10/7/16

Ό,τι πεθαίνει στη ζωή, ζει στην τηλεόραση

ΤΗΣ ΕΛΣΑΣ ΚΟΡΝΕΤΗ

Χρήστος Βαγιάτας, It never happened, άποψη της έκθεσης


ΝΤΝΟΣ ΣΙΩΤΗΣ, Ριάλιτι διαρκείας με άνω τελείες. Ποιήματα για την τηλεόραση και την πολιτική, εκδόσεις Φαρφουλάς, σελ. 79

Λένε πως ο κόσμος φτιάχτηκε για να καταλήξει σ’ ένα βιβλίο. Μήπως όμως τελικά ο κόσμος φτιάχτηκε για να καταλήξει να ζει ασφυκτικά με τη σαθρή κωμικοτραγική μορφή πολιτικού ριάλιτι εγκλωβισμένος σ’ ένα φωτεινό κουτί; Αυτό της τηλεόρασης; Είναι η τηλεόραση ο επίσημος εκπαιδευτής μας; Είναι ο αυτό-χρισμένος χειριστής ζωών, παραδείσων, κολάσεων και θανάτων; Είναι χειραγωγός και θηριοδαμαστής σε συσκευασία του ενός; Αποχρωματιστής ελπίδων και ψυχών θηρευτής; Είναι παρηγοριά για τον αδιάφορο, τον απαθή, τον αδύναμο, τον αδρανή; Είναι ένας άσβεστος προβολέας ματαιοδοξίας για τους «τυφλούς»; Για όσους αποφεύγουν τα «όνειρα με φλούδες»;
«Το ριάλιτι» όπως το εντοπίζει ο ποιητής είναι διαρκείας, η ροή του ριάλιτι είναι διαρκής και ο ποιητής διατείνεται ότι η ζωή σας είναι αυτό που παίζει εκεί έξω όταν εσείς απουσιάζετε από τη ζωή ζώντας  μέσα στην τηλεόραση σαν να συμμετέχετε σ’ ένα ριάλιτι διαρκείας. Η ζωή σας βρίσκεται έξω από ψηφιακούς λόγους και μονόλογους, πέρα από χαμένα βλέμματα βουλιαγμένα κι αυτά σε καναπέδες τηλεθεατών, απλανή βλέμματα διαρκείας. Η ζωή είναι μια ταινία ∙ το τέλος της παίζεται πάντα σε κάποιο άλλο κανάλι ∙
Μια γενναιότητα ψυχής χρειάζεται για την κατανόηση του σύμπαντος, μια γενναιότητα που φέρουν σαν αόρατο φορτίο όλοι οι αφανείς ήρωες, οι κατά τον ποιητή εξαφανισμένοι.

Οι εμφανείς «ήρωες» είναι όλοι αυτοί που χοροπηδούν και ξελαρυγγίζονται και κλέβουν κάθε μέρα λίγο λίγο τη ζωή του, διασκεδάζοντας αυτόν που αμήχανα παρακολουθεί, τον μοναχικό τηλεθεατή, τον ήρωα της παντόφλας που προσπαθεί να καταλάβει πώς γίνεται αυτός να πρωταγωνιστεί σε ένα έργο όπου επαναλαμβάνεται με σαδιστική ακρίβεια η κάθε μέρα όπως γινόταν στην επιτυχημένη κωμική ταινία «Η μέρα της μαρμότας».
Σ’ ένα ριάλιτι με πρωταγωνιστή τον ιατρό του σκότους ∙ με νέους σκηνοθέτες που έχασαν το λεξικό τους.
Πεθαμένες ζωές και ζωντανοί θάνατοι είναι το νέο μοντάζ του κόσμου, ό,τι ακατάπαυστα συντίθεται και αποσυντίθεται στο φωτεινό τετράγωνο πλαίσιο μιας οθόνης μικρής ή μεσαίας ή μεγάλης, ό,τι ο μέσος άνθρωπος εκλαμβάνει, αποκωδικοποιεί ή συνήθως αμάσητο καταπίνει με τη μορφή μιας μικρής ή μεγάλης πληροφορίας αληθινής ή επινοημένης.
Ριάλιτι εφορίας, ουράνια ριάλιτι σωμάτων, το ριάλιτι φορά πάντα τα καλά του, ένα επικερδές σίριαλ ριάλιτι οπτασία, το ριάλιτι μολυσμένου αυτουργού,  μαγνητοσκοπημένο ριάλιτι, ισόπαλες ήττες ριάλιτι, το πολιτικό ριάλιτι που αμφισβητεί την πολιτική του, το αυθεντικό και το ψεύτικο σε μια συνύπαρξη με σύμφωνο συμβίωσης. Μια ζωή με χαμένους υπότιτλους, αυτή είναι η γητεμένη πελατεία της τηλεθέασης, όλα τα υπνωτισμένα βλέμματα που ακολουθούν τυφλά τον ηδονικό σκοπό από τον μαγικό αυλό ενός κόσμου όμορφου και τραγικού που οδηγείται στο χάος και το χαμό ώσπου να φαγωθεί από σκουλήκια και τρωκτικά.  Δεν μπορείς να βάψεις αν δεν έχεις χρώματα ∙ μοίρα μας τα βήματά μας ∙ που τ’ ακολουθούν άλλα βήματα ∙
Η ζωή ξεδιπλώνεται άχαρα κι επίπεδα, κυνικά και υποκριτικά σε χρεοκοπημένα τηλεοπτικά επεισόδια. Οι απανωτές διαψεύσεις οδηγούν στην γελοιοποίηση των πάντων. Οι θλιβερές τηλεοπτικές εμπειρίες που καλύπτουν μια ευρύτατη κλίμακα αποχρώσεων από πολιτικό έως διαφημιστικό περιεχόμενο μεταβολίζονται από τον Ντίνο Σιώτη σε δραστικά παιγνιώδη ρυθμικά σπαράγματα, γευστικά ποιητικά εδέσματα με γλυκόπικρες χιουμοριστικές γεύσεις που καταγράφουν, καταγγέλλουν, ξεσκεπάζουν την καθημερινή παραμόρφωση που υφίσταται ο άνθρωπος από τη στρέβλωση της εικόνας, μια παραμόρφωση που γελοιοποιεί και μια γελοιοποίηση που παραμορφώνει, την ομορφιά, την κριτική σκέψη, τη συνείδηση, τη συμπόνια, τον έρωτα, τα όνειρα, τον στοχασμό κάποτε ακόμα και την ίδια την ψυχή.
Ο συγχρονισμός της σφοδρής ποιητικής σκέψης του Ν.Σ. σε συνδυασμό με μια δημοσιογραφικού τύπου περιέργεια που τον χαρακτηρίζει, όπως αυτός συντονίζεται με την εξίσου ταχύτατη και άοκνη πολιτική τηλεοπτική παραγωγή και αναπαραγωγή είναι εντυπωσιακός. «Ευτυχισμένοι όσοι ζουν την ένταση του απείρου» αποφαίνεται η φιλοσοφία και νομίζω ότι ταιριάζει απόλυτα στην περίπτωση του συγκεκριμένου δημιουργού που συλλέγει προσεκτικά όλα τα στιγμιότυπα της πτώσης από κενό σε κενό. Ο ποιητής γνωρίζει καλά πώς η ανθρώπινη ύπαρξη συγκροτείται ελεύθερα κάθε φορά που η συνείδησή της ξυπνά από τον λήθαργο και δονείται.
Στο περίφημο δοκίμιο του 1991 «Η άλλη φωνή» ο Οκτάβιο Πάς γράφει προφητικά: «Ο άνθρωπος έχει μείνει μονάχος στην τεράστια πόλη και η μοναξιά του είναι η μοναξιά εκατομμυρίων άλλων σαν κι αυτόν. Ανακαλύπτουμε ότι είμαστε μόνοι μέσα στο σύμπαν. Μόνοι με τις μηχανές μας». Υπάρχουμε λοιπόν μόνοι, προδομένοι από τις προσδοκίες, βυθισμένοι στα εγώ, παραδομένοι άνευ όρων στα θέλγητρα της τεχνολογίας παρέα με όλες τις βολικές μηχανές μας που επιλέξαμε να μας καθοδηγούν, να μας ψυχαγωγούν και να μας ελέγχουν: με την τηλεόραση, τον υπολογιστή, το κινητό τηλέφωνο και πλήθος άλλων μηχανών που υποκαθιστούν την αληθινή επαφή και προσφέρουν ένα πλήθος  από λειτουργικές ψευδαισθήσεις και εικονικούς συνομιλητές, συνοδοιπόρους και ομοϊδεάτες κι ούτε ένας καθρέφτης κάπου μετέωρος για να καθρεφτιστούμε για να μας αναγνωρίσουμε για να ξανασυστηθούμε με έναν ξένο αλλότριο εαυτό.
Βρήκα την ανάσα μου που την είχα χάσει στις κεντρικές λεωφόρους των πόλεων ∙ σε ένα έργο που το έπαιζαν/ ταυτόχρονα όλα τα κανάλια ∙  η ίδια διαφήμιση στο ίδιο ακριβώς λεπτό/ της ώρας που έδειχνε ένα απύθμενο βάθος/
Ο σπουδαίος Αιγύπτιος συγγραφέας Ναγκίμπ Μαχφούζ είχε προτρέψει κάποτε: «Ας κάνουμε λίγο θόρυβο για να ξυπνήσουμε όσους κοιμούνται σε λήθαργο». Οι ποιητικές λέξεις όταν μπουν στη σωστή σειρά και αποκαλύψουν το σωστό νόημα είναι ικανές να προκαλέσουν το θόρυβο αυτό. Και να ενοχλήσουν συγκροτώντας εκρηκτικές δεσμίδες πυροδοτώντας όλους τους ευσυνείδητους στίχους, καταγγέλλοντας τη σοβαρότερη διαταραχή, αυτή της ελλειμματικής ανθρώπινης συνείδησης. 
Σκέφτομαι ότι το ποιητικό πόνημα του Ντίνου Σιώτη που  χαρακτηρίζεται από αμιγές ανθρωποκεντρικό κι όχι εαυτοκεντρικό υλικό, συγκροτεί σ’ έναν λυγμό, μια λύπη για την ανθρωπότητα. Ίσως και μια εσώτερη ανάγκη να εκφράσει την αγωνία του για την αδυναμία του ανθρώπου να αντιδράσει σε ό,τι τον πολιορκεί, σε ό,τι τον καταδυναστεύει, σε ό,τι τον εγκέφαλό του κυριεύει και ελέγχει, έτσι όπως νωθρός και άνευρος, αβοήθητος παλεύει ν’ αποδεσμευτεί παγιδευμένος στο πλέγμα αόρατων ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων και αθόρυβων συχνοτήτων, αδυνατώντας να διακόψει τη ροή ενός προγράμματος που παίζει αδιάκοπα, φάλτσα και παράταιρα κυρίως παρά τη θέλησή του, ενός σόου γκροτέσκου στη θέση της ζωής του.
Κι ίσως μοιράζεται ένα μέρος της ίδιας αγωνίας με άλλους δημιουργούς, όπως της νομπελίστα δημοσιογράφου και συγγραφέα Σβετλάνα Αλεξίεβιτς που σε πρόσφατη συνέντευξή της εξομολογήθηκε με απέραντη ειλικρίνεια: «Σκέφτομαι όλη την ώρα πως ο άνθρωπος πρέπει να πηγαίνει, να συνεχίζει την πορεία του, διαφυλάσσοντας μέσα του ακριβώς τον άνθρωπο. Και το ουσιαστικό ερώτημα είναι: Πώς μπορείς να τον κάνεις πιο δυνατό;».

Η Έλσα Κορνέτη είναι ποιήτρια 

Δεν υπάρχουν σχόλια: