3/7/16

Εξαιρετικές νοσταλγίες

ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΖΕΡΒΑ

Θόδωρος, Σκαραβαίος, 1964


Η σακκούλα του γνωστού βιβλιοπωλείου των Βρυξελλών μέσα στην οποία ήταν το δώρο της κόρης μου, έγραφε με μεγάλα γράμματα: ΔΙΑΒΑΖΕΤΕ ΠΟΥ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΜΕΣΑ!
Καταλαβαίνω το γίνατι των βιβλιοπώληδων. Υπήρξε ένα ευγενές επάγγελμα που είναι προορισμένο να σβύσει δυστυχώς, όπως σβύνουν και χάνονται τόσα και τόσα χνάρια του ιστορικού ανθρώπου. Βιβλίο και ανάγνωση ! Λένε πως αν και αλλάζουν μορφή με το διαδίκτυο, δεν μεταβάλλονται στην ουσία τους. Εγώ πιστεύω ακράδαντα πως ο αναγώστης βιβλίων και ο αναγνώστης του διαδικτύου είναι δύο είδη πέρα για πέρα διαφορετικά∙ δεν έχουν καμία σχέση με την όσμωση προφορικής και γραπτής παράδοσης, κι ας λένε ό,τι θέλουν. Αλλά δεν είναι της ώρας η ανάλυση του θέματος.
Το πρόβλημα πλέον είναι τί διαβάζει κανείς. Μες στην απρόσκοπτη δημοκρατία εκδόσεων και ονομάτων, η ανάγνωση καταντάει σκέτη κατανάλωση, αν ο αναγνώστης δεν δημιουργήσει την πνευματική του οικογένεια. Τίποτε δεν μπορείς να καταλάβεις χωρίς πνευματικούς προγόνους, όπως και τίποτε δεν μετράει, αν μείνεις απλώς πιστός στους προγόνους. Από την άποψη αυτή, συμφωνώ με όσους υποστηρίζουν ότι η αδιαφοροποίητη ανάγνωση μάλλον βλάπτει το βιβλίο και την ανάγνωση. Αυτού νομίζω θα έπρεπε να επιμείνουν και οι βιβλιοπώλες.
Το 1971, οι εκδόσεις Faber and Faber έθεταν σε κυκλοφορία το πανομοιότυπο της δακτυλόγραφης Έρημης Χώρας του Τ. Σ. Έλιοτ με τα αρχικά σχέδια του ποιήματος και τις ιδιόχειρες, ριζικές παρεμβάσεις του Εζρα Πάουντ που είχαν ξαναβρεθεί όλως τυχαία έπειτα από δεκαετίες. Την εμπεριστατωμένη εισαγωγή της ωραίας έκδοσης υπογράφει η Valerie Eliot, δεύτερη σύζυγος του ποιητή, προλογίζει δε ο ίδιος ο Εζρα Πάουντ.

Είχα πολλά πολλά χρόνια ν’ανοίξω το βιβλίο. Το ξανάνοιξα από μια ξαφνική νοσταλγία και ξαναδιαβάζοντάς το, η νοσταλγία μου εντάθηκε ακόμη περισσότερο. Τί είναι νοσταλγία; Η νοερή επιστροφή βεβαίως; Και πού επιστρέφουμε συνήθως ακίνητοι; Κατά κανόνα στα παιδικά ή νεανικά μας χρόνια που κάθε φορά αποκτούν καθεστώς χαμένου παραδείσου.
Ενα βράδι της παρισινής χρονιάς του 1972, αν θυμάμαι καλά, ήμασταν και πάλι καλεσμένοι στο φιλόξενο σπίτι του Κώστα Ζουράρι. Είχα μάθει πως κυκλοφορούσε η ειδική έκδοση της Έρημης Χώρας, μόνο που τότε δεν ήταν εύκολο πράγμα οι παραγγελίες, ούτε περίσσευαν χρήματα για τέτοιες πολυτέλειες. Στο αγγλικό βιβλιοπωλείο του Παρισιού πάντως δεν υπήρχε καν ένα αντίτυπο. Ανέφερα το εκδοτικό γεγονός με όλο τον καημό του άπιαστου ονείρου κι αίφνης ο Ζουράρης που άκουγε, είπε. – Μα είναι ο Κούνδουρος στο Λονδίνο. Θα του τηλεφωνήσουμε και θα μας το φέρει !
Έτσι και έγινε. Ο Νίκος Κούνδουρος κουβάλησε τη μεγαλόσχημη έκδοση από το Λονδίνο στο Παρίσι και μου την έθεσε στα χέρια χωρίς να μου ζητήσει φράγκο. Νοσταλγώ την ευγένεια των χειρονομών. Νοσταλγώ τους αρχοντικούς ανθρώπους! Νοσταλγώ τους τόπους, όπου έζησαν άτομα ξεχωριστά.
Στην Εισαγωγή της, η Βαλερί Ελιοτ μεταφέρει και την αντίδραση του συζύγου της, όταν του ανακοίνωσαν ότι τα Ποιήματά του (1920) προτείνονταν για βραβείο, τη στιγμή που ο Πάουντ είχε αρχίσει να προκαλεί αντιπάθεια και να παραγκωνίζεται: «Το γεγονός είναι ότι δεν υπάρχει πια ένα αξιόλογο όργανο όπου μπορεί να εκφράζεται και αρχίζει να ξεχνιέται. Δεν αρκεί γιά τον Πάουντ να βγάζει μόνο και μόνο μια συλλογή το χρόνο ... διότι απλώς δεν θα κρίνεται και θα τον φάει η σιωπή». Και προσθέτει ο Ελιοτ: «Ξέρω πως η έλλειψη τάκτ που διακρίνει τον Εζρα του έχει κάνει πολύ κακό ... Θα ήταν όμως άδικο να βραβευθώ εγώ πριν από εκείνον.»
Δεν ήταν μόνο ότι στον Εζρα όφειλε ο Ελιοτ την αναγνώρισή του, διότι καμμιά αξία, όσο σπουδαία κι αν είναι, δεν επιβάλλεται στον κόσμο αφ’εαυτής, χρειάζεται ανθρώπους να την αναδείξουν. Ο Ελιοτ γνώριζε τί είχε κάνει ο Εζρα στον χώρο της ποιήσεως που είχε ακόμη μεγάλη βαρύτητα για το πνεύμα, και περισσότερο διαισθανόταν τί έμελλε να κάνει. Η ηφαιστειογενής δημιουργικότητα του Πάουντ δεν χώραγε βεβαίως στα δώματα του τάκτ και των σιωπηρών συναλλαγών. Πλην όμως «έπιανε» αμέσως τί άξιζε και το ανεδείκνυε με περισσή αρχοντιά. Και ενώ έτρεφε πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, δεν δίστασε να δηλώσει σ’ έναν κοινό φίλο: «Μετά τα ποιήματα του Ελιοτ, θα πρέπει να κλείσουμε τα μαγαζιά μας». Σε αντίθεση με τον Ελιοτ ωστόσο, θα έτρωγε τη ζωή του στον αποκλεισμό και την αποσιώπηση, όσο απίστευτο κι αν ηχεί στ’ αυτιά μας ! Δεν του καιγόταν καρφί ! Ίσα ίσα μάλιστα που συνεργούσε κι ο ίδιος εναντίον του εαυτού του. Απαιτούσε π.χ. υψηλότατα δικαιώματα για την αναδημοσίευση γραπτών του. Τόσο μάλιστα που στην οξφορδιανή ανθολογία της Νέας Αγγλικής Ποίησης (1892 – 1935), ο ανθολόγος και μέγας ποιητής W. B. Yeats εκφράζει τη λύπη του που δεν μπόρεσε να συμπεριλάβει περισσότερα ποιήματα του Πάουντ, λόγω του υψηλού κόστους αναδημοσιεύσεως. Μα η μεγάλη ειρωνεία είναι ότι, δέσμιος στο στρατόπεδο της Πίζας, ο Πάουντ θα εύρισκε στο αποχωρητήριο ένα αντίτυπο μιας χρηστικής ποιητικής ανθολογίας από την οποία απουσίαζε παντελώς.
Ξαναδιαβάζοντας τον μεγαλόσχημο τόμο, διαπιστώνω με κάποια έκπληξη πως οι νεανικές αντιδράσεις μου δεν άλλαξαν διόλου. Πολλοί είχαν υποστηρίξει τότε ότι το ποίημα ζημιώθηκε τελικώς από τις δραστικές περικοπές και αναπροσαρμογές. Όχι, το ποίημα έμεινε, γιατί το σμίλεψε ο Πάουντ. Αν είχε βγει με την αρχική του μορφή, δεν θα είχε την κοφτερή και καινοτόμο δύναμή του. Ισως να τρόμαξε κι ο ίδιος ο Ελιοτ. Γρήγορα άλλωστε θα άφηνε πίσω τον θρυμματισμένο κόσμο της κρυφοσεξουαλικής Ερημης Χώρας.
Στην ίδια έκδοση, μνημονεύεται από τον ποιητή Στέφεν Σπέντερ μια φράση του Ελιοτ, βαρυσήμαντη και όχι πολύ γνωστή: «Διάφοροι κριτικοί μου έκαναν την τιμή να ερμηνεύσουν το ποίημα με όρους κριτικής του σύγχρονου κόσμου, το θεώρησαν, πράγματι, ως ένα σημαντικό γραπτό κοινωνικής κριτικής. Για μένα δεν ήταν παρά μια στιγμή ανακούφισης από κάποια προσωπική και εντελώς ανούσια δυσφορία για τη ζωή∙ πρόκειται απλώς για ένα κομμάτι ρυθμικής κλάψας»!
Απίστευτο και όμως αληθινό! Ιδού πως αναιρούσε το αριστούργημά του ο ίδιος ο Έλιοτ και μαζί όλη την ποίηση του προσωπικού βιώματος, παρόλες τις «αντικειμενικές συστοιχίες» που τόσο θαυμάστηκαν στην εποχή του. Ποτέ δεν είπε τέτοιο πράγμα για τα Τέσσερα Κουαρτέτα, φερ’ ειπείν. Ούτε όμως έπαψε να συμπεριλαμβάνει την Έρημη Χώρα στην επανέκδοση των συλλογών του. Πάντως, για τον Ουίλλιαμ Κάρλος Ουίλλιαμς, τον άλλο σπουδαίο συμπατριώτη του Πάουντ και του Έλιοτ, η Έρημη Χώρα στάθηκε «η μεγάλη καταστροφή των γραμμάτων μας». Η απόφανση έχει οπωσδήποτε βάσιμους λόγους για τους αμερικανούς, τί θα ήταν όμως η δική μας νεώτερη ποίηση χωρίς την Έρημη Χώρα του Σεφέρη!
Κατά βάθος, η αντικειμενική συστοιχία του Ελιοτ δεν ήταν παρά το υποκατάστατο του κοινοῦ μύθου πάνω στην οποίον στηρίζονταν τα έργα τέχνης στις παραδοσιοκρατικές κοινωνίες. Μύθος της νεώτερης συνείδησης γινόταν πλέον η φωτισμένη ατομικότης που πασκίζει να βάλει τάξη στον κατακερματισμένο κόσμο που άφησε πίσω της η παράδοση.

Σήμερα, παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των δημιουργών του 20ού αι., η οικουμενική επιβολή της τεχνοκρατικής, επικοινωνιακής τάξεως, δεν αφήνει σχεδόν τίποτε όρθιο. Ούτε καν μια πνευματική οικογένεια για να ξέρεις τί λές και τί σκέπτεσαι, εξού και η αδυσώπητη σύγχυση της εποχής με την ολόχρυση αδιαφορία της. Ο μόνος δυνατός μύθος, αν μπορεί να ονομασθεί έτσι, είναι ο μύθος του οικειοθελούς ξερριζώματος. Αλλά κι αυτό δεν γίνεται χωρίς πνευματική οικογένεια. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: