βιβλιοκριτικής στην Ελευθεροτυπία, στο Βήμα, στην απόκεντρη Εποχή, παλιότερα στο Αντί και σποραδικά σε άλλα έντυπα, κείμενα εντυπωσιακής διαύγειας και ευστοχίας, κείμενα που μιλούσαν με παρρησία και έκριναν μετά λόγου γνώσεως. Αλλά και κείμενα που δεν έπαψαν να κουβαλούν μέσα τους τη διαλογικότητα, αμφιβάλλοντας για κάθε απόλυτη κρίση - «οι κρίνοντες κρίνονται», όπως έλεγε. Αυτοέλεγχος! Ηταν αυτό που την έσπρωχνε διαρκώς να προσαρμόζει τη ζωή της μακριά από το προσκήνιο, από τις γνωριμίες, τις συμβάσεις, τις συνάφειες που υποτίθεται ότι θολώνουν την ευθυκρισία! Είχε παρρησία πάντως και όσο εύθραυστη φαινόταν άλλο τόσο γινόταν αμετάπειστη, εμμονική και ανυποχώρητη σε θέματα του δικού της ιδιότυπου κανόνα ηθικής τάξεως. Στο τρίτο (και τελευταίο της) βιβλίο, τα Παπαδιαμαντικά (2011) όπου είχε συγκεντρώσει άρθρα της Ελευθεροτυπίας και της Εποχής, υπάρχει ένας πρόλογος γραμμένος από κάποιον Λέανδρο Βουλπιώτη, ψυχίατρο, ασφαλώς ψευδώνυμη περσόνα της Θεοδοσοπούλου, ένας πρόλογος τον οποίο σωστά ανέσυρε και δημοσίευσε στο ηλεκτρονικό περιοδικό του πρόσφατα ο πεζογράφος Κώστας Κατσουλάρης. Και λέω «σωστά» διότι εκεί αναφέρεται συνοπτικά αλλά και αποκαλυπτικά στο πώς εκείνη αντιλαμβανόταν το ήθος που διαγραφόταν στον ορίζοντα των κριτικών εγχειρημάτων της:
Αρχικά, παρουσίαζε δοκίμια και μυθιστορήματα ξένων συγγραφέων, για τα οποία πίστευε ότι σχετική κατατόπιση, όχι βέβαια ιεροφάντη. Στην πορεία όμως αντιλήφθηκε ότι σε εφημερίδες και περιοδικά η ελληνική λογοτεχνία αντιμετωπιζόταν ως φτωχός συγγενής. Τότε, τον κατέλαβε ένα σύνδρομο Ρομπέν των Δασών. Αναλογιζόταν, αν δεν στηρίξουμε εμείς το ελληνικό βιβλίο, ποιός θα το στηρίξει [...] `Οταν άρχισε να αποκτά και η ελληνική λογοτεχνία τους σταρ και δημιουργήθηκε ένα πρώτο εμβρυώδες μάρκετινγκ στο χώρο του βιβλίου, ο άνθρωπός μας[1] κράτησε αποστάσεις. Κρίνοντας ότι ούτε η λογοτεχνία θα ξεφύγει από τις παρενέργειες της «παγκοσμιοποίησης», καλώς ή κακώς, περιορίστηκε στους ελάσσονες από τους ζώντες συγγραφείς και τους λησμονημένους από τους παλαιότερους. Στους τελευταίους έκανε μια και μοναδική εξαίρεση΄αυτήν του Παπαδιαμάντη.
Νομίζω ότι το αναγκαστικό, από την ίδια τη δύναμη, ή αν θέλετε από τη βία των πραγμάτων, αποτράβηγμά της τα τελευταία χρόνια στην εθελοντική Εποχή είχε, κοντά στα πολλά αρνητικά, στον αυτοπεριορισμό, στην απομόνωση, στη σμίκρυνση του κριτικού ορίζοντα, και κάτι θετικό για τη Μάρη. Ένιωθε εκεί εντελώς ελεύθερη από πειθαναγκασμούς, δεσμεύσεις, υποδείξεις. Μάλλον γι' αυτό και όλα τα κείμενά της σ' αυτή την «καταληκτική» περίοδο έχουν πάψει να είναι βιβλιοκριτικές, με τη συμβατική τουλάχιστον έννοια. Παλαιότερα, όταν μιλούσαμε αρκετά, μου έλεγε ότι ο μεγαλύτερος εφιάλτης της ήταν ο περιορισμός των κριτικών της κειμένων στις εφημερίδες: εκεί που πήγαινε να ζεσταθεί και να στρώσει η λαλιά της, ένιωθε τη σκιά της δαμόκλειας σπάθης των οκτακοσίων λέξεων του αρχισυντάκτη και απελπιζόταν. Τώρα, όσα έγραφε έπαιρναν τη μορφή ενός σχολίου εις εαυτόν, έχοντας αφήσει πίσω τους την παλιά, προ δεκαετίας και εικοσαετίας, ορθοτόμηση, τη δουλεία του υποτιθέμενου διάμεσου γραπτού, που δήθεν είναι ορισμένο ότι πρέπει να λειτουργεί για τον αναγνώστη ως προθάλαμος του νυφικού κοιτώνα, δηλαδή του κρινόμενου βιβλίου. Όσοι και όσες την ακολουθούσαν στην Εποχή αντιλαμβάνονταν αμέσως ότι τα ολοσέλιδα δημοσιεύματά της μεταβλήθηκαν σε πεζά έντονης εσωτερικής ροής, αφηγήματα (τηρουμένων των αναλογιών, εννοείται), σαν κι εκείνα του Σταντάλ για τους δικούς του happyfew. Όχι πια κείμενα μετρημένα με το ζύγι, αλλά στην κυριολεξία οδοιπορικά της περιπλάνησής της, γραμμένα περισσότερο εξ αφορμής, με ηδύτητα και γνώση, μα και συχνά παιγνιώδη διάθεση νεαρού κοριτσιού, αφού στην περιπλάνησή της αφήνεται με μεγάλη χαρά και ευδιάκριτη απόλαυση στα κοντινά λημέρια και ξέφωτα, όπου τη βγάζουν τα εκάστοτε αυθόρμητα παρακείμενα λοξοδρομίσματά της.
Παρ' όλα αυτά, ήξερε νομίζω καλά ότι ο σκοτεινός ορίζοντας είναι εκεί και πλησιάζει με ταχύτητα.

Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας

[1] Σημ. ΑΖ : Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ψευδώνυμος Βουλπιώτης αναφερόμενος στη Μάρη δεν χρησιμοποιεί θηλυκή αντωνυμία ή όνομα, αλλά την αποκαλεί με το αμφίσημο «ο άνθρωπος», συνδέοντάς την με τον `Ανθρωπο χωρίς ιδιότητες του Ρόμπερτ Μουζίλ

1 σχόλιο:

Μαρία Κουγιουμτζή είπε...


Εξαιρετικό. Σκιαγραφεί και καθορίζει μια ιδιαίτερη προσωπικότητα και εξέχουσα κριτικό της λογοτεχνίας