Βλάσης Κανιάρης, Εικόνα, 1974, εγκατάσταση, μεικτή τεχνική, 210 x 130 x 70 εκ., Ιδιωτική συλλογή |
NΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ, Ο Όμηρος και το αλφάβητο, έκδοση
της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης
Η ιδέα ήταν να ξαναδιαβάσω τον Όμηρο. Ο Robert Graves στο έργο του The White Goddess αποκωδικοποιούσε
ποίηση, η οποία προερχόταν από την κελτική παράδοση, με τη βοήθεια αλφάβητων
όπως το Ogham και αυτό
έγειρε την επιθυμία μου να εγκύψω στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια.
Θέλησα να δω εάν ο αλφαβητικός τίτλος κάθε ραψωδίας συνδεόταν, με κάποιο τρόπο,
με το κείμενό της, δηλαδή εάν δεν αποτελούσε έναν απλό αριθμητικό δείκτη για τη
διάκρισή της από τις υπόλοιπες ραψωδίες. Όταν ξεκίνησα με την Α της Ιλιάδας,
την οποία είχα μεταφράσει κατά το ήμισυ παλαιότερα, διαπίστωσα την παρουσία
λέξεων που άρχιζαν με α- και που παρέπεμπαν στη θεματική της ραψωδίας
(παραδείγματος χάριν, η λέξη «αρητήρ», ιερέας, παραπέμπει στον πατέρα της
Χρυσηίδας, ο οποίος ικετεύει τους Αχαιούς να απελευθερώσουν την κόρη του, η
λέξη «αγορή» αναφέρεται στη συνέλευση των Ελλήνων, όπου ο Αχιλλέας έρχεται σε
ρήξη με τον Αγαμέμνονα). Μου φάνηκε ως ένα σημάδι. Βέβαια δεν σταμάτησα εκεί,
γιατί γνώριζα ότι στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες οι λέξεις οι οποίες ξεκινούν με
α- συνιστούν ένα μεγάλο ποσοστό, ώστε προχώρησα στην ανάγνωση των επόμενων
ραψωδιών και, σε ένα τρίτο στάδιο, στη μελέτη της Οδύσσειας. Υποπτευόμουν
όλο και περισσότερο πως δεν επέβαλλα στο ομηρικό κείμενο κάποιο έξωθεν σύστημα.
Προσπάθησα να προσεγγίσω με την ίδια μέθοδο όλα τα άλλα έπη που έχω διαβάσει,
χωρίς όμως αποτέλεσμα. Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια αποδεικνύονταν ως
προς αυτό το γνώρισμα μοναδικές, δηλαδή ως προς το ότι το γράμμα με το οποίο
επιτιτλίζεται η κάθε ραψωδία σχετίζεται με λέξεις που εντοπίζονται στο πλαίσιό
της και αναφέρονται σε βασικά σημεία της θεματολογίας της (λόγου χάρη, η μάχη
κοντά στις «νήας», στα πλοία, των Αχαιών περιλαμβάνεται στη Ν της Ιλιάδας,
η κατασκευή του «σάκεος», της ασπίδας, του Αχιλλέα από τον Ήφαιστο αναφέρεται
στη Σ ραψωδία της, ενώ στην κ της Οδύσσειας περιέχεται η περιπέτεια με
την Κίρκη).
Τον συγκεκριμένο κώδικα, στον οποίο φαίνονταν να υπόκεινται τα δύο
έπη, τον ονόμασα «ακροφωνικό». Μετά άρχισα να συγκρίνω τις αντίστοιχες ραψωδίες
στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια, βασισμένος στον ακροφωνικό κώδικα,
και να ανακαλύπτω κοινά στοιχεία. Για παράδειγμα, στη Β της Ιλιάδας έχουμε
τον εριστικό απέναντι στους βασιλείς Θερσίτη και στη β της Οδύσσειας την
αναφορά, στη διάρκεια της συνέλευσης την οποία συγκαλεί ο Τηλέμαχος, στην
απουσία του Οδυσσέα, του βασιλέα της Ιθάκης, άρα συναντάμε, στις δύο
ραψωδίες, ανάλογα θέματα που συνδέονται με την απειλή κατά της έννοιας του
ηγεμόνα. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές αναλογίες αποτελεί η αντιδιαστολή των γερόντων
προς τις γυναίκες στη Γ ραψωδία της Ιλιάδας και στη γ της Οδύσσειας:
Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για τους ηλικιωμένους Τρώες και την Ελένη κατά
την Τειχοσκοπία, στη δεύτερη για τον υπέργηρο Νέστορα και την πιο μικρή από τις
κόρες του, την Πολυκάστη, η οποία λούζει τον Τηλέμαχο.
Παρουσιάστηκε λοιπόν πλήθος ανταποκρίσεων ανάμεσα στα δύο έπη, πράγμα που
σημαίνει ότι θα μπορούσαμε να προβούμε στην παράλληλη ανάγνωσή τους, ως έργων
τα οποία είναι συνθεμένα με τον ίδιο κώδικα. Πιστεύω ότι η ανακάλυψη του
συγκεκριμένου κώδικα δίνει απαντήσεις σε διάφορα ζητήματα. Επιβεβαιώνεται,
λόγου χάρη, ότι ούτε ο χωρισμός των ραψωδιών είναι έργο των Αλεξανδρινών
φιλολόγων ούτε οι αλφαβητικοί τίτλοι δόθηκαν από αυτούς, αλλά οφείλονται και τα
δύο στον ποιητή των επών, όπως συμπεραίνεται και από το γεγονός ότι οι τελικές
αναμετρήσεις εμπίπτουν στο γράμμα χ, με το οποίο σημαίνεται η διασταύρωση των
αντιπάλων: στη Χ της Ιλιάδας περιλαμβάνονται η μονομαχία Αχιλλέα –
Έκτορα και ο θάνατος του δεύτερου, στη χ ραψωδία της Οδύσσειας περιγράφονται
η σύγκρουση του Οδυσσέα με τους μνηστήρες και ο φόνος των τελευταίων.
Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω ότι ο τρόπος ανάγνωσης των ομηρικών επών τον
οποίο ακολούθησα κατάγεται από τη μέθοδο του Claude Lévi-Strauss για την ανάλυση των
μύθων, που τροποποιημένη και εξελιγμένη απλώθηκε ύστερα και στη λογοτεχνία από
τον Roland Barthes,
τον Gérard Genette και άλλους μελετητές.
ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ
Πολύ συχνά προκύπτει
η επιστημολογική διαπίστωση ότι, όταν ξεκινά, σε οποιονδήποτε τομέα, μια
έρευνα, κάποια δεδομένα αποδομούν το κυρίαρχο παράδειγμα. Έτσι και στην
περίπτωση της «αιρετικής» υπόθεσης εργασίας του Νάνου Βαλαωρίτη, εμφανίζονται
υποστηρικτικά στοιχεία, τα οποία ας ονομαστούν «εξωτερικά» – εάν ως
«εσωτερικός» χαρακτηρισθεί ο τρόπος της τεκμηρίωσης της θεωρίας του που
εξηγείται από τον ίδιο πιο πάνω – και τα οποία αφορούν κυρίως σε ευρήματα και
συμπεράσματα εντοπιζόμενα στη σχετική διεθνή βιβλιογραφία. Μπορεί κάποιος να
ανατρέξει στην παρουσίαση του βιβλίου Ο Όμηρος και το αλφάβητο στο
περιοδικό Φιλόλογος στο τεύχος 144 του 2011 (σελίδες 290-295), ώστε να
πληροφορηθεί για αρκετά από αυτά. Εδώ θα δοθούν, ενδεικτικά, μερικά μόνο
στοιχεία, τα οποία συμβάλλουν στην τεκμηρίωση της θεωρίας του Βαλαωρίτη και
συνδέονται με τη δυνατότητα να κατείχε ο ίδιος ο δημιουργός της Ιλιάδας
και της Οδύσσειας την τεχνολογία της αλφαβητικής γραφής.
Το αλφάβητο
φαίνεται πως αρχίζει να χρησιμοποιείται στην Ελλάδα λίγο μετά το 800 π.Χ. Η πιο
πρώιμη και σχετικά προσφάτως ανακαλυφθείσα ελληνική επιγραφή, με πέντε
γράμματα, προέρχεται από τον αρχαιολογικό χώρο Gabii στο Λάτιο και χρονολογείται γύρω
στα 770 π.Χ., άρα προηγείται των ευρημάτων της Οινοχόης του Διπύλου (740-725
π.Χ.) και του Κυπέλλου του Νέστορα (735-720 π.Χ), που αντιμετωπίζονταν, μέχρι
λίγο καιρό πριν, ως τα παλαιότερα δείγματα της αλφαβητικής γραφής. Τα
προηγούμενα, συνδυαζόμενα με τον διαρκώς αυξανόμενο αριθμό των ερευνητών, οι
οποίοι τοποθετούν τον Όμηρο στον έβδομο αιώνα π.Χ. (ο Martin West τοποθετεί τη σύνθεση της
Ιλιάδας στα 670-640 π.Χ., με προτίμηση τη δεκαετία 660-650, ο Walter Burkert στο 660 π.Χ.) αντί
για τον όγδοο, όπως ήταν και είναι ακόμη σε σημαντικό ποσοστό η κυρίαρχη άποψη,
συνδράμουν στην υποστήριξη της θέσης ότι ο Όμηρος υπήρξε εγγράμματος: Η
απόσταση ανάμεσα στην εμφάνιση του αλφάβητου και στην οψιμότερα τώρα
καθορισμένη εποχή, όπου φέρεται να έζησε ο συνθέτης της Ιλιάδας και της Οδύσσειας,
σημαίνει τη δυνατότητα της αποδέσμευσης της ποιητικής δημιουργίας από τη
σύνθεση κατά την απαγγελία (composition in performance),
που προϋποτίθεται στο πλαίσιο της προφορικής κουλτούρας, το οποίο σχεδίασαν οι Milman Parry και Αlbert Lord· εξηγεί επιπλέον τη
διαφορά μεταξύ του σημαντικά εξελιγμένου σταδίου στη χρήση της γραφής, το οποίο
αντιπροσωπεύουν τα δύο έπη και των πρώτων άτεχνων εφαρμογών της τεχνολογίας του
αλφάβητου. Τις πιθανότητες για ένα εγγράμματο Όμηρο ενισχύει με τη σειρά της η
ιστορία της παράδοσης του κειμένου της Ιλιάδας και της Οδύσσειας,
αφού τα συμπεράσματά της κλίνουν, σε ικανό βαθμό, υπέρ μιας αρκετά πρώιμης
καταγραφής των δύο επών, ίσως και κατά την περίοδο της ζωής του ποιητή τους,
στηριζόμενα στο βασικό γνώρισμα των χειρογράφων, το οποίο είναι η από πολύ νωρίς
παγιωμένη μορφή του κειμένου τους.
Όπως σημειώθηκε
και πιο πάνω η ανάλυση και η ερμηνεία των ομηρικών επών από τον Νάνο Βαλαωρίτη
ανήκουν στον «αιρετικό» χώρο, γεγονός από το οποίο εξυπακούεται ότι εξαρχής
είχαν εγερθεί εναντίον τους αντιρρήσεις, των οποίων το πλήθος αναδείχθηκε και
πολλαπλασιάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στο κατάμεστο Θέατρο της
Ελληνοαμερικανικής Ένωσης στις 21 Μαρτίου του 2011. Αυτό ήταν ό,τι καλύτερο,
γιατί φαινόταν να αποτελεί την απαρχή ενός πολλά υποσχομένου διαλόγου βασισμένου
στα θετικά και στα αρνητικά για τη συγκεκριμένη θεωρία δεδομένα. Όμως παρά την
αίσια έναρξη δεν υπήρξε συνέχεια. Απέναντι στην υπόθεση εργασίας η οποία
ακολουθείται στο Ο Όμηρος και το αλφάβητο δεν τέθηκαν περαιτέρω
επιστημονικές αντιρρήσεις. Αντιθέτως, υψώθηκε στο εξής το φράγμα της σιωπής των
στερεότυπων βεβαιοτήτων, του κυρίαρχου δηλαδή φιλολογικού οικοδομήματος, το
οποίο απορρίπτει όσους παράγοντες απειλούν τα θεωρητικά θεμέλιά του. Ως
συνέπεια, αγνοήθηκε κατά πολύ ένα μοντέλο προσέγγισης της Ιλιάδας και
της Οδύσσειας, που όχι μόνο καταλήγει σε εξαιρετικές παρατηρήσεις,
ιδιαίτερα όσον αφορά στη διακειμενική επαφή των δύο επών, αλλά αντιστοιχίζεται
προς πολύ σύγχρονες μεθόδους εξέτασης των κειμένων, όπως το Distant Reading, τη μακρόθεν
ανάγνωση, μια πρακτική των ψηφιακών λογοτεχνικών σπουδών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου