10/7/16

Μια σημαντική ερωτική ποιήτρια

ΤΗΣ AΘΗΝΑΣ ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ

ΑΝΤΕΙΑ ΦΡΑΝΤΖΗ, Ερωτικές μεταμορφώσεις. Σημειώσεις για την ποίηση της Μάτσης Χατζηλαζάρου, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 68

«Δεν γράφω για να με διαβάζουν στο μέλλον. Ποιος θα ενδιαφερθεί άλλωστε για μένα σε δέκα-είκοσι χρόνια;», έλεγε η Μάτση Χατζηλαζάρου ένα χρόνο πριν πεθάνει στον Στάθη Τσαγγαρουσιάνο, στη μοναδική δημοσιευμένη συνέντευξή της. Αυτή ήταν η Χατζηλαζάρου. Ό,τι την ενδιέφερε ήταν πολύ άμεσο, εντατικό, αυθεντικό. Το επιβεβαιώνουν, άλλωστε, ο βίος και η πολιτεία της: παρά τους διάσημους συζύγους και εραστές της (Ανδρέα Εμπειρίκο, Χαβιέρ Βιλατό, Κορνήλιο Καστοριάδη) επέλεξε να ζήσει στη σκιά. Μοίρασε τη ζωή της ανάμεσα στην Αθήνα και το Παρίσι και δεν έκανε τίποτα για να αναπληρώσει τις απώλειες που αυτό επέφερε σε συντεχνιακή αναγνώριση. Έγραψε σε τρεις γλώσσες και δεν δίστασε να αυτομεταφραστεί.
Όλα συνέτειναν στο να μην αναγνωριστεί όσο θα της άξιζε. Ωστόσο, η πρόβλεψή της δεν επιβεβαιώθηκε. Το έργο της ισχυροποιήθηκε μετά τον θάνατό της, διαβάζεται και εκτιμάται όλο και περισσότερο όσο προχωράμε μέσα στον 21ο αιώνα. Αντί να παλιώνει αναδεικνύονται κρυμμένες, θα έλεγε κανείς, δυναμικές του, καθώς φαίνεται ότι συντονίζεται με τις ευαισθησίες και τις αισθητικές τάσεις της εποχής μας.

Η Άντεια Φραντζή έχει παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην κριτική πρόσληψη αυτής της ιδιάζουσας ποιήτριας. Ήταν από τους πρώτους πανεπιστημιακούς που ενέταξαν τη Μάτση στις πανεπιστημιακές παραδόσεις τους. Το 1989 δημοσίευσε μια μονογραφία, Αντίδωρο στη Μάτση Χατζηλαζάρου, η οποία παρέμεινε ώς τις μέρες μας το μοναδικό μελέτημα για την ποιήτρια που βγήκε σε μορφή βιβλίου. Το 2015 πήρε την απόφαση να το επανεκδώσει εμπλουτίζοντάς το με νέες παρατηρήσεις, αναδιαρθρώνοντας την ύλη του και επανατιτλοφορώντας το ως Ερωτικές μεταμορφώσεις. Ανανεώνει, έτσι, την κριτική της κατάθεση σε μια εποχή που οι συνθήκες για μια ουσιαστική συζήτηση για το έργο της Χατζηλαζάρου είναι ευνοϊκότερες, καθώς διαθέτουμε πλέον και δύο έργα υποδομής από τον Χρήστο Δανιήλ: το πλήρες εργοβιογραφικό λεύκωμα Ιούς, Μανιούς, ίσως και Aqua Marina. Μάτση Χατζηλαζάρου. Η πρώτη ελληνίδα υπερρεαλίστρια, Τόπος 2011 (όπου περιλαμβάνονται και πολλά στοιχεία για την κριτική πρόσληψη της ποιήτριας) και το Γράμματα από το Παρίσι στον Ανδρέα Εμπειρίκο (1946-1947) και άλλα ανέκδοτα ποιήματα και πεζά της ίδιας περιόδου, Άγρα 2013. Πρόσφατα κυκλοφόρησε και ένα δεύτερο βιβλίο για την ποιήτρια από τη Λαμπρίνα Α. Μαραγκού (Μάτση Χατζηλαζάρου. Από την ποίηση στη μύηση, Παπαζήσης 2015), στο οποίο επιχειρείται πρωτίστως ένας σχολιασμός της πολυδιάστατης έννοιας και παρουσίας του έρωτα (μέσα και από τις φιλοσοφικές διαστάσεις του) στην ποίηση της Χατζηλαζάρου.
Η στόχευση και η μεθοδολογία της Φραντζή είναι διαφορετικές. Μελετά τη δημιουργική εξέλιξη της Μάτσης από συλλογή σε συλλογή, ως προς τη θεματική, το ύφος, την τεχνοτροπία και τη γλώσσα, ξεκινώντας από τη φωτεινά φυσιολατρική και δεμένη, ακόμη, στο άρμα της «γενιάς του '30» συλλογή Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης (1944) και φτάνοντας ώς τη δίγλωσση Αντίστροφη αφιέρωση. Dédicace à rebours (1985), στην οποία επιστρέφει στον Ανδρέα Εμπειρίκο έχοντας πλέον διαγράψει τη δική της, αυτόνομη δημιουργική τροχιά, πέραν των προταγμάτων του υπερρεαλισμού. Αν και το βιβλίο της Φραντζή δεν ξεπερνά τις 70 σελίδες, χάρη στη δραστική πυκνότητα της διατύπωσης και το βάθος της ματιάς ο πλούτος των παρατηρήσεων είναι μεγάλος και τα θέματα που ανοίγονται πολλά: πώς από την κατεξοχήν μονοφωνική ποίηση της Χατζηλαζάρου εκπηγάζει ο διάλογος δύο ή περισσότερων φωνών, πώς εισβάλλει στον λυρισμό της το δραματικό στοιχείο, πώς λειτουργεί η διατάραξη της σύνταξης, πώς η αυτομετάφραση λειτουργεί ως αυτοπαράφραση που «ανακυκλώνει και πολλαπαλασιάζει το βίωμα» κλπ.
Χωρίς να χάνει τη νηφαλιότητα της μελετήτριας, η Φραντζή προσεγγίζει την ομότεχνή της και με την ιδιότητά της ως ποιήτριας: πέρα από την εκφραστική πυκνότητα, επιστρατεύει τη διαίσθηση, εκμεταλλεύεται τις μεταφορικές δυνατότητες της γλώσσας και την πολυσημία. Πλησιάζει τα ποιήματα της Χατζηλαζάρου με διακριτικότητα, λες και αλλιώς θα μπορούσε να τα τραυματίσει. Τα κυκλώνει με τρυφερότητα, τα ακούει, τα αγγίζει και διατυπώνει γι' αυτά νύξεις, όχι βεβαιότητες. Δεν έχουμε να κάνουμε με μια φιλολογική μελέτη αλλά με κριτικό λόγο δοκιμιακού τύπου -χαρακτηριστική είναι η απουσία υποσημειώσεων, στη χρήση των οποίων η Φραντζή υπήρξε πάντα φειδωλή («της λογοτεχνίας περιπέτεια/μέσα σε βιβλιογραφίες κοιμάσαι», γράφει σε ένα της ποίημα, και σε άλλο βάζει ως μότο τον στίχο του Μαβίλη «άμε χάσου, ξερή φιλολογία»). Χωρίς αφοριστικές βεβαιότητες και βαρύγδουπες θεωρητικές αναλύσεις, προσεγγίζει αποσπάσματα ποιημάτων και κάνει λεπτές παρατηρήσεις που ενίοτε οδηγούν σε σημαντικές διαπιστώσεις για το ποιητικό στίγμα της Μάτσης:
"Κι όταν το ποίημα αποσπάται από το σώμα δεν διαχωρίζεται από τους πόνους της γέννας του· κουβαλά πάντα κομμάτια από τη σάρκα της και το αίμα περισσεύει. Δεν είναι ένα ποίημα «άψογο»· είναι ένα ποίημα τσαλακωμένο αλλά και υγρό που φέρει όλα τα σημάδια της προσπάθειάς του να δημιουργηθεί. Του λείπει η κομψότητα με την έννοια της όποιας μορφής επιτήδευσης και έτσι αφτιασίδωτο μας το παραδίδει.
Ίσως γι' αυτό η ποίηση της Μάτσης Χατζηλαζάρου δεν μπορεί να αυτονομηθεί πάνω στη σελίδα του βιβλίου· είναι ένα όλον πυκνό με έντονα τα γνωρίσματα του γένους και της γέννας του. Αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που η ποιητική της, τουλάχιστον ώς εκείνη τη χρονική στιγμή, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εξαίρεση στη νεοελληνική γραμματεία" (σ. 56-57).
Πράγματι, η ποίηση της Χατζηλαζάρου είναι μια ποίηση "ανοιχτή", πλατιάς ροής, με μια άγρια ελευθερία στους τρόπους, που στην αρχή ξενίζει και στη συνέχεια μαγνητίζει με τον ανορθόδοξο αφηγηματικό της ρυθμό, την αδιάπτωτα ενεστωτική της συνειρμικότητα και τις απρόοπτες κορυφώσεις της. Η ποίηση της ίδιας της Φραντζή, από την άλλη, έχει συνήθως προσεκτικά τεχνουργημένη μορφή (από ένα σημείο και μετά, μάλιστα, γίνεται όλο και συχνότερα έμμετρη) και από την άποψη αυτή συντονίζεται περισσότερο με το έργο της ποιήτριας στην οποία αφιέρωσε την έτερη μονογραφία της, την ιδιαίτερα αυτοελεγχόμενη, ως προς τους δημιουργικούς τρόπους της, Ελένη Βακαλό (Έμενε ποίημα. Μια περιδιάβαση στο ποιητικό «δάσος» της Ελένης Βακαλό, Νεφέλη 2005). Η Φραντζή συγγενεύει με την κάθε μια από τις δυο ομοτέχνους της με διαφορετικό τρόπο, στέκεται σε ίση απόσταση ανάμεσά τους -και οι τρεις τους μοιράζονται, πάντως, τη στενή σχέση με τον προφορικό λόγο και την παιγνιώδη διάθεση προς τις λέξεις. Θα τολμούσα να εικάσω, κρίνοντας τόσο από τη θερμοκρασία της γραφής των βιβλίων που τους αφιερώνει όσο και από το ειδικό βάρος των παρατηρήσεών της, ότι η έλξη που της ασκεί η ποίηση της Χατζηλαζάρου είναι ισχυρότερη. Η Φραντζή προσδιορίζει ως εξής το στίγμα της διαφοράς της Μάτσης από άλλες ομόφυλες ομοτέχνους της:
"Η ιδιαιτερότητα της Μάτσης Χατζηλαζάρου ως προς αυτό που ονομάζουμε γυναικεία γραφή συνίσταται στο ότι ο γυναικείος ερωτισμός της δεν παραμένει αποκλειστικά η 'συναισθηματική' εκδοχή του έρωτα, όπως μας την παραδίδει λ.χ. η Μαρία Πολυδούρη. Δεν είναι καθόλου η 'μυστικιστική' εκδοχή του, κατά τον τρόπο της Ζωής Καρέλλη, αλλά ούτε και η εσωστρέφεια του ερωτισμού της Ελένης Βακαλό. Στο έργο της Μάτσης Χατζηλαζάρου παρατηρούμε την υλικότητα ως συστατικό στοιχείο της μορφοποίησης της ερωτικής ζωής, την άρρηκτη σχέση με τη φύση που οδηγεί στην αναγνώριση της γυναικείας σεξουαλικότητας με τόλμη και συχνά με πρόκληση" (σ. 40).
Πιστεύω ότι η Φραντζή θα συνυπέγραφε την άποψη του Σαββίδη ότι η Χατζηλαζάρου είναι «η πολυτιμότερη ερωτική ποιήτρια που διαθέτει η γλώσσα μας». Πέρα από δημιουργός μεγάλης ερωτικής τόλμης, αισθητικής και κοινωνικής πρόκλησης και αβίαστης ευρηματικότητας, κατόρθωσε να μεταστοιχειώσει το έντονο συγκινησιακό της φορτίο, απο-φορτίζοντάς το, σε μια ποίηση ενθουσιώδη και συγχρόνως τραγική, που μιλά για την ένταση αλλά και το πένθος του έρωτα με σπάνια φρεσκάδα. Αντιγράφω από το κορυφαίο ύστατο ποίημά της Αντίστροφη αφιέρωση, με αφορμή το οποίο η Φραντζή παρατηρεί ότι διαβάζοντας τη Μάτση «μοιάζει να μαθαίνουμε 'αναγνωση' και 'γραφή' από την αρχή» (σ. 57):
...πολλά νομίζω θα μιλήσω τώρα πολλά που φύλαγα σε μια κρυψώνα θα τ' απλώσω εδώ όσο μπορώ καλύτερα και ό,τι θέλει ας γενεί στοές θα σκάψω κάτω πάνω μέσα απ' τα λόγια τι συνεννόηση θα 'χουμε αλλιώτικα ήρθανε βλέπεις κι έδεσαν στις δικές μας σημαδούρες ξένοι με διαφορετικές γλώσσες [...]
θα 'θελα μα πόσο θα 'θελα να θα 'θελα αμέσως τώρα τώρα θέλω να ξεμαλλιάσω λίγο τη σύνταξη για να σε τραγουδήσω όπως έμαθα στο Παρίσι

εσένα σ' έχω Δεινόσαυρο από τους πιο εκπληκτικούς
εσένα σ' έχω βότσαλο φρούτο απαλό που τ' ωρίμασε η θάλασσα
σ' ερωτεύω
σε ζηλεύω
σε γιασεμί
σε καλπασμό αλόγου μες στο δάσος το φθινόπωρο
[...]
εσύ φεγγάρι που ένα σύννεφο αναβοσβήνει
εσύ δε βαριέσαι παράτα το το σύμπαν έτσι που το 'χουμε αλαζονήσει
και δαύτο πώς να συναντηθούμε ποτέ
[...]
σε μιαν έκπαγλη χρονιά ανταμώσαμε
σε ληστεύω από αλλουνού τα χέρια
σε ακούω από δω από κει
σε σιωπώ μες στην απέραντη τρυφερότητα
σιγά σιγά να καταλαγιάσουμε
όλα δεν τα 'χω πει
ΜΕ ΕΚΡΙΖΩΝΕΙΣ


Η Αθηνά Βογιατζόγλου διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Χρήστος Βαγιάτας, It never happened, άποψη της έκθεσης

Δεν υπάρχουν σχόλια: