ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ
Θόδωρος, Οθόνη Μαυροπίνακας, 1974 |
Στις 18 Νοεμβρίου, ημέρα
Τετάρτη που γιόρταζε ο μεγαλομάρτυς Πλάτων, ήμουν καλεσμένος στην «Ακαδημία του
γενναιόδωρου επαίνου» («Academia de generoso elogio»), απέναντι από το «Club Naútico». Αυτή τη φορά, επίσης χωρίς αμοιβή,
επέλεξα το θέμα: Από τον πλατωνικό «οὐ
τόπον» στον Thomas Morus.
Ευσύνοπτα:
ψάχνουμε να βρούμε ό,τι προτάσσεται στην αρχική έκδοση του Libellus vere aureus […] deque nova insula Utopia,
δηλαδή μια επιστολή (1516). Όχι για να ασκήσουμε τη γραμματολογική μας
περιέργεια αλλά για να εννοήσουμε τον μηχανισμό σκέψης του Ραφαήλ: «πολλά και
διάφορα διαδίδονται γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Άλλοι νομίζουν πως χάθηκε
ταξιδεύοντας. Άλλοι πάλι πως ξαναγύρισε στην πατρίδα του. Κι άλλοι πως
ξαναπήγε στην Ουτοπία, είτε γιατί ήταν συνεπαρμένος από τη γοητεία της είτε
γιατί δεν μπορούσε να βαστάξει τις συνήθειες του τόπου του».
Συνιστά
οξύμωρο το εγχείρημα να οριοθετήσεις εκείνο που δεν έχει «τόπο» στην εποχή σου;
Δηλαδή, να ανατάμεις ένα γίγνεσθαι που προφανώς ακόμη δεν έχει συντελεσθεί; Κι
αν μάλιστα σε διακατέχει μια περιφρονητική στάση για τα ουτοπικά σχεδιάσματα,
δηλαδή για να τα αντιμετωπίζεις σαν «άχρηστες φαντασιώσεις και οράματα των
φιλοσόφων για να περάσουν τον καιρό τους και να εξασκήσουν το μυαλό τους», τότε
η προκατανόηση για ό,τι φαίνεται να συμβαίνει δεν επιτρέπει καμία παραχώρηση σε
ό,τι υπερβαίνει το υπάρχον; Δηλαδή, καθίσταται περιττός ο μηχανισμός εκείνος
που σου επιτρέπει να διαχειρίζεσαι το «αδύνατο ως δυνατό».
Εξακολουθεί
να παραμένει χρήσιμη η υπόδειξη ότι «εκείνο που κατηγορείται σαν ‘ουτοπία’ δεν
είναι πια ό,τι ‘δεν έχει τόπο’ και επομένως δεν έχει κάποια θέση μέσα στο
ιστορικό σύμπαν, αλλά μάλλον εκείνο που εμποδίζεται να γεννηθεί από την εξουσία
των κατεστημένων κοινωνιών». Συναφώς, η διαλεκτική της ουτοπικής δημιουργίας
δεν αποτελεί ex
definitione
κάποια μόνο «θετική υπέρβαση» («positive
Aufhebung»)
του παρόντος, αλλά και τη σκιαγράφηση του απευκταίου που συνιστά την «αρνητική»
του υπέρβαση. Τούτο, συνακόλουθα, σημαίνει ότι η πολλαπλότητα των διακυβευμάτων
προϋποθέτει το συγκεκριμένο τρόπο αντιμετώπισης της υπάρχουσας κοινωνίας, με
ιδεολογικά σύνολα και υποσύνολα που αντιστοιχούν – διαμεσολαβημένα ή όχι- σε ορισμένη πολιτική πρακτική. Γι’ αυτό
ένας πολιτικός, του προηγούμενου αιώνα, δεν δίσταζε να συμβουλεύει ότι «πρέπει
να ονειροπολούμε».
Για
να δοκιμασθεί κάθε απόπειρα διαχείρισης του «αδύνατου» ως «δυνατού»
προϋποτίθεται η διακρίβωση των μορφών γείωσης των ουτοπικών σχεδιασμάτων στο
παρόν που τα κυοφορεί, με συγκεκριμένες ιστορικές δυνάμεις που αντιτίθεται στην
ανάδυσή τους. Έτσι, κάθε φορά το αρχικό βήμα αφορά την κατανόηση των συνιστωσών
της σημερινής κοινωνίας, ώστε να τεθεί αβίαστα το ερώτημα σε ποια
«πραγματικότητα» ζούμε και συνακόλουθα πώς και γιατί στοιχειοθετείται η
«αντι–κοινωνία», στο πλαίσιο μιας «ρεαλιστικής ουτοπίας». Σ’ αυτήν ακριβώς τη
διεργασία η κοινωνική κριτική δεν «παράγει» μόνο ένα αντικείμενο για τα
υποκείμενα που το οριοθετούν, αλλά και αντίστροφα, τα υποκείμενα για το
αντικείμενο που διαγράφεται ως ιστορική αναγκαιότητα υπέρβασης του παρόντος.
Ως «άσκηση» για τη φροντιστηριακή συνάντηση του απογεύματος έθεσα
τα εξής ερωτήματα: η «κοινωνική ποίηση» προσιδιάζει μόνο στους «κοινωνικούς
αλχημιστές»∙ όταν γράφεται ένα ουτοπικό σχεδίασμα μήπως δεν έχουν γίνει «ορατά»
τα «στοιχεία» της «νέας κοινωνίας»∙ τι διαδέχεται κάθε φορά τον «ουτοπικό
σοσιαλισμό»∙ πόσο βολική είναι η διάκριση «τακτικής» και «στρατηγικής»∙ τι
επικαιροποιεί κάθε φορά την «ιστορική διαλεκτική», με ποιο «προσάναμμα∙ ποια
νέα «ευαισθησία» συνάγεται από νεοπαγείς μορφές συλλογικότητας∙ πώς στήνονται
εστίες πολιτικής παιδείας και κοινωνικών αντισωμάτων∙ τι δεν καπηλεύεται τα
κοινωνικά και πολιτικά «αντίδοτα»∙ πώς θραύεται ο γυάλινος πύργος της
αυταρέσκειας∙ ποιους φοβίζουν οι «νεολογισμοί»∙ σε ποια αιώρα συγκροτείται η
δυαδική «πληρότητα»∙ γιατί μας κανακεύει το μέλλον∙ ποιοι είναι οι δείκτες της
«αφοβίας». Και προφανώς όσα άλλα θα μπορούσαν να προσθέσουν, με μια προϋπόθεση:
«πέσμου πώς ψάχνεις για να σου πω τί ψάχνεις». Ίσως έτσι να μην
περιπέσουν σε καταστάσεις που «φουσκώνουν τις ουτοπίες όσο να σκάσουν σαν
μπαλόνι», μια και οι «απαντήσεις» μπορούν γρήγορα να «γεννούν χιλιάδες νέα
ερωτήματα»….
*
Δεν έχω καμιά αντίρρηση η
νεολαία, με τα μανίκια ανεβασμένα ήδη από το λυκαυγές, να επιμένει ότι ο
«στρατηγικός» της στόχος είναι ο «σοσιαλισμός του 21ου αιώνα». Μόνο
που πέρασαν κιόλας δεκαπέντε χρόνια και πρέπει να επιταχύνουμε για να πιάσει η
ευχή μου: «¡Á su éxito!»-«Στην επιτυχία σας!». Όμως στο πρόγραμμα των τελευταίων
κοινοβουλευτικών εκλογών η εστίαση βρίσκεται στο «ριζοσπαστικό δημοκρατικό
μετασχηματισμό του κράτους» και στην «αναβάθμιση» της οικογένειας…
*
Mario, σε λίγους μήνες κι εσείς θα
τιμήσετε τη μισή χιλιετία της Utopia (1516). Και επειδή κι εμείς μπορεί
να προχειρογραφούμε γι’ αυτό το θέμα προλαβαίνω να αναρτήσω, μέσω της
ιστοσελίδας των φίλων της Λέσχης: «Όαση μετά απ’ τον ερημότοπο» («Campo desde los cerros», κατά το στίχο του Neruda), ορισμένα κείμενά μου. Προφανώς τη
διδακτορική μου διατριβή (1979) αλλά και όσα επακολούθησαν. Ενδεικτικά,
βέβαια: για τα «αμερικανικά ουτοπικά
πειράματα» και την Encyclopedia of Utopian Literature το:
Στην αυγή του νέου αιώνα (2002: 260,
406/7)∙ για τα «συντρίμμια τα μονόξυλα στη γη της Ουτοπίας» το: Πώς η Ιστορία γίνεται παρελθόν (2009:
266-269, 272)∙ για την ελληνική μετάφραση της Ουτοπίας το: Προστρίψεις στο
πεδίο της λογοτεχνίας (2008: 372-376)∙ για τις μικροπρέπειες του ιστορικού
της «Αποκάλυψης» το: «Σκυλεύεται» η
ιστορία; (2012: 40)∙ για το «καφε-μπάρ»
της Μήλου «Utopia» το: Κοινωνική και
πολιτική αγορατολμία (2013: 88/89, 136/137)∙ για την «ουτοπία της γραφής»
το: Επινοώντας αντίδοτα (2012:
191-195)∙ για τις εκτιμήσεις των Marx και Engels το: Ο Marx στον καθρέφτη (2014: 261-268).
[Από το βιβλίο: «Αριστερά» και «στίβος» που κυκλοφόρησε
αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις «Παπαζήση»]
Ο Παναγιώτης Νούτσος
είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου
Ιωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου