13/8/16

Αν δινότανε βραβείο...

ΑΝΑΜΝΗΣΗ

Σωτήρης Σόρογκας, Παλιό καΐκι στην Βιστωνίδα, κάρβουνο και ακρυλικό χρώμα σε καμβά, 150 x 200 εκ.


ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΓΑΡΓΑΛΙΩΝΗ

Προφανώς, και θα το έπαιρνα, εγώ! Ναι, αν δινότανε βραβείο, από την Εφημερίδα, για το “ποιος ο παλιότερος αναγνώστης...”, θα δήλωνα συμμετοχή, και θα το διεκδικούσα, και θα το κέρδιζα· είμαι βέβαιος γι' αυτό... Όμως, τι κρίμα· δεν θα μπορούσα ν' αποδείξω... ότι “να, εγώ, είμαι, ο πιο παλιός αναγνώστης· ιδού και τα πειστήρια...!”
Η επαφή μου, με την ΑΥΓΗ, ξεκίνησε ταυτόχρονα με την πρώτη κυκλοφορία της...· κάπου το ’52, όταν ήμουνα 9 ετών... Στη μικρή μας επαρχιακή πόλη, ο πατέρας, αν και μαραγκός, μεριά το ότι ήτανε “απόφοιτος Μακρονήσου”, μεριά η αναδουλειά, μεριά η έλλειψη εργαλείων, δεν έβαζε ούτε ένα μεροκάματο το μήνα... μ’ αποτέλεσμα να μην έχουμε να φάμε... Έτσι, αποφάσισε να το γυρίσει· να γίνει καφετζής!
Νοικιάσαμε ένα μικρό μαγαζάκι, δίπλα στο ΚΤΕΛ, και φυσικά όχι για να καζαντίσουμε αλλά για ν' “αλλάζουμε” τα λεφτά μας...· να ’χουμε κανά φράγκο για ψωμί... Μόνος του, λοιπόν, ο πατέρας έφτιαξε τα τραπεζάκια, μόνος του τον πάγκο, μόνος του το ξύλινο ψυγείο, μόνος του... Και μια ωραία πρωία ανοίξαμε...! Έπεσαν τα “Αντώνη, καλορίζικο”, “κυρ-Αντώναινα, καλές δουλειές” και τα σχετικά...

Περί το μεσημέρι –της πρώτης κιόλας ημέρας– περνούσε ο εφημεριδοπώλης, απ’ έξω, ντελαλώντας “η Ακρόπολη, το Βήμα, η Αθηναϊκή...”...· κοντός, μαυριδερός, μ’ ένα χοντρό πάκο εφημερίδες όσο το μισό μπόι του, κρεμασμένος ο μπόγος από το μπράτσο του με μια δερμάτινη ζώνη... Εκείνη την ώρα, το μαγαζί ήτανε έρημο· ο πατέρας τον γνώριζε και του φώναξε να ’ρθει μέσα... Πήρε την “Ακρόπολη” και μ' ένα μελανί μολύβι, έγραψε επάνω “καφενείο”... λέγοντάς του “από ’δω και στο εξής, καθημερινά, θα μου αφήνεις την “Ακρόπολη”. Έπρεπε ο φουκαράς, ο πατέρας, “να ρίχνει στάχτη στα μάτια” για να επιβιώσουμε...
Όμως, δεν σταμάτησε, εδώ, ο πατέρας...:
–“Κώτσιο, σήμερα, κυκλοφόρησε και μια καινούργια εφημερίδα· ‘Αυγή’ τη λένε”. Ο Κώστας, την έβγαλε από το πάκο κοιτώντας, τον πατέρα, καχύποπτα...
–Τρεις πήρα από το πρακτορείο όλες κι όλες· είσαι ο πρώτος και ο μόνος που μου τη ζητάς.
–Μαζί με την “Ακρόπολη” θ’ αφήνεις και την “Αυγή”· ποτέ μπροστά σε άλλους. Θα την έχεις τσακισμένη στα τέσσερα και θα μου τη δίνεις, κρυφά, στον πάγκο. Καθημερινά, θα σου πληρώνω την “Ακρόπολη”, και κάθε ’βδομάδα την “Αυγή”.
Από τότε άρχισα και διάβαζα εφημερίδες...· στην “Ακρόπολη” τον “Ταρζάν” και τον “Τσακιντζή” και λίγο αργότερα τα ρεπορτάζ, για εγκλήματα, του Δράκου... Από την “Αυγούλα” –έτσι την έλεγε ο πατέρας– ό,τι μου υποδείκνυε... μέχρι που μεγαλώνοντας επέλεγα μόνος μου...
Κάθε μεσημέρι, ο Κώτσιος πλησίαζε τον πάγκο –δήθεν ότι θα πιει νερό– και του πάσαρε στα τέσσερα διπλωμένη την “Αυγή”. Σε μηδέν χρόνο, ο πατέρας την εξαφάνιζε ρίχνοντάς τη στη σχισμή μιας ξεχασμένης κάλπης από κάποιον πρόεδρο χωριού... Η ανάγνωση γινότανε τις νυχτερινές ώρες, με το κατέβασμα των ρολών... Στη συνέχεια την έφερνε σπίτι, όπου, την επομένη το μεσημέρι, την ξεφύλλιζα, εγώ...
Η έρμη μάνα, κάθε Σάββατο πρωί, όλες τις “Αυγές” της εβδομάδας –μαζί με τα κωλόχαρτα– τις έβαζε κάτω από το καζάνι προσέχοντας, μην ξεφύγει κανένα μισοκαμένο... Όλη την ώρα, μέχρι να καούνε, μονολόγαγε “στο Μακρονήσι πήγες, και μυαλό δεν έβαλες· καλά, εμένα, άσε με· τα παιδιά δεν τα λυπάσαι;”...
Νόμιζε, ο δόλιος πατέρας, πως δεν γνώριζε κανείς, και τίποτα... Κι όμως· με το που πισωγύριζε ο Κώτσιος στο πρακτορείο, ήθελε δεν ήθελε, έδινε αναφορά στην ερώτηση, του φασίστα πράκτορα, “σε ποιον έδωσες Αυγή;”. Ο Κώστας τα ξέρναγε και, το βράδυ, ο πράκτορας έδινε αναφορά στον ασφαλίτη...
Όλα αυτά, τα ’μαθα πολύ αργά, στα χρόνια της εφταετίας, όταν βρέθηκα στην Ασφάλεια και πίεζα τον “γραφικό” διοικητή να δώσει “Πιστοποιητικόν Κοινωνικών Φρονημάτων” στον αδελφό μου, για μια θέση “γραφομηχανάκια” στο ΚΤΕΛ...· όταν τον πίεσα τόσο πολύ, λέγοντάς του ότι είναι συκοφαντίες και πως, ο πατέρας, μετά από τη Μακρόνησο είναι “αρσακειάδα”..., αγρίεψε και πετάει πάνω στο γραφείο ένα μεγάλο “κατάστιχο”, οπότε, από τη μερίδα του πατέρα άρχισε να διαβάζει...: την τάδε ημερομηνία..., την τάδε..., την τάδε...· πλησιάζοντας με τρόπο είδα και τα ονόματα των ρουφιάνων..., και μέσα σ’ αυτούς –δεν το περίμενα– και τους υποτιθέμενους φίλους του πατέρα, τον ανάπηρο περιπτερά και τον καραγωγέα...!
Όχι, αριστερό, δεν μ’ έκανε η “Αυγή”, διότι, αφότου κατάλαβα τον εαυτό μου –συνέπεσε ο πατέρας να ’ναι στη Μακρόνησο...–, πάντα, θεωρώ ότι από γεννησιμιού μου ήμουνα αριστερός...· η “Αυγή”, απλούστατα, ενίσχυσε... και υπήρξε καθοδηγήτρια μου...
Ανέκαθεν, δεν ξέρω πώς, διατηρούσε έναν “κατ’ ευφημισμόν ελίτικο” χαρακτήρα...· ήτανε μία εφημερίδα “για τους λίγους”... καθότι απείχε χυδαιοτήτων και φτηνών...· ανέδινε σοβαρότητα, ευγένεια, πολιτισμό... Οι δημοσιογράφοι της, σε όλες τις ιστορικές ελληνικές φάσεις, ποτέ δεν ξεχνούσαν το “σαβουάρ βιβρ” της δημοσιογραφίας... Ήτανε, θα ’λεγα, διαλεγμένοι ένας κι ένας..., μορφωμένοι... και πάντα κοσμούσαν τις σελίδες μ' επιλεγμένα θέματα, χωρίς να προκαλούν... Μου ταίριαζε, η “Αυγή”, καθότι της κουλτούρας...
Από τότε, λοιπόν, μέχρι σήμερα, δεν θα ’λεγα ανελλιπώς –π.χ. όταν, ως εκπαιδευτικός ήμουνα στα χωριά...–, όμως, από τότε μέχρι σήμερα, είμαι αναγνώστης της “Αυγής”! Στην πόλη μου, τα δύσκολα χρόνια, έπαιρνα την εφημερίδα “φάτσα μπάτσα” κάθε Κυριακή, παρέα μ’ έναν συμβολαιογράφο...· δήθεν, λέγοντας του πράκτορα –κάτι που δεν μάσαγε– “για τα πολιτιστικά”... Τις λοιπές μέρες, είναι αλήθεια, ότι μου έλειπε...· όμως, έτσι και βρισκόμουνα σε διπλανές πόλεις, αλλά και τα χρόνια στην Αθήνα..., ήμουνα τακτικός... Στο στρατό, όσες φορές κατέβαινα στο Κιλκίς, από το τάγμα, έμπαινα στο πρακτορείο, ακόμη και με τα στρατιωτικά, με τον πράκτορα να με κοιτάζει καλά καλά, μέχρι που ξανανέβαινα στο “jms”...!
Η φτωχή “Αυγή”, η χωρίς λιλιά συμπαθητική εφημεριδούλα, το, ακόμη και σήμερα κρατώντας ίσες αποστάσεις, σεμνό ημερήσιο έντυπο..., όπως προείπαμε, όλες τις δεκαετίες, χωρίς να διαθέτει “κεφάλαια” και βαρύγδουπα “εμπορικά” ονόματα, μέσα από εχθρικές και τρικυμιώδεις καταστάσεις, κατόρθωνε να επιπλέει διατηρώντας την αξιοπρέπειά της...· κι όλα αυτά χάρη των ικανών και ανιδιοτελών ανθρώπων που την υπηρετούσαν, συντακτών, δημοσιογράφων...
Σήμερα, είναι ακόμη αρτιότερη, όσο ποτέ· και η “ίδια” πρέπει να χαίρεται, που βλέπει, τους κόπους και τους μόχθους της να δικαιώνονται...· που βλέπει τα βάσανά της, επιτέλους...· γι’ αυτό τη χαίρομαι, και της εύχομαι να συνεχίζει, όπως πάντα, “καθαρά, σταθερά και ψηλότερα”!

Ο Νίκος Γαργαλιώνης είναι εκδότης της Οδού Αρκαδίας, http://www.odosarkadias.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια: