ΔΙΗΓΗΜΑ
Δημοσθένης Κοκκινίδης, Ύδρα, 1952, μολύβι σε χαρτί, 17 x 34,5 εκ. |
Αριθμώ μία προς μία τις μέρες μου.
Όχι σαν τους παλιούς φαντάρους του εικοσιοχτάμηνου ή σαν τους υποψήφιους
συνταξιούχους ύστερα από σαράντα χρόνια εργασίας ή σαν τις έγκυες που
ετοιμάζονται για καισαρική, ανάποδα. Δεν έχω κανέναν σοβαρό λόγο να τρέφω
ελπίδες, να θέτω στόχους και να βάζω όρια για να τα ξεπεράσω και ό,τι εξ
ανάγκης με κρατάει ακόμα στη ζωή είναι μια ενοχλητική συνήθεια μαζί με ένα
πείσμα που βαίνει συνεχώς μειούμενο. Ότι συνεχίζω να υπάρχω αθροίζοντας φασούλι
το φασούλι σαράντα δύο, σαράντα τρία, σαράντα τέσσερα και ένα, που μόλις
έκλεισε πριν από λίγες μέρες, σαράντα πέντε, τελικά, ολόκληρα χρόνια.
Έτσι διάγω τον βίο μου απ' όταν με
θυμάμαι, πιτσιρίκι ακόμη. Με ένα θετικό πρόσημο στις ακέραιες μονάδες μου, αδιαφορώντας
για την αφαίρεση, τα κλάσματα και τις υποδιαιρέσεις και η μόνη αριθμητική πράξη
που παραδέχομαι επιστημονικώς πέρα από την πρόσθεση είναι οι πολλαπλασιαστικοί
χτύποι του επιτοίχιου ρολογιού, που γεμίζουν τον θάλαμο με τη βεβαιότητα της
κανονικής ροής που έχουν οι μέρες και οι νύχτες μου και οι νύχτες και οι μέρες
μου στην ασταμάτητη διαδοχή τους όλον αυτόν τον καιρό της άπραγης ξάπλας μου.
Το μόνο λοιπόν που μπορώ να κάνω
είναι να σκέφτομαι. Εννοώ να ξαπλώνω, να μετράω και να σκέφτομαι. Ότι είμαι,
για παράδειγμα, σε διακοπές και απολαμβάνω τη νωθρότητα του πολυάσχολου αστού
που νοίκιασε σπίτι τρία μέτρα από την παραλία μόνο και μόνο για να κοιμάται όλη
μέρα· ότι υπερασπίζομαι ανυποχώρητα και παρά την κοινωνική κατακραυγή το
δικαίωμα στην τεμπελιά, όπως προβλήθηκε από τα κινήματα της δεκαετίας του '70·
ότι είμαι πρωτάκι του δημοτικού, που μόλις επέστρεψε από το απογευματινό
παιχνίδι με τους φίλους του και ξαπλώνει ανάσκελα στο κρεβάτι, για να
παπαγαλίσει το αυριανό μάθημα της αριθμητικής με μια απορία ζωγραφισμένη στα
μάτια.
Τελειώνουν, μαμά, ποτέ οι αριθμοί;
Χαράμισα ολόκληρη τη ζωή μου στα
πιο ηλίθια πράγματα και τώρα που νιώθω την απειλή του μηδενός να με τυλίγει
κάτω από το λευκό σεντόνι του κρεβατιού αντιλαμβάνομαι ότι μου λείπουν οι πιο
κρίσιμες απαντήσεις. Ας πούμε: ποια οροσειρά πατούσε ο πολίτης Κέιν ψελλίζοντας
στην τελευταία του πνοή τη λέξη χιόνι, ποιο όνειρο βασάνιζε τον ύπνο του
πιο παλιού ψαρά της Κάρλας όσο καιρό αδειάζανε τη λίμνη από τα νερά της, γιατί
στις στερνές του ώρες o Κοσμάς Πολίτης μιλούσε συνέχεια για μολόχες, σε ποια
πίστη έψαξε να βρει στήριγμα ο Γιαννούλης τη στιγμή που τον σημάδευε το
εκτελεστικό απόσπασμα του Δημοκρατικού Στρατού, πόσοι τελικά από τους
προσκεκλημένους επισκέφτηκαν το κοινόβιο του Μάριου Χάκκα, και κυρίως αν μετά
το σαράντα πέντε ακολουθεί το σαράντα έξι και αν μετά το σαράντα έξι ακολουθεί
το σαράντα εφτά.
Για την ώρα μένω με την απορία.
Ακριβέστερα, μένω με την απορία και με την αριθμητική μου. Μετράω και
ξαναμετράω τις μέρες της παραμονής με τα δάχτυλα των δύο χεριών και μου βγαίνει
σκάρτο κατά μία ολόκληρη μούντζα ο αριθμός πενήντα. Αντιλαμβάνομαι την κατάφωρη
αδικία σε βάρος του αριστερού μου χεριού και νιώθω τις δημοκρατικές μου ευαισθησίες
να εξεγείρονται σαν το αθόρυβο ποτάμι των αγανακτισμένων που πλημμύρισε αυθόρμητα
τους δρόμους των Εξαρχείων το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου του 2008.
Ανοίγω τα μάτια, κουνάω το κεφάλι
για να απαλλαγώ από το σεντόνι και σκάω ένα χαμόγελο στο ταβάνι. Θέλω να φωνάξω
«φτου ξελευτερία», για να ξορκίσω τα
δαιμόνια που με φλερτάρουν με την αγωνία του πιο πηχτού σκότους και να ανανεώσω
με έναν τόνο αισιοδοξίας και προσμονής τις αναγνωστικές προσδοκίες για το
επόμενο κεφάλαιο του βιβλίου μου κατά τις ηλίθιες συνταγές της δημιουργικής
γραφής που κάποτε διδάχτηκα, αλλά δεν μου βγαίνει φωνή κανονική και ούτε ξέρω
καλά καλά αν θα υπάρξει επόμενο κεφάλαιο.
Οπότε αρκούμαι σε μια συνόψιση που
με θέλει ξαπλωμένο στο νοσοκομειακό κρεβάτι εδώ και σαράντα πέντε ολόκληρα χρόνια
με το κορμί μου σε παράλυση και με τους νευρώνες του μυαλού μου σε σχετική
αποδιοργάνωση, κατάσταση που μου επιτρέπει να παρομοιάσω τον εαυτό μου με μια
χρεοκοπημένη χώρα, με τη διαφορά ότι εγώ τουλάχιστον δεν τρέφω αυταπάτες για το
μέλλον μου ούτε μεγαληγορώ για το παρελθόν μου ούτε αρέσκομαι να συσκοτίζω τις
αιτίες και να μεταθέτω τις ευθύνες για τα χάλια μου. Διότι εγώ δεν έχω πλέον
κανένα λόγο για να κρύβω ότι πάσχω από καλπάζουσα εγκεφαλίτιδα, που
μεταφράζεται σε πλήρη εκφυλισμό όλων των βιολογικών μου λειτουργιών και μάλιστα
εν πλήρει συνειδήσει, πράγμα που μου παρέχει την πολυτέλεια να ζω τον θάνατό
μου και μάλιστα να καταρτίζω ένα ακριβές χρονικό του τέλους μου.
Προηγουμένως όμως το αναγκαίο
ιστορικό:
Υπήρξε στην αρχή ένα σώμα, όχι
ακριβώς σαν σώμα αλλά σαν απροσδιόριστη ιδέα από ανυπότακτα χέρια και πόδια και
λαιμό και κεφάλι, που κήρυξε την ορμονική του επανάσταση για να γίνει
καλοσχηματισμένο, στητό και αυτοδιάθετο, και για δεκαετίες ολόκληρες προσέβλεπε
σε άλλα σώματα για να πετύχει την εθνική του ολοκλήρωση, και ήρθαν πράγματι
καιροί που νόμιζε ότι σειόταν το σύμπαν από τον περήφανο βηματισμό του, έστω
και αν αποδείχτηκε εκ των υστέρων ότι βρισκόταν συνέχεια στο σημειωτόν, ενόσω
μάλιστα οι ενδόμυχες δυνάμεις του εξύφαιναν εθνικές μειοδοσίες.
Τα λοιπά είναι λίγο πολύ γνωστά.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου