ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Το «σούπερ-πανοπτικό» σκάνδαλο των Ολυμπιακών
αγώνων της Αθήνας, στο πλαίσιο της επικράτησης του νεοφιλελεύθερου προτάγματος
ασφαλείας, μετά την 11/9/2001
Δημοσθένης Κοκκινίδης, Γειτονιά / Δραπετσώνα, 1958, μελάνι σε χαρτί, 25,5 x 34,8 εκ. |
ΤΟΥ ΜΗΝΑ ΣΑΜΑΤΑ
Ένας από τους βασικούς παράγοντες που μετάλλαξαν
τους Ολυμπιακούς της Αθήνας —τους πρώτους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες μετά τις
τρομοκρατικές επιθέσεις κατά των ΗΠΑ στις 11 Σεπτεμβρίου 2001 (11/9)— σε πάρα
πολύ ακριβούς «αγώνες ασφάλειας, ήταν ο πανικός που προκλήθηκε από αυτές τις
επιθέσεις. Οι απειλές από τη Δύση για μποϊκοτάρισμα των Ολυμπιακών Αγώνων της
Αθήνας αντικατόπτριζαν όχι μόνο τις ανησυχίες γύρω από την τρομοκρατία, αλλά
επίσης και τις σκοπιμότητες ξένων κυβερνήσεων και εταιρικών συμφερόντων, που
ανάγκασαν την Ελλάδα να αποδεχτεί διεθνή εποπτεία σε ό,τι αφορά την ολυμπιακή
ασφάλεια, με έναν υπέρογκο προϋπολογισμό, το ύψος του οποίου έσπασε κάθε
προηγούμενο ολυμπιακό ρεκόρ. Σε αυτόν συμπεριλαμβανόταν και η αγορά ενός πολύ
ακριβού συστήματος παρακολούθησης, του C4I (από τα αρχικά των λέξεων Διοίκηση, Έλεγχος, Επικοινωνία, Ολοκλήρωση).
Αυτό το oλυμπιακό «σούπερ-πανοπτικό» σύστημα
αποδείχτηκε ανεφάρμοστο στην πράξη και επιπλέον πυροδότησε επιπρόσθετα συναφή
σκάνδαλα, όπως τις δωροδοκίες Ελλήνων αξιωματούχων που πραγματοποίησε η Siemens για να διασφαλίσει τη σύμβαση του C4I, και τις εκτεταμένες τηλεφωνικές υποκλοπές σε
βάρος της ελληνικής κυβέρνησης, που ταπείνωσαν το ελληνικό κράτος και
υπονόμευσαν την ελληνική δημοκρατία.
Η «ολυμπιακή ασφαλειοποίηση», ειδικά μετά την 11/9, αντικατοπτρίζει μια
«κουλτούρα ελέγχου» και φόβου, και είναι συνδεμένη με την αυξανόμενη παγκόσμια
άνοδο του νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή του κυρίαρχου οικονομικού δόγματος που
ευνοεί την ελεύθερη αγορά και το ελεύθερο εμπόριο, καθώς και την ανεύρεση νέων
αγορών για τη διάχυση των τεχνολογιών παρακολούθησης. Αυτό έχει ιδιαίτερα
σημαντικές επιπτώσεις στους Ολυμπιακούς Αγώνες, πριν, κατά τη διάρκεια αλλά και
μετά τη διεξαγωγή τους. Υπογραμμίζει την προτεραιότητα της ασφάλειας και νομιμοποιεί
έκτακτες εξουσίες και εκτεταμένες επιχειρήσεις ασφάλειας θυσιάζοντας προσωπικές
και πολιτικές ελευθερίες λόγω της ιδιαίτερα πιεστικής απαίτησης για τη μέγιστη
δυνατή ασφάλεια. Για να χρησιμοποιήσουμε το επιχείρημα του Giorgio Agamben περί «κατάστασης εξαίρεσης», ο εξαιρετικός, ο προσωρινός χαρακτήρας της
ολυμπιακής ασφάλειας και παρακολούθησης καθίσταται φυσιολογικός και
νομιμοποιημένος, όχι μόνο κατά τη διάρκεια των δύο εβδομάδων των αγώνων αλλά
και για πολύ μεγάλο διάστημα μετά από αυτούς.
Στην πραγματικότητα, παρατηρούμε ότι, όταν εφαρμοστούν μία φορά ειδικά
μέτρα ασφάλειας σε μια συγκεκριμένη ολυμπιακή διοργάνωση, καθίστανται κατόπιν
ένα τυποποιημένο πρότυπο ασφάλειας για μελλοντικούς Ολυμπιακούς Αγώνες και
άλλες μεγάλες διοργανώσεις, ενώ συγκεκριμένες πτυχές της ασφάλειας
ενσωματώνονται επίσης στην καθημερινή ασφάλεια μετά τους αγώνες. Για
παράδειγμα, οι κάμερες CCTV των Oλυμπιακών της Αθήνας χρησιμοποιήθηκαν, επίσης, για την καθημερινή
διαχείριση της κυκλοφορίας και της ασφάλειας μετά τη διοργάνωση και τα
τηλεκατευθυνόμενα αεροχήματα (drones) που χρησιμοποιήθηκαν στους
Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου το 2012 θα χρησιμοποιηθούν επίσης στους
Ολυμπιακούς του Ρίο του 2016 — αλλά και από την Αmazon για αποστολή βιβλίων.
Σημαίνοντα ρόλο στη διαδικασία ασφαλειοποίησης και στην προώθηση των
συστημάτων ολυμπιακής παρακολούθησης έχει διαδραματίσει το πανίσχυρο
«Βιομηχανικό Σύμπλεγμα Παρακολούθησης» (S-IC), το οποίο επεκτάθηκε ραγδαία μετά την 11/9. To ακμάζον S-IC έχει στρατιωτική προέλευση και ασχολείται με την εσωτερική ασφάλεια, την
παρακολούθηση καθώς και τις υποκλοπές υψηλής τεχνολογίας, όπως επίσης και με
τις φυλακές, τα επανορθωτικά ιδρύματα και την ηλεκτρονική ψυχαγωγία.
Χρησιμοποιεί τις μεγάλες
διοργανώσεις, ιδίως τους Ολυμπιακούς, ως πεδίο δοκιμών της πιο εξελιγμένης,
νέας στρατιωτικοποιημένης παρακολούθησης μαζικού ελέγχου καθώς και των
τεχνολογιών ελεγχόμενης πρόσβασης, προστασίας VIP κ.λπ. Οι Ολυμπιακοί χρησιμοποιούνται επίσης από τα νεοφιλελεύθερα εταιρικά
συμφέροντα του S-IC ως μια βιτρίνα για τη διάδοση των τεχνολογιών παρακολούθησης σε όλο τον
κόσμο, δημιουργώντας μια παγκόσμια αγορά ασφάλειας και παρακολούθησης για κάθε
μεγάλη διοργάνωση, σε κάθε είδους καθεστώς, συχνά με παράνομους χρηματισμούς,
αλλά επίσης και για καθημερινές εφαρμογές στην πολιτική ζωή. Δεν εξυπηρετούνται
μόνο τα νεοφιλελεύθερα αγοραία συμφέροντα από το S-IC μέσω της ολυμπιακής ασφάλειας, αλλά, επίσης, και τα δυτικά γεωπολιτικά
συμφέροντα, εφόσον εταιρείες ιδιωτικής ασφάλειας και εταιρείες τηλεπικοινωνιών
συνεργάζονται στενά με κυβερνητικές υπηρεσίες παρακολούθησης, όπως έχει
αποκαλύψει ο Snowden. Για παράδειγμα, η Vodafone, η εταιρεία που εμπλέκεται στο ζήτημα των τηλεφωνικών υποκλοπών των
ελληνικών Ολυμπιακών Αγώνων, έχει παραδεχτεί τη συνεργασία της με υπηρεσίες παρακολούθησης
(βλ. κεφάλαιο 6).
Πραγματικές και υποθετικές τρομοκρατικές απειλές έχουν καταστήσει
υποχρεωτική την υπέρμετρη ασφαλειοποίηση για κάθε χώρα που φιλοξενεί μια μεγάλη
διοργάνωση, ιδίως τους Ολυμπιακούς, ακόμα και για τις υποψήφιες πόλεις. Η ολυμπιακή
ασφαλειοποίηση, ωστόσο, ενέχει ένα αυξανόμενο οικονομικό κόστος, μια σοβαρή
επιβάρυνση για τον προϋπολογισμό της χώρας που φιλοξενεί τους Αγώνες, μολονότι,
βεβαίως, είναι επικερδής για τις εταιρείες. Η πίεση για ασφάλεια κλιμάκωσε το
κόστος από περίπου 180 εκατομμύρια δολάρια στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σύδνεϋ
το 2000, πριν την 11/9, στο 1,5 δισεκατομμύριο δολάρια στους Ολυμπιακούς της
Αθήνας του 2004, τους πρώτους, δηλαδή, Θερινούς Αγώνες μετά την 11/9, με μια
διαρκή τάση αύξησης έκτοτε.
Πρόκειται για ένα σοβαρό σκάνδαλο, όχι μόνο λόγω του υψηλού κόστους των
συστημάτων ασφάλειας και παρακολούθησης που παράγουν περισσότερα εταιρικά κέρδη
σε βάρος των κοινωνικών δαπανών, αλλά, κυρίως, διότι αυτά τα πολύ ακριβά,
υψηλής τεχνολογίας συστήματα ασφαλείας είναι, συνήθως, σε πειραματικό στάδιο
και δεν εγγυώνται την αποτελεσματική προστασία της διοργάνωσης. Επιπλέον, αυτές
οι νεοφιλελεύθερες επιχειρήσεις ασφάλειας, στις περισσότερες περιπτώσεις —όπως
σε αυτήν της Siemens στην Ελλάδα και σε πολλές άλλες
χώρες—, συνεπάγονται και διαφθορά, καθώς οι μίζες και οι δωροδοκίες μοιάζει να
είναι μια κοινή νεοφιλελεύθερη εταιρική πρακτική για τη διασφάλιση επικερδών
συμβολαίων.
Ακολουθώντας το παράδειγμα της SAIC και της Siemens στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, κάθε επικερδής προϋπολογισμός
ασφάλειας μετά την 11/9 σε Χειμερινούς και Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες αναθέτει,
με τη σειρά του, μεγάλα τμήματά του στις κυριότερες επιχειρήσεις εσωτερικής
ασφάλειας: IBM, General Electric, Nortel, Cisco, G4S και άλλες. Έτσι, πρακτικά, οι Ολυμπιακοί έχουν καταστεί πεδίο δοκιμών των
νέων τεχνολογιών παρακολούθησης που παράγονται από ισχυρές ιδιωτικές εταιρείες
ασφάλειας «οι οποίες κεφαλαιοποιούν το κύρος της ολυμπιακής τους εμπλοκής για
να πουλήσουν τα προϊόντα τους σε άλλα πλαίσια». Η IBM, για παράδειγμα, η οποία στους Αγώνες του Πεκίνο το 2008 προώθησε για
πρώτη φορά το σύστημα 3S (Smart Surveillance Solution), ανάπτυξε αυτή την καινοτομία και στο Σικάγο για την παρακολούθηση
καθημερινών τετριμμένων δραστηριοτήτων, όπως η παρακολούθηση της κυκλοφορίας σε
καθημερινή βάση από ένα κεντρικό σύστημα παρακολούθησης, έξω από κάθε πλαίσιο
Ολυμπιακών Αγώνων ή μεγάλης διοργάνωσης.
Οι Ολυμπιακοί, μέσω του υπερθεάματος των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης,
εξοικειώνουν και εκπαιδεύουν το παγκόσμιο κοινό στην ανάγκη αποδοχής της
ύψιστης δυνατής ασφάλειας και παρακολούθησης, ως φυσιολογικής και αναπόφευκτης,
όχι μόνο για την αντιμετώπιση δυνητικών κινδύνων ασφάλειας των Ολυμπιακών αλλά
και για την καθημερινή ασφάλεια. Ως εκ τούτου, «στην πορεία του χρόνου, κάθε
επανάληψη των Ολυμπιακών καθίσταται τόσο μια πλατφόρμα για περαιτέρω αξιοποίηση
για τους μελλοντικούς αγώνες όσο κι ένα παράδειγμα για την ασφάλεια των
σύγχρονων κοινωνιών». Όλες αυτές οι πανοπτικές τεχνολογίες, οι οποίες κερδίζουν
ολυμπιακό κύρος, προωθούνται από τις Δυτικές εταιρείες εσωτερικής ασφάλειας σε
όλα τα είδη των καθεστώτων, ενισχύοντας την αυταρχική διακυβέρνηση κρατών, όπως
η Κίνα, το Ιράν, και η Ρωσία, αλλά επίσης και στη Δύση, όπου ενισχύουν και
επαυξάνουν τις «πολιτικές της εξαίρεσης» και τις «ανελεύθερες πρακτικές
φιλελεύθερων καθεστώτων», σε βάρος των προσωπικών και πολιτικών ελευθεριών.
Επιπλέον, αυτές οι εταιρείες ασφάλειας και επικοινωνιών υψηλής τεχνολογίας,
μέλη του «Συμπλέγματος Παρακολούθησης», έχουν στενούς δεσμούς, όχι μόνο με τη
ΔΟΕ, τη FIFA και όλους τους άλλους διεθνείς αθλητικούς οργανισμούς, αλλά επίσης και με
Δυτικές υπηρεσίες, ενώ συνεργάζονται και με υπηρεσίες όπως η Εθνική Υπηρεσία
Ασφάλειας (NSA), για να διευκολύνουν την παρακολούθηση των πελατών τους, σύμφωνα με τις
αποκαλύψεις του Snowden. Έτσι, ο πόλεμος κατά της
τρομοκρατίας και άλλα δυτικά γεωπολιτικά συμφέροντα μεταμορφώνουν τις μεγάλες
διοργανώσεις σε διοργανώσεις παρακολούθησης και τους Ολυμπιακούς σε «αγώνες
κατασκοπείας». Το νεοφιλελεύθερο δόγμα των ελεύθερων και νέων αγορών, και των
επιχειρηματικών ελευθεριών, μετασχηματίζει, επίσης, τις μεγάλες διοργανώσεις σε
«νεοφιλελεύθερες ταμειακές μηχανές», προωθώντας επικερδή προϊόντα ασφάλειας και
παρακολούθησης ανεξάρτητα από την πραγματική τους αποτελεσματικότητα.
[Το βιβλίο, Το «σούπερ-πανοπτικό»
σκάνδαλο των Ολυμπιακών αγώνων της Αθήνας 2004 και η παρακαταθήκη του, θα
κυκλοφορήσει τον Σεπτέμβριο από τις εκδόσεις Παπαζήση]
Ο Μηνάς Σαματάς διδάσκει Πολιτική Κοινωνιολογία του Σύγχρονου
Ελληνικού Κράτους, στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου