…και σαν κλαδάκι τρυφερό με κλόνιζες, όταν αλαφιασμένη έψαχνα την
καρδιά Σου
Πού πέφτει; πού χτυπά; κατά το χτες; Στο σήμερα; Στον Όλυμπο; Στον
κάμπο; Στην Πίνδο στον Ταΰγετο; Μέσα μου; Στο
Παγγαίο; Μακεδονία, πάντως, ε; Ή όχι;
Άδειο
κουφάρι Σ’ εύρισκα Μούμια πασπαλισμένη με χρυσάφι και λίγη γλιτωμένη σάρκα Κι όμως
Tα αλώνια Σου είχαν φιλί και φως
Στον Δούναβη μου δόθηκες Σε
μαντηλοφορούσες λιγόλογες γυναίκες Στο κρώξιμο των γερακιών Με
γλώσσα μια αρμαθιά από αστραπές μ’ έριξες σε
απύθμενο αφώτιστο παρόν
Σε κίτρινες
σελίδες και σε φρεσκογραμμένες βρήκα
φλέβα
Πατρίδα
ναι Αλλά στενή και πάλι για μια γυναίκα που δεν είναι ερωτευμένη κατά
τα ειωθότα
Έτσι που πύκνωσαν
και πάλι τα σκοτάδια ψάχνουν όλοι να
βρουν πατημασιά με φως για να σταθούν
Έστω
πατημασιά
Κι εγώ μαζί
τους
Που μαγεμένη
κάποτε είδα τους Ποιητές
«Πλησίστιοι
αιφνιδίως
Φώτιζαν μια
πατημασιά σκοτάδι να σταθώ»
Τα λάμδα σου έπαψαν παρήγορα να
είναι Γλίστρησαν
κοιμίζοντας μας μες στο έλος
Γίνανε βάλτος πάλι Κόλλησαν απάνω μας Απομυζούν
κάθε φτερούγισμα προτού να γίνει
πέταγμα Ανοίκειος εναγκαλισμός Μάς στραγγαλίζει το όνομά Σου Μάνα μου Ελλάς Μητριά Πατρίδα που δίνεσαι όλο ανάσκελη σε ξένους Πάρ’ το χαμπάρι Δεν είσαι η Ωραία Κοιμωμένη Μην περιμένεις πρίγκιπα από μακριά Μην
κρύβεις το φακιόλι και την τσάπα σου
Η χωματένια αυλή σου δεν είναι
κάστρο της πριγκίπισσας Δεν είναι
ιππότες οι βοσκοί κι οι κτηνοτρόφοι Οι
αγρότες στα τρακτέρ δεν είναι τροβαδούροι
Τις καταχνιές του στήθους σου αρμέγουν ώσπου να στάξει γάλα Και τις οργώνουν μέχρι να τους δοθεί το
χάδι Όπως του Νότου την αλμύρα Σου οι ψαράδες Έχουν αψάδα στη φωνή για να τους υπακούει η γη και τα νερά Σου Αγύριστα κεφάλια Και
Σ’ αγαπούν και ψεύδονται Όπως Εσύ
Βελανιδιές γυναίκες είχες
Δρυς Τις κλάδεψες στραβά Πλευρά του Αδάμ τις έκανες ξανά με το
στανιό Αυτές που νιώθανε Που ένιωσαν και άντεξαν όλες
σου τις αρρώστιες Τόσες γυναίκες τις
κόλλησες ξανά με το ζουρνά στο πατρικό
οστό Δεν έστερξες τόσες γυναίκες που
φυλάγουν άλλες Ρω Το γάλα Σου Στέρφα θα μείνεις;
Ακόμα Σ’
αγαπώ Ακόμα Σ’ ερωτεύομαι
Τα μάτια μου στα άπαρτα
Στ’ ατρύγητα
Τα μάτια
μου στα τέκνα Σου που αρνούνται να
ουρλιάξουν και αρκούνται να μιλούν
ηρέμως πρόσω Που
κτίζουν Λόγο Νήφοντα να στεγαστεί
η εστία Σου Για να ιδρύσουν θέση Κι
αυτά και η πατρίδα Ίσως
Αρετή Γκανίδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου