Ξάνθη,
Τοξότες, Προφήτης Ηλίας, βουνοκορφή.
Κάτω στα
φαράγγια ο Νέστος
κυλά φιδωτός
σαν αμαρτία.
Από ένα
άγγιγμα τοξευμένοι στη μέση της καρδιάς
φτάσαμε στου
καθενός το ύψωμα.
Σύννεφα κατεβασμένα
χαμηλά, κορυφογραμμές εναλλάσσονται
πιασμένοι
χέρι με χέρι ατενίζουμε τον ορίζοντα
ως εαυτόν.
Λειώσαμε στο
ψιλόβροχο, στη δίψα μας έκθετοι.
Ώσπου
καταιγίδα ακατάπαυστη δυναμώνει
ο εξώστης
μαγνητίζει κεραυνούς
αστράφτουμε
στον καιρό, έξω απ’ ότι έχουμε ήδη
βιώσει
παίζοντας κορώνα γράμματα τη ζωή μας μέχρι
εδώ.
Ο χρόνος ο σχιστός ανυπόφορος πια
σα ν’ αφήνει δύο μόνο επιλογές:
Ή να
επιστρέψουμε σε οικείες πεδιάδες, ή να πέσουμε.
Σε άγνωστη
ζαλάδα να πέσουμε.
Θα σε αναπνέω
μέχρι να γίνουμε στεναγμός.
Ακλόνητοι,
σαν αγάλματα ηδονής, έμειναν εκεί
πιασμένοι
πεισματικά χέρι με χέρι,
το ένα
πρόσωπο ατενίζοντας το άλλο
ως εαυτόν.
η μπόρα
έσβησε, η πίεση εξατμίστηκε.
Κατηφορίζουν
γαληνεμένοι
με μια
ευγνωμοσύνη γιατί μπόρεσαν.
Απλώς και
μόνο μπόρεσαν
ρευστοί κι
ελεύθεροι να κυλάνε
σαν αμαρτία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου