7/8/16

Μια άλλη όψη

ΔΙΗΓΗΜΑ

Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη από τις κλοουνίστικες χειρονομίες των ηλιθίων και των πονηρών, δεν υπήρχαν έντυπα, οι αγνώμονες μερίμνησαν έτσι ώστε και τα λοιπά και τα λοιπά... Ακόμα και σοβαροί κύριοι και κυρίες μεγάλης ηλικίας, 70 και χρονών, σχετικά ειλικρινείς και μάλλον φοβισμένοι γενικώς καθ’ όλη την διάρκεια του βίου τους, με συμπεριφορά καλωσυνάτη και οπωσδήποτε αξιοπρεπή, χασκογελούσαν, μα έφευγαν τρέχοντας κι αυτοί. Το χασκογέλασμά τους έπνιγε, ακχ, αγκχ. Ταχυπαλμίες κλπ. Πού οι παλιές νηφαλιότητες! Οι γυναίκες είχαν τα μαλλιά τους τα μισά άσπρα ξεβαμμένα και τ’ άλλα μισά κάτω, χρωματιστά, ξανθά, κόκκινα, λιγότερο ξανθά, του χαλκού, του μπρούντζου, ό,τι είχε μείνει από μπογιά, τζιλά. Γιατροί; Τι; Ποιοί; Το πλακόστρωτο γεμάτο τρύπες, έπεφταν μέσα τους, στα σπλάχνα της γης κάλπικες ή λίρες του Εδουάρδου, Ελισσάβετ, Καρόλου, γιέν, αυστραλιανά, λίρες λες κι είχαν πέσει απ’ τα ουράνια τενεκέδες, κάτι να χρύσιζε στο βάθος του μαύρου; Λίρες, λίρες, μία μία, σιγά αργά. Ντίίιννν, ένα αγόρι κράταγε ένα μικρό μπουλόνι, το ’ριξε σε μια τρύπα, –“μη” τσίριξε μια σα μάνα, ή σαν κάτι τέτοιο, “Μην πλησιάζετε”, σύστησε ένας αστυνομικός κοιτώντας αυστηρά.
Μία κοίτη. Μία τρύπα. Κανονικά θα έλεγες θα υπήρχαν φρούτα, στο τέλος του καλοκαιριού, ο καύσωνας συνεχιζόταν, αλλά όλα είχαν ξεραθεί, χόρτα, μύγες, σπίτια, δρόμοι και οι άνθρωποι, μεγάλοι μικροί, βρέφη ξεραμένα όλα, με λίγο ψύχος αίματος να ρέει, που και που μπορεί να διέκρινες μία σταγόνα κόκκινο από τη μπογιά που κάποιος έβαφε κόκκινο παντζούρι. Αυτό είχε μείνει νωπό. Από αυτό ξανά, ίσως, ζειν. Παλμοδόνηση ξανά ζειν;

Ακουγόταν να έρχεται από τα βάθη της γης... από πού; Βαρύς ο θόρυβος. Είχε δυναμική ο θόρυβος, υπόκωφος, που έσπαγε κάθε πλάκα, κάθε ραγισμένη πλάκα απ' τα χρόνια, απ' το τσιμεντοοδόστρωμα. Πού να κρίνεις στην οχλαγωγία την οδοποιΐα πριν χρόνια καμωμένη, μελετημένη με πονηριά από τα μπάζα ξανά πολτοποιημένη. Άντεξε άντεξε, υλικά ψεύτικα και κόσμος πολύς, ποδοπατήματα χρόνων, ο ένας κορόιδευε τον άλλον, ο άλλος τον άλλον, σήμερα με τα γεγονότα οι καρδιές ακουγόνταν στο χτύπημά τους, νεύρα, ξεσπάματα όπως κι αν είναι, υπομονή, όλα, θα ξαναγίνουν όπως ήσαν, όπως ήσαν.
“–Απατεώνες”, έλεγε μέσα του και κουτρουβαλούσε μαζί με το πλήθος. Πήρε μαζί του φεύγοντας ένα χαρτί κι ένα bic, τώρα μάλιστα, θα γράψει την άλωση της νέας Τροίας... συμφοριασμένοι... χι χι χι χι χι.
“–Θέλω να πάω στο παράπηγμα του απομονωτισμού”. “ Δεν υπάρχει τέτοια εντολή για σένα”. –Θέλω, θέλω, ήθελαν, τις προάλλες ήρθε μια χοντρή και είπε ότι θέλει να πάρει με 30 δολλάρια ένα Sony τηλέφωνο. Εδώ έπεσε γέλιο. Μάρκα, δραχμές, ευρώ, ανεξίτηλο στίγμα στον δεξιό δείκτη, ένας, χι χι, φώναζε: “εδώ το έχω, στη χούφτα μου κρυμμένο, ένα τετράδραχμο Λεοντίων Σικελίας. Οπισθότυπο Λεοντοκεφαλή “λαλούν σύμβολον της πόλης”. Χι χι χι. Oι άλλοι ζητούσαν την είσοδο του παραπήγματος, αυτή η χοντρή από τη Σοβιετική Ένωση –έτσι δεν την έλεγαν; Sony. Πρέπει να υπήρχε λοιπόν ένα τέτοιο παράπηγμα και δε μας το είχαν πει.

Κάτι θέριευε μέσα του. Παλιότερα έγραφε, πίστευε, οραματιζότανε βραβεία συναδέλφων, τιμές, ψυχραιμία, σοφία, προπάντων Σοφία. Ένα αίτημα για ένα καταφύγιο παράπηγμα. Μια αρχή ενός στρατοπέδου, κάπου να γύρω και να κοιμηθώ, σκεφτόταν, λίγο, να ξεκουράσω το κορμί μου. Μια κοίτη τέλος πάντων. Μια κοίτη για τη σπονδυλική μου στήλη, και τ’ άλογό μου. Το άλογό του;
Φεύγετε να φεύγουμε.
Αυτό το σύνθημα από στόμα σε στόμα διέλυε κάθε σύμφωνο και κάθε φωνήεν. Φεύγετε να φεύγουμε, πού; προς τα πού; Άλλωστε υπήρχαν διαταγές και οι διαταγές είναι πάντα διαταγές.
Διαταγές από ποιόν; Από ποιούς, σήμερα; Χθες; Αύριο;
Οι εργάτες εγκατέλειψαν το εργοστάσιο δέρματος, ψίθυροι διέδιδαν την τελειωτική διάλυση, 13.000 εργάτες στο δρόμο, οικογένειες, τσιρίδες και όπου φεύγει φεύγει. Το μόνο εργοστάσιο που δούλευε ασταμάτητα ήταν της παραγωγής, ας πούμε παραγωγής, υδρώμ-μελιού. Στη σειρά μαζεμένοι άνθρωποι περίμεναν να τους τραβήξουν τον ιδρώτα, τον συνέλεγαν σε ειδικά κιβώτια από πλέξιγκλάς, τα τοποθετούσαν σε δυναμικό κραδασμό και τους έδιναν να γλείψουν ένα ξύλινο κουταλάκι. Τι ωραία γεύση, ζεις, από τον γλυκό ιδρώτα, ναι. Ζεις, ζεις. Όμως ακόμα δεν είχε, δεν είχαν υποστεί τα πιο οδυνηρά κι αδιέξοδα. Λίγο ακόμα μόνον την βιομηχανία του σώματος. ΄Η μάλλον την βιομηχανία από τα υγρά του σώματος. Εκκρίσεις. χιχιχι

Έγειρε στην άκρη, βρισκόταν ανάμεσα σε ύπνο και ξύπνιο, νικούσε ο ύπνος, ένιωσε δίπλα του να περνάνε Θιβετιανοί τσοπαναρέοι, “–Τι θέλεις εδώ; Κάνε παραπέρα” ο αστυφύλακας τον κλώτσησε με τη μπότα του. Πίστευε στο θάνατο, μα πού θάνατος; Έγραφε για τον θάνατο. Παρατατικός.
Κοιμήθηκε στη μέση του δρόμου
Το μέτωπο ζαρωμένο, τα χέρια αγκάλιαζαν το ίδιο του το σώμα. Ο ουρανός μολυβένιος , ο ουρανός ένας ιππότης μολυβένιος, τον πλησίασε, “μη τους πιστεύεις, υποκρίνονται είναι επιδέξιοι υποκριτές χιλιετίες, βρίσκεται στο παγωμένο αίμα τους, συγκάτοικοι, εμφύλια αδέλφια, βρισκόμασταν σ’ ένα στρατόπεδο καταχραστών; Κράμα καταχραστών και ποινικών, κράμα υπόγειων ρευμάτων και πάλης ανόητων. Σκέφτηκε να γράψει, φαντάστηκε να γράφει για δολιοφθορές και προδοσίες, τότε, πριν. Τι ήταν αλήθεια, τι ψέμμα; “Είναι φοβερά δύσκολο να πει κανείς ψέμματα, όταν δεν ξέρει την αλήθεια”. Τα μάτια του γύρισαν στον ουρανό που γινόταν μαβίς, “Ουράνια αρμονία” Α! Α!
Α, Peter Esterhazy, A!, τι να πεις για τους πατεράδες σου και τις μανάδες σου, όταν προτιμάς να λες για τον παππού σου;

Σ’ αυτόν τον μαβί ουρανό ανέβαινε ένα φόρεμα Ντιόρ, με τη μέση σφιχτή, μέσα του ένα πυκνό σύννεφο πάχνης, μιας γυναίκας, που την έλεγαν: “μη μου άπτου”.
Ξύπνησε.

Και τα θυμήθηκε όλα, ο καημένος.


ΡΟΥΛΑ ΑΛΑΒΕΡΑ

Δημοσθένης Κοκκινίδης, Γυναίκα που απλώνει ρούχα, 1958,
αραιωμένο μελάνι σε χαρτί, 28,5
x 20,5 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: