Ένα παλιό τραύμα, μια ανάμνηση από αλλοτινούς καιρούς, μια θαμπή θύμηση
ενός προσώπου, απασχολούσαν τον ερημίτη μέρες τώρα. Όμως κατά βάθος ήξερε ότι
όλα αυτά δεν είχαν σημασία. Ο χρόνος είχε αδειάσει.
Πήρε τον δρόμο του κατά το κονάκι του Αλβανού καλλιτέχνη φίλου του. Ήθελε
να δει τι καινούργιο έβγαζε το φλογισμένο μυαλό του. Όσο ήσυχος κι αν ήταν όλες
τις άλλες ώρες, όταν καθόταν μπροστά στο καβαλέτο κι έπιανε το πινέλο δεν
έβλεπε τίποτε και δεν άκουγε τίποτε. Ο ερημίτης κοιτούσε σιωπηλός και ο Αλβανός
φίλος του ζωγράφιζε.
Το κονάκι του είχε θέα τη θάλασσα. Όμως ο ερημίτης είχε άλλα στο νου του
για σήμερα. Είχε πολλές απορίες για την πορεία του φίλου του. Σημεία περίεργα
που πάντα του σκιάζαν το πρόσωπο. Μια ζωή που είχε παράξενη ρότα. Δεν πίστευε
ποτέ ότι αυτά τα πάνω κάτω της ζωής του φίλου του τον είχαν αλλάξει κατά βάθος.
Θεωρούσε επίσης ότι ο φίλος εξέπεμπε έναν ερωτισμό ενδιαφέροντα. Όλες οι
κινήσεις του είχαν ένα χορευτικό στυλ, ενός χορού βαλκάνιου, συρτού με μια νότα
ευρωπαϊκή, αλλά στο εσωτερικό του υπήρχε ένα λυγμικό ταγκό.
Ο ήλιος είχε ανέβει πάνω από την θάλασσα, όταν έφτασε στο κονάκι του φίλου
του. Εκείνος είχε σταματήσει να ζωγραφίζει και τραγουδούσε, ένα παλιό ελληνικό
τραγούδι. «Μια ζωή συνενοχή και πώς γουστάρω/ τα πιο μεγάλα ψέματα στα πιο αθώα
βλέμματα...». Πού ήσουν συνένοχος και ποιούς απάτησες, ρώτησε τον φίλο του.
Εκείνος σταμάτησε, τον κοίταξε με ένα μελαγχολικό βλέμμα και του είπε απλά: «Τον
πρώτο που απάτησα, είναι ο εαυτός μου. Συνένοχος υπήρξα στις δικές μου
ψευδαισθήσεις. Από κει ξεκίνησαν όλα, γι' αυτό πάντα δεν ζω μια ζωή στο μυαλό
μου. Πάντα περπατώ σε διαφορετικούς δρόμους».
Το βλέμμα του ερημίτη έπεσε πάνω στον τοίχο. Μια ζωγραφιά του κίνησε την
περιέργεια. Ο φίλος του είχε κάνει μια Παναγιά που το στήθος της έβγαινε γυμνό
και δίπλα της σκυφτός πάνω στο στήθος της ήταν ένας Μάρκος ευαγγελιστής.
Παράξενο σύμπλεγμα. Ο ερημίτης ταράχτηκε. Το πρόσωπο του Μάρκου ήταν αυτό που
τον συγκλόνισε.
Ήταν σαν να έβλεπε σε κείνο το πρόσωπο το Άουσβιτς ενωμένο με το γοητευτικό
πονεμένο πρόσωπο ενός εφήβου. Και η Παναγιά είχε ύφος καθόλα γυναικείο, αλλά
συνάμα και μητρικό. Γύρισε στον ζωγράφο και του είπε: «Αυτός ο πίνακας είναι
φτιαγμένος με μνήμη και αίμα. Είναι μια σπουδή την ερημία και στην αγάπη. Είναι
μια σπουδή σε όλα όσα διακόνησα από τα νιάτα μου μέχρι σήμερα».
Αφίσα Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργατών της Ελλάδος,
1936-1941, Τυπογραφείο «Ασπιώτη – ΕΛΚΑ», Κληροδότημα Αλέξανδρου Θ. Μπενάκη, Συλλογή Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείου Αλέξανδρου Σούτζου |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου