21/8/16

Ο θεριστής της Κνωσού

ΔΙΗΓΗΜΑ



«Πού θα δέσουμε;»
Αναρωτιόμουν. Μα δεν ρωτούσα ποτέ. Θέριζα- παραθέριζα όπου εύρισκα. Έτσι και τώρα. Στην Αμνισό, στο Ηράκλειο ή στην έπαυλη των κρίνων, με τον πύργο τον πολυγωνικό, απ’ όπου σε μια ψηλή κρηπίδα, καπνό τη μέρα, φωτιά τη νύχτα ανάβουν οι φρυκτωρίες για να οδηγούν τους ναυσίκλητους άνδρες; Σε λίγο, στην ακτή, μορφές αγαπημένες μάς υποδέχονταν. Είχαν επιστρέψει από βραδύς, τρέμοντας σχεδόν με την είδηση του ερχομού μας. Αχνές μορφές ή τάχα ήταν θολή η όρασή μου; Τις θυμάμαι πριν από αιώνες πολλούς να μου ζητούν να μείνω εδώ, να υπόσχονται βίον υψηλόφρονα. «Θα ανακαλούμε –λέγανε– τα περασμένα και η ματιά θα καθαρίζει, θα είναι στέρεα, ανυστερόβουλη. Μείνε». Έφυγα. Μορφές αγαπημένες, φεγγάρια που χάθηκαν πριν χρόνους αμέτρητους, οστά γεγυμνωμένα που ζούσαν με την προσδοκία του νέου μας ερχομού, χωρίς καμιά μνησικακία για την παλιά δειλία μας. Ένας γέρος αιχμάλωτος Αθηναίος, βάρος στους συγγενείς, που σκήνωσε μέσα του η λύπη για μια εισβολή που δεν έγινε κατοχή, καθάριζε ένα πιθάρι. «Είσαι κι εσύ Ερατίδης. Πώς κι ήρθες σαν θεριστής εδώ;», μου είπε. Και συνέχισε τη δουλειά του χωρίς να σηκώσει το κεφάλι.

Όλα είχαν μια στοχαστική επιφύλαξη εκείνη την αυγή στο λιμάνι, αποχρώσεις σε τόνους δαμάσκηνου και υποψίες κυματιστών αμπελώνων. Πλήθος αγαπημένο πέρα από το χρόνο περίμενε, εμάς, τους νιόφυτους θεριστές. Άνθρωποι, ξύλα και πανιά που διασχίζουν τη θάλασσα της ιστορίας γεμίζανε το μουράγιο. Όλοι και όλα κάτι είχαν να πουν, μια περιπέτεια με ποίηση και κρασί. Ένα θάμπος κάλυπτε τον κόσμο. Τα γράμματα εδώ απεικόνιζαν τις ψυχές. Δεν ήξεραν ζωή σκυφτή σε σκονισμένους παπύρους και διφθέρες που δεν γίνονται χυμώδης εμπειρία. Τι πρώτον, τι δ’ ύστερον καταλέξω; Με σπαραγμό χαμένης αγνότητας ένας αοιδός ψιθύριζε κάποιαν αρχαία ωδή, για μιαν εύθραυστη νέα που ούτε με χρυσάφι ούτε με έβενο την αλλάζεις. Μα εγώ, ο Ερατίδης, φανταζόμουν ήδη τις κορφές του νησιού, το δρόμο με τα μύρα, τον καθαρό αέρα, τα ψηλόκορμα δέντρα, τα χωράφια του Μίνωα. Μ’ έτρωγε το χέρι μου να θερίσω πάλι.
Αφήσαμε την πολύβουη προκυμαία που κάποτε θα γίνει έρημη ακρογιαλιά, λείψανα και κολώνες –κανείς δεν θα φυλάγεται πια εδώ και Τρυπητό Χαράκι θα πουν τον τόπο– και πήραμε τον πλακόστρωτο δρόμο της ατείχιστης πόλης για τον λόφο της Κνωσού, με τον άνθρωπο που έστειλε ο Μίνωας για να μας συνοδεύσει. Ήταν μια μέρα ιερής τελετουργίας και πριν τη δουλειά, θα βλέπαμε τον τόπο όπου ο Δαίδαλος ασκούσε χορό της καλλιπλόκαμης Αριάδνης, τον οίκο που λευκαίνει ο γυψόλιθος, το κατώφλι με το μαύρο τιτανόλιθο, την πρόσοψη της αμμουδόπετρας. Φθάσαμε στη βόρεια είσοδο –στη βόρεια πύλη φτάνεις απ’ όποιον χαλεπό λιμένα κι αν ξεκινήσεις– την ώρα που άρχιζε η τελετή. Από τα χωριά του κάμπου οι προσκυνητές έρχονταν με προσφορές στα χέρια, με τάματα και αγγεία. Φωτιές φαίνονταν ήδη στον ορίζοντα, αναμμένες για τις θερινές τροπές. Παιδιά ρίχνανε στη φωτιά ειδώλια κι αρρώστων μελών ομοιώματα. Πηδούσαν από πάνω και καλούσαν τη μέρα να αρχίσει πάλι να μεγαλώνει. Θα ξανάβρισκε άραγε ο ήλιος τη δύναμή του ή θα μίκραιναν συνέχεια οι μέρες;
Περάσαμε τον έλεγχο στο δίπυλο και πήραμε κι εμείς την κλιμακωτή ανηφοριά, από τα σκαλοπάτια της διόδου που έβγαζε στη δυτική αυλή. Μέσα από τη διπλή σειρά των πυργίσκων, σε μια βεράντα με έξοχες διακοσμήσεις και τοιχογραφίες, καθόταν ένα κορίτσι με πολύχρωμη φούστα. Έμεινα τελευταίος και πλησίασα. Μου φάνηκε δακρυσμένη, δεν έβλεπε, δεν άκουγε, έμοιαζε ν’ ανατριχιάζει, έτσι μοναχική καθώς γραφόταν μέσα σ’ ένα γαλάζιο επίχρισμα. Είχε άνθη παπαρούνας στα μαλλιά και στα πόδια της μήκωνος χυμό στο ρυτό της. Για των νηπίων τη γαλήνη ή για των πιστών την έκσταση; «Βριτόμαρτις» άκουσα μια φωνή να την ονομάζει αυστηρά. Γύρισα και είδα απέναντι, κάτω από μια γέρικη ελιά την Ορεία Μητέρα της.
Πάσχιζα να καταλάβω αν βλέπω ή αν όλα ήταν ένα παραλήρημα. Πάντα παίζανε οι εποχές εντός μου, με συνείχε ο πόθος για μια επιστροφή που χαρά θα φέρει δίνοντας νόημα στο αιώνιο δράμα του ανθρώπου. Συγκίνηση. Γιατί το κορίτσι αυτό το ήξερα.  Η μεγάλη κουροτρόφος και πρόμαχος Μητέρα της με κοίταζε ήδη απειλητικά. Ο καρηκομόων με το ραβδί στον ώμο έφερνε το πύραυνο και το θυμιατήρι. Κάποιος απήγγελλε:     
«Πού πια το δίχταμο του έρωτα; Πού η μίνθη και ο ελελίφασκος;
Τώρα που είναι αργά να ερωτευθείς, τράβα τον δρόμο σου Μινωίτη.
Μάθε το μυστικό της ζήσης.
Κι αν βρεις ξανά μπροστά σου ψιμύθια σαν της Πασιφάης
Μην ξεχάσεις ποτέ Αλθαιμένη
Την Βριτόμαρτι, την γλυκειά παρθένα»
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή φάνηκε στο τρικιόνιο η ιερά πομπή που θα αφιέρωνε τον όσιο πέπλο. Από την άλλη σκάλα, που κατέβαινε στη δεξαμενή του καθαρμού, ο πρίγκιψ των κρίνων έφερνε ρυτά από μαύρο στεατίτη για τις σπονδές. Το ένθεο πλήθος χαιρετούσε, παιδιά τρέχανε δοξολογώντας. Έγινε ο καθαρμός, παραδόθηκαν τα αφιερώματα στους επιστάτες του ιερού κι απ’ αυτούς στους αποθηκάριους. Τραβήχτηκαν οι μυστικές πλάκες για τις κρύπτες και τα καλύμματα για τις κόχες των τοίχων. Η Βριτόμαρτις προσευχόταν τώρα με το δεξί χέρι στον αριστερό ώμο και το αριστερό δεξιά στη μέση. Μετά ακολούθησε τους ιερείς και μπήκε στην ερυθρά αίθουσα για τη μυστική τελετουργία. Δεν μπορούσα να μη θαυμάσω. Η βαθιά θρησκευτικότητα δεμένη με την πιο αληθινή ελευθερία. Πουθενά δεν έχω δει τέτοια στενή σχέση θρησκείας και ζωής, τέτοιο σεβασμό στην ελευθερία του ανθρώπου. Χαίρονταν όλοι αμέριμνοι στην αγκαλιά της ένθεης φύσης τον μυστικό παλμό της ζωής. Η φύση ήταν εδώ της τέχνης και της θρησκείας ο σκοπός ­– όχι οι ηγεμόνες, όχι οι ιερείς. Η φύση.
Το άλλο πρωί οι θεριστές ξεκίνησαν για να κόψουν τα στάχυα. Κρύφτηκα. «Άρση του βάρους ή τάξη του κόσμου είναι αυτό το ταξίδι;» σκεφτόμουν. Και τότε την είδα ξανά, σαν απόκριση στην απορία μου. Θα ταίριαζε ένας χορός που βρήκανε μετά από χιλιετίες και τον είπανε βαλσάκι. Θα ταίριαζαν μάτια που αστράφτουν σε υγρό καιρό κάποιας άνοιξης, κάποιου Ελαφηβολιώνος, τότε που ήταν όλα διαυγή και ρεύμα νεότητας διαπερνούσε τον κόσμο. Τώρα –καταμεσής του Μαιμακτηριώνος– με το θέρος να έχει με περιπάθεια ζέψει στον ίδιο ρυμό γη και ουρανό, μπροστά στην απίστευτη αυθάδεια της προόδου, ποια λυρική διάθεση μπορούσε να επιζήσει; Έσκυψα να δω καλλίτερα στο λαιμό της το περιδέραιο με την ορεία κρύσταλλο, τους ρόδακες, τους ανθοκάλυκες και τις πεταλούδες που το κοσμούσαν. Η άρρητη μαγεία της προϊστορικής τέχνης.
Με πιάσανε και με διώξανε την ίδια μέρα μα την εικόνα αυτή την φύλαξα για πάντα. Δρεπάνι δεν έπιασα ξανά. Ήταν ο τελευταίος θερισμός. Κι όσες φορές κι αν γύρισα στη ζωή, από την κατάρα της αιώνιας περιπλάνησης ριγμένος, τα λόγια της δεν τα ξέχασα ποτέ.
–«Αν και οι κολώνες φαίνονται στο βυθό, εμείς ήσυχοι μετά το νεκρόδειπνο κάνουμε πως δεν βλέπουμε. Πράξαμε το κακό, δίκαια θα πληρώσουμε και οι εποχές του βίου μας πίσω θα μείνουν, σε ωκεανούς χαμένους. Θ’ αφανιστούμε, θα βυθιστούμε. Το κύμα από το ηφαίστειο θα μας αφανίσει. Βουβός σπαραγμός θα μας θυμίζει, τα χελιδόνια που θα παίζουν, χιλιετίες πριν τους ιμπρεσσιονιστές, τα κόκκινα κρινάκια στους βράχους των ηφαιστείων».
Στο πέλαγος με βρήκε, σταλμένο από τη Θήρα, το κακό, που εξουσιάζει από τότε την ιστορία αυτού του τόπου. Η πίστη θα ναυπηγούσε νέα καράβια αλλά εκείνη η μέρα της Κνωσού θα μείνει ανεξαγόραστη στους αιώνες, σαν τρόμος του άλλου σώματος, θα πάρει μαζί της τα κειμήλια. Το νερό θα σκεπάσει και πάλι τη στάχτη, ο βράχος θα γίνει αλαφρόπετρα, η στεριά καλδέρα και πάλι στεριά. Οι άνθρωποι, χιλιάδες χρόνια μετά, θα γνωρίζουν τι συμβαίνει χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά τους μα θα αγνοούν το σπίτι το θαμμένο κάτω από την κατοικία τους. Ωσότου η ενοχή πληρωθεί ξανά με το ίδιο νόμισμα. Γιατί έτσι τελειώνει κι έτσι αρχίζει πάντα ο κόσμος το καλοκαίρι...

ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια: