ΤΗΣ ΠΕΠΗΣ ΓΑΒΑΛΑ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΛΕΞΙΟΥ, Τα πρόσωπα της Εκάτης, ποιήματα, εκδόσεις
Διάττων, σελ. 64
Ο Δημήτρης
Αλεξίου γράφει 12 ποιήματα, εμπνευσμένα, δημιουργημένα, από και προς τη
γυναίκα. Τη γυναίκα με τα πολλά πρόσωπα. Για τον Αλεξίου, η
γυναίκα είναι αυτή που στην ελληνική μυθολογία ταυτίζεται με την πανίσχυρη κυρία
των βασιλείων της γης, του ουρανού και της θάλασσας, την Εκάτη. Πολλά τα
πρόσωπα της Εκάτης, πολλά τα πρόσωπα και της κάθε γυναίκας: και χθόνια θεότητα, του κάτω κόσμου, και άγγελος
και φωσφόρος και κουροτρόφος, και με πολλές δυνάμεις πάνω στη γη, στη θάλασσα
και στον ουρανό, χαρακτηριστικά που η Εκάτη κληρονόμησε από τους Τιτάνες γονείς
της.
Οι
πολλές της αυτές ιδιότητες οδήγησαν στην τριπλομορφική απεικόνισή της. Η ιστορία της μυστηριώδους και δυνατής Εκάτης, που σχετιζόταν με τα ελευσίνια
μυστήρια, και με την οδοιπορία μεταξύ κάτω και πάνω κόσμου, και βοήθησε
τη θεά Δήμητρα στην αναζήτηση της Περσεφόνης, συγκλονίζει, όταν, μετά την επανένωσή τους, έγινε
συνοδός της Περσεφόνης και σύντροφος του Άδη. Για τον Αλεξίου, οι ιδιότητες αυτές ισχύουν για την κάθε γυναίκα, κληρονομημένες
από το ίδιο το φύλο της.
Αναζητώντας
τα κείμενα των αρχαίων τραγικών μας ποιητών, ανακαλύπτουμε ότι ο Ευριπίδης
θεωρεί πρώτος την Εκάτη, στη Μήδεια, θεά προστάτιδα των μαγισσών. Η
Εκάτη λατρευόταν για τις μαγικές της κυρίως ιδιότητες και για τη δύναμη που
είχε να κρατάει μακριά από την καθημερινή ζωή το κακό.
Η
Εκάτη λοιπόν συνδέεται και συνταυτίζεται με τη Δήμητρα, την Περσεφόνη, τον Ερμή
και τον κάτω κόσμο, τη Γη, τον Πάνα, την Κυβέλη, τους Κορύβαντες, τις Χάριτες, ως προστάτης των καλλιεργειών και της γης. Ως Άρτεμις
Ευπλοία αποκτά και θαλάσσιο χαρακτήρα και συνδέεται με το ναυτικό επάγγελμα.
Για
τον Αλεξίου, τα πολλά πρόσωπα μιας γυναίκας οδηγούν στη μαγεία που εκπέμπει,
νομίζω όμως ότι η πολυπλοκότητα, αποδεδειγμένα, είναι αναπόσπαστο στοιχείο της γυναικείας
ιδιοσυγκρασίας. Μητέρα, σύζυγος, ερωμένη και, τα τελευταία χρόνια, εργαζόμενη,
αλλά και …μάγισσα.
Έτσι,
λοιπόν, στη νέα ποιητική συλλογή του Δημήτρη Αλεξίου, στις 12 μορφές γυναικός
μπορείς να αναγνωρίσεις μία Εκάτη, ή 12 διαφορετικές στιγμές της, ή και 12
διαφορετικές Εκάτες. Πάντα με τα ίδια στοιχεία της δύναμής της, και μάγισσα και
αγαπημένη και απόμακρη και διπλανή, οδοιπορεί μεταξύ ζωής και θανάτου.
Η
ένταση της έμπνευσης του ποιητή κορυφώνεται σε
ιστορικά και μυθικά σημεία. Σαν να του μιλάει το αίμα, η παράδοση, η
εσωτερική συγγένεια με ό,τι θεωρεί Ελλάδα. Ο στίχος ελεύθερος, ακολουθεί τη
σκέψη και όχι τους κανόνες. Μπορούμε να πούμε ότι διέπεται από ακανόνιστους κανόνες.
Χτίζει
τα θέματά του, χρησιμοποιώντας ως θεμέλια τον Όμηρο, τον Βιζυηνό, τον
Παπαδιαμάντη, τον Σεφέρη, τον Ρίτσο, τον ευαγγελιστή Λουκά, τη Γένεση, αλλά και,
ασυνείδητα, όλη αυτή την παράδοση που ρέει στη γλώσσα του.
Κάθε
μορφή γυναίκας είναι τοποθετημένη στο ιστορικό της πλαίσιο, αλλά και στη δική
της χωροχρονική διάσταση. Ο Αλεξίου δηλώνει πως ανάμεσα σε κοινές επισκέψεις
στο χρόνο και στο χώρο ζει με τον πόνο και τη σκέψη ενός έρωτα, που πονάει και
που χαροποιεί μαζί, γιατί, απλά, τον έζησε.
Η
καταδίωξη του μυαλού πονάει και δυναμώνει τις αντοχές για τον ποιητή. Στο
ποίημα «Φωνή και Ηχώ», το πρόσωπο της Ιώς επικρατεί. Ιέρεια της Ήρας στο Άργος,
θυγατέρα του ποταμού Ίναχου. Ο έρωτας την καταδίωκε, ο ίδιος ο Δίας. Οι στίχοι,
τοποθετημένοι εναλλάξ, σαν όμως η μία φωνή να μην απαντάει στην άλλη, σαν να
υπάρχει συνέχεια στο λόγο της κάθε μιας, μέχρι να σμίξουν στο τέλος. Η Ηχώ αποκαλύπτεται
πιο σοφή και πιο ανατρεπτική, η Φωνή καταγράφει.
Πιο
πολύ όμως για τον Αλεξίου πονάει η ισορροπία μεταξύ ζωής και θανάτου. Ο θάνατος
του έρωτα, της σχέσης, το τέρμα του δρόμου, αναδύεται συνεχώς μπρος στα μάτια
μας.
Στο
ποίημα «Δήμητρα και Περσεφόνη», πλέκει
τον πόνο και την ιστορία, με θρήνους των δικών μας νεκρών, με αποχωρισμούς, με
μοναξιά, με σκιές, πολλές σκιές.
Τα
μωβ ρούχα, στην «Πτώση», είναι ένας
ακόμη προάγγελος του θανάτου, της αναχώρησης καλύτερα. Σε ένα χορό έρωτα και
θανάτου, όταν οι δύο γίνονται ένα, και μετά ο ένας αναχωρεί για πάντα, στον
κρημνό, σε τόπο ιερό, στις κολώνες, την πανσέληνο. Όλα συνηγορούν στην
κατακόρυφη πτώση, την ισχυρή, γιατί δεν έχει γυρισμό. Και βέβαια για τον
Αλεξίου υπάρχει ο μόνιμος συνειρμός του δίδυμου Ύπνος-Θάνατος, ο όργος.
Αλλά και στα
ύδατα Στυγός τον ποιητή καλεί η Στύγα, στις πηγές του ποταμού Κράθη, στον
Χελμό. Έτσι, επισκέπτεται την περιοχή σαν να εκπληρώνει έναν όρκο, τον μεγαλύτερο.
Στάση, να μην πιεί το νερό της. Πρέπει να δει το τραύμα, το τραύμα στην καρδιά.
Το τραύμα που ισοδυναμεί με την απώλεια άλλης μιας γυναίκας, της μητέρας, της
όποιας μητέρας, της μητέρας μας.
Μικροί θάνατοι για τον ποιητή και οι χωρισμοί. Υποφέρει από τους
χωρισμούς. Καταγράφει, στο ομώνυμο ποίημα, τις «Λευκές Νύχτες», βγαίνοντας από
το φιδοπουκάμισο, περιγράφοντας τον εαυτό του ως λύκο μονιά, τελικά, κυνηγώντας
ακόμη και την Άρτεμη και μιλώντας πάντα για ένα «Ταξίδι» που είναι και ζωή και
Θάνατος. Και βέβαια στο ποίημα «Κεραμεικός ή
το Κράτος του Πλούτωνα» δεν μπορούσαν να λείπουν τα φαντάσματα, οι μάσκες και
τα επιτύμβια.
Οι κοινές
στιγμές των ανθρώπων καταγράφονται
ανάλογα με την έντασή τους και την ταύτισή τους με το σημείο συνάντησης. Όπως στο ποίημα «Ασίνη ή το δαχτυλίδι». Η επίσκεψη
στην αρχαία πόλη της Αργολίδας πυροδοτεί νέα συναισθήματα. Ο Όμηρος, οι
τουρίστες, τα υποστυλώματα, οι φωτογραφίες και ο Γιώργος Σεφέρης.
Και όλα αυτά να φτάνουν στην τρέλα, στο ποίημα «Αλισάχνη ή ο Βιζυηνός
στην Κυνόσουρα». Η λεπτή κρούστα αλατιού μετά την εξάτμιση του αλατόνερου
συνδέεται με την Κυνόσουρα της Σαλαμίνας και τον Βιζυηνό, που χάνει τα λογικά
του, παράφορα και απελπισμένα ερωτευμένος με τη νεαρή κόρη Μπετίνα Φραβασίλη.
Το Δρομοκαΐτειο, είναι ο μόνος δρόμος, και ο έρωτας γίνεται όχημα για τη
μετάβαση σε μια άλλη ζωή, όπου ο θάνατος μας πλήττει όλους τελικά.
Όλα αυτά βέβαια έχουν και το αντίτιμό τους, τις αναμνήσεις, που πονάνε
και γεμίζουν συγχρόνως το κεφάλι, την καρδιά, τον νου. Ακόμα και μπαίνοντας στο «Σινέ Τριανόν», γεμάτο
παλιούς έρωτες, εικόνες, λέξεις, αγγίγματα, όπου όλα παραμένουν εκεί στη θέση
τους και πονάνε.
Να
φύγεις τρέχεις, λέει ο Αλεξίου. Μια «Φυγή» όμως που δεν είναι φυγή, όλα μέσα μας είναι, όλα τα
κουβαλάμε, μας πονάνε, αλλά τα αγαπάμε. Και μένουν εκεί, κλείνοντας τα πολύτιμα
στοιχεία μας, σαν
τους «Ασύλητους Τάφους»,
γιατί ο έρωτας, όταν γυρίζει ανάποδα, γίνεται κόλαση, και ο Αλεξίου αγαπάει τη
γυναίκα με κάθε μορφή και κάθε εικόνα της.
«...κάθε Κυριακή έλεγα το ‘Πάτερ
ημών’ στην εκκλησία και διάβαζα σχεδόν κάθε βράδυ, στο λιγοστό φως του
λυχναριού, τσάτρα-πάτρα την Αγία Επιστολή στη μητέρα μου, με συνακροάτισσες τις
σεβαστές γειτόνισσές μας, τη θεια-Δημήτραινα, τη θεια-Ελένη, τη θεια-Νίκαινα,
τη θεια-Γιώργω, τη θεια-Βασιλικούλα... Όλες εντελώς αναλφάβητες, αλλά
θεοσεβούμενες και νηστεύουσες. Απόψε, βλέπω τις ψυχούλες τους σαν μικρά
φαναράκια στον ουρανό».
Αν
αυτό δεν είναι έρωτας και καημός για τη γυναίκα, τότε τι περισσότερο θα πρέπει
να περιμένουμε από τον Έρωτα, στην Εκάτη;
Jonas Staal, New Unions (Map, first draft), 2016 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου