ΔΙΗΓΗΜΑ
Ήταν ένα γεγονός ασυνήθιστο για μένα το
ότι εκείνο το πρωί μπήκα με τη Μαριάνα στο κατάστημα υποδημάτων «Το χρυσό
γοβάκι». Ασυνήθιστο, επειδή είχα χρόνια ν’ αγοράσω παπούτσια, όχι εξαιτίας
οικονομικής δυσχέρειας (αν και αυτό θα μπορούσε να είναι ένας λόγος), αλλά προπάντων
επειδή αρνιόμουνα εκ πεποιθήσεως αλλαγές και αντικαταστάσεις (μήπως υποκατάστατα;)
μόνο και μόνο για ν’ ακολουθώ πιστά τις επιταγές της τρέχουσας μόδας.
Η
Μαριάνα ήταν άλλης νοοτροπίας. Όταν έβλεπε σε μια βιτρίνα κάτι που της άρεζε,
έμπαινε μέσα και το αγόραζε με κλειστά μάτια, χωρίς, πολλές φορές, να το ‘χει
ανάγκη.
Τώρα
το αίτημα της Μαριάνας ήταν ολότελα συγκεκριμένο: πέδιλα, κατ’ εξοχήν μαύρα, να
παίρνουν αέρα τα πόδια της μέσα στην κάψα του καλοκαιριού, όπως έλεγε.
Άρχισε
να προβάρει το ένα ζευγάρι μετά το άλλο. Κανένα δεν της άρεζε. Κανένα δεν την
ικανοποιούσε απόλυτα.
Καθισμένη δίπλα της σ’ ένα σκαμπό κοίταζα
μια τα πόδια της Μαριάνας μια εκείνη, κι ένιωθα την αμηχανία ενός ηλίθιου. Δεν
εξέφραζα γνώμη. Δεν ήθελα να πάρω καμιά ευθύνη. Την άφηνα στη δική της εκλογή.
Κάποια στιγμή γύρισε και με κοίταξε σχεδόν με απόγνωση κι ήταν έτοιμη να ζητήσει
τη βοήθειά μου, αν και δεν πίστευα να την υπολόγιζε και πολύ.
Ομολογουμένως ήταν ολομόναχη σε μια
δύσκολη ώρα. Το καταλάβαινα αυτό επειδή άκουγα δίπλα μου βαριά την ανάσα της,
σαν να ανέβαινε σε κατακόρυφο βουνό.
Έσκυβε και κοίταζε επίμονα τα δάχτυλά
της που έχασκαν αστεία μέσα στα πέδιλα κι έβγαιναν από δεξιά κι από αριστερά
σαν να ‘θελαν να γλυτώσουν από τις μαύρες δαγκάνες των λεπτών δερμάτων, κι
εμένα μου φαίνονταν πέντε συν πέντε ασπρουδερά κεφάλια χελώνας έξω απ’ το μαύρο
καβούκι τους να σαλεύουν απεγνωσμένα μπροστά στον κίνδυνο μιας φανταστικής
απειλής.
Η υπάλληλος του καταστήματος έδειχνε
ιώβεια υπομονή, ενώ κάπου κάπου σκούπιζε διακριτικά με την ανάστροφη του χεριού
της έναν λεπτό ιδρώτα που διαγραφόταν όχι μόνο στο μέτωπό της αλλά και κάτω από
τη μύτη της σαν ένα ξεφτισμένο γυαλιστερό μουστάκι γεροντικού προσώπου.
Κάποια στιγμή η Μαριάνα σηκώθηκε απ’ το
δικό της σκαμπό κι έκανε μερικά διστακτικά βήματα φορώντας το … νιοστό πέδιλο.
Ήταν σαν να είχε στα πόδια της αλυσίδες κατάδικου που την εμπόδιζαν σ’ ένα
φυσικό, ελεύθερο βάδισμα.
Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη του
καταστήματος κι αντί να κοιτάζει από κει μέσα τα πόδια της με τα πέδιλα,
κάρφωσε το βλέμμα στο πρόσωπό της σαν να ‘θελε να εκμαιεύσει από ένα άλλο
πρόσωπο μια συγκατάθεση ή μια άρνηση.
Άρχισα να την λυπάμαι ειλικρινά και κοιτάζοντας
τάχα αδιάφορα απ’ το παράθυρο έξω στο δρόμο, «αυτά να πάρεις», της πέταξα με
μια φωνή που, αφού ανεπαίσθητα είχε γίνει αντιληπτή από μένα την ίδια, δεν
ήμουν καθόλου βέβαιη αν η Μαριάνα την είχε εισπράξει, επειδή εκείνη τη μέρα
είχε βουλώσει αναίτια το ένα της αυτί, ενώ έκπληκτη την άκουσα να λέει στην
υπάλληλο: «τυλίξτε τα», κι ήταν μια φωνή αλλόκοτη, μα την πίστη μου, που
αντήχησε μες στο κατάστημα σαν χτύπημα καμπάνας σε λάθος ώρα.
«Φόρεσέ τα από τώρα», της πρότεινα
τρυφερά. Γύρισε απότομα και με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα που το μισό έσταζε μελαγχολία
και τ’ άλλο μισό μια εχθρότητα σαν να την έσπρωχναν σ’ ένα γκρεμό απ' όπου δεν
μπορούσε να εμποδίσει την πτώση της.
«Δεν το 'χω σκοπό», είπε. Έχωσε τα πόδια
της μες στα παλιά της μοκασίνια και κατευθύνθηκε στο ταμείο μ’ ένα ρυθμό σαν να
ακολουθούσε κηδεία. Το σφιχτό γεροδεμένο σώμα της απ’ τις πολύχρονες πορείες
και αναβάσεις στα βουνά μ’ έναν όμιλο ορειβατών, θαρρείς είχε αποκτήσει το
βάρος και την πλαδαρότητα μιας μεσόκοπης γυναίκας.
Πήρε το πακέτο μες σε μια σακούλα και
βγήκαμε στο δρόμο αμίλητες, ενώ πίσω μας: «κυρία, κυρία, τα ρέστα σας», η φωνή
της ταμεία. Η Μαριάνα, χωρίς να στρέψει καν το κεφάλι της έκανε μονάχα με το
χέρι της μια χειρονομία αρνητική, ίσως απαξιωτική –δεν ξέρω πώς να την ερμηνεύσω–
με τράβηξε σχεδόν βάρβαρα απ’ το μανίκι να ταχύνουμε το βήμα, και σαν κάποιος
να μας κυνηγούσε φτάσαμε ασθμαίνοντας στη στάση του λεωφορείου της.
Ανέβηκε χωρίς καν να με κοιτάξει, ούτε
ένα γεια δεν μου είπε, χώθηκε μες στον κόσμο, την έχασα απ’ τα μάτια μου, ενώ
κάτι μου έλεγε πως αυτά τα πέδιλα δεν επρόκειτο να τα φορέσει ποτέ.
Μαρία Κέντρου- Αγαθοπούλου
Χρήστος Βαγιάτας, It never happened, άποψη της έκθεσης |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου