12/6/16

Διαφωτισμένη δικαιοσύνη

ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΗΣ ΑΡ. ΝΤΑΤΣΗ

Μπία Ντάβου, Επιτάφιος, 1990, ξύλο, χαρτί, κόλλες, μάρμαρο, Δωρεά του Ζάφου Ξαγοράρη, Συλλογή Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης


ΣΑΡΑΝΤΗΣ Κ. ΟΡΦΑΝΟΥΔΑΚΗΣ, Χριστόδουλος Κλονάρης. Πρώτος πρόεδρος του Αρείου Πάγου. Από το ορεινό Λιασκοβέτσι Ζαγορίου στη δίνη της Εθνεγερσίας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 320
 
Το βιβλίο του συνταγματολόγου Σαράντη Ορφανουδάκη, που τον σημάδεψε αδόκητα ο θάνατος, έχει ως σημείο αναφοράς ένα έξυπνο παιδί που γεννήθηκε στο Λιασκοβέτσι Ζαγορίου το 1788, σε μια φτωχή και ταπεινή οικογένεια, τον Χριστόδουλο Κλονάρη. Το εγχείρημα του Ορφανουδάκη δεν εξαντλείται στη συγγραφή του βιογραφικού μιας σημαντικής προσωπικότητας του 19ου αιώνα που συνέβαλε στη θεσμική και δικαιική συγκρότηση του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, αλλά όπως γράφει ο ίδιος, η συγγραφή του «εκτεινόταν και στην προσπάθεια να τοποθετηθεί η προσωπικότητα του Κλονάρη στο πλαίσιο των περιστάσεων και, γιατί όχι, να επιχειρηθεί και η ανίχνευση των καταβολών που επηρέασαν τη σκέψη του και την εν γένει συμμετοχή του στα κοινά» (σ. 293).
Πράγματι, το πλαίσιο των περιστάσεων δίνει στο βιβλίο το εύρος και το πλέγμα των αναφορών που καθιστούν κατανοητή τη σταδιοδρομία ενός ταπεινού χωριατόπαιδου, ενώ παράλληλα συνιστά μια παράμετρο ιστορικής αυτογνωσίας. Με την νομική και ιδιαίτερα την συνταγματική αλλά και την ιστορική του κατάρτιση, αξίες διαθλασμένες στην υπερευαίσθητη διάνοια και στο γενναιόδωρο φρόνημα που τον σημάδευαν, ο Ορφανουδάκης ιχνηλατεί την ελληνική πραγματικότητα λίγο πριν και αρκετά μετά, την κρίσιμη συγκυρία της Επανάστασης του 1821.

Ο Κλονάρης γεννήθηκε σε μια εποχή που εγκυμονούσε πολυεπίπεδες ρήξεις και ευαγγελιζόταν ευοίωνους χρόνους∙ σε μια εποχή μεταβάσεων και ανατροπών. Στα τέλη του 18ου και σχεδόν στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, τα ανοίγματα που αφορούσαν στην οικονομία με την ανάπτυξη του εμπορίου, στην ενθάρρυνση της εθνικής ανεξαρτησίας των υπόδουλων λαών και στη διαμόρφωση μιας πνευματικής elite που συμμεριζόταν το κληροδότημα των διαφωτιστικών ιδεών της Ευρώπης, ήταν διακριτή στον Βαλκανικό χώρο με πρωτοπόρα την ελληνική εθνότητα. Σημείο αναφοράς η ΒΔ Ελλάδα και ενδεικτική περίπτωση η πόλη των Ιωαννίνων και η ενδοχώρα της∙ αξιοσημείωτη υπήρξε, λίγο πριν την Επανάσταση, η κίνηση για τη δημιουργία αυτόνομης Ηγεμονίας των Ζαγοροχωρίων, με παρακόλουθο την ίδρυση «Κεντρικής Επιστημονικής Σχολής». Συναρτημένη με τα παραπάνω, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, ήταν η πρόνοια για τη διαμόρφωση στελεχών, ικανών να καλύψουν τις λειτουργικές ανάγκες του εγχειρήματος (σ. 32)∙ με δεδομένο φυσικά ότι οι προϋποθέσεις για τη συγκρότηση μιας κατηγορίας πεπαιδευμένων με εξειδικευμένες γνώσεις (ιατρικής, νομικής κλπ.) είχαν ήδη δρομολογηθεί από την ανάπτυξη των εμπορικών και πνευματικών διαδρομών που συνέδεαν τον εντόπιο πληθυσμό με τη διευρυμένη Βαλκανική επικράτεια και με τη Δυτική Ευρώπη.
Οι πηγές για τα πρώτα χρόνια αλλά και γενικά για την ιδιωτική ζωή του Χριστόδουλου Κλονάρη είναι περιορισμένες. Αντίθετα, η δημόσια εικόνα του, όπως προκύπτει από τη συμμετοχή του σε θεσμικά όργανα και πολιτικά αξιώματα, καθώς και από κείμενα του ίδιου (επιστολές, αγορεύσεις και ομιλίες, μαρτυρίες για τις δικαιικές και τις συναρτημένες με αυτές πολιτικές παρεμβάσεις του, λανθάνουσες πληροφορίες σε παράπλευρα κείμενα) είναι διακριτή και αξιόλογη. Πρόκειται για ένα στίγμα ζωής που διαλέγεται με τις, υπό συγκρότηση, πολιτικές και δικαιικές δομές του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και αρθρώνεται σε σφαίρες ετεροκαθορισμένων δράσεων. Και ακριβώς τις κρίσιμες τομές αυτού του δημόσιου διαλόγου οικονόμησε με επιστημονική ακρίβεια ο Σαράντης Ορφανουδάκης.
Η πρώτη σφαίρα δράσεων αφορά στην παιδεία του Κλονάρη. Ο συγγραφέας διατρέχει τα κομβικά σημεία της εγγραμματοσύνης του μικρού Χριστόδουλου, με τη συγγνωστή ταχύτητα που υπαγορεύουν τα λιγοστά τεκμήρια. Πρώτα γράμματα στη γενέτειρα από τον ιερέα του χωριού∙ ακολουθούν τα Αμπελάκια, το Ελληνικό Σχολείο της Ραψάνης και στην ηλικία των 20 χρονών τον βρίσκομε ήδη υποδιδάσκαλο στην «Σχολή της Κοζάνης». Εδώ, μαζί με το προφορικό σύστημα παιδείας με το οποίο τον είχε εξοπλίσει το καταγωγικό του περιβάλλον, τελειώνει και η εγγράματη μαθητεία του Κλονάρη στα πλαίσια των δυνατοτήτων της ελληνικής ενδοχώρας. Ακολουθεί η μαθητεία του έξω από τα γεωγραφικά της όρια, με διάμεσο σταθμό το Βουκουρέστι. Στην «Αυθεντική Σχολή» του Βουκουρεστίου, Ελληνικό σχολείο με ανοιχτούς ορίζοντες στις επιστήμες και στα γράμματα, διαμορφώνονται οι βουλές του νομικού και πολιτικού μέλλοντος του νεαρού Κλονάρη.
Το 1817, 25 χρονών, το προικισμένο παιδί από τα Ζαγόρια φθάνει στο Παρίσι∙ θα παραμείνει στην πόλη των Φώτων έως το 1825, οπότε θα κατέβει στην επαναστατημένη Ελλάδα. Ο Ορφανουδάκης στηριγμένος στις περιορισμένες ειδήσεις για την εξειδικευμένη, ανώτατη παιδεία του και στις σχετικά επαρκείς για την εκεί παραμονή του αναφορές, με συνδυαστική και κριτική σκέψη, σκιαγραφεί τους όρους και τα όρια της πνευματικής συγκρότησης του Κλονάρη. Στο Παρίσι ο κύκλος Κοραή με τον οποίο συναναστρέφεται λειτουργεί ως άτυπο ίδρυμα ανώτατης παιδείας. Εκεί διαμορφώνονται συνειδήσεις με σημείο αναφοράς τις ιδέες του διαφωτισμού και συσπειρώνονται πρόσωπα σαφώς υποψιασμένα για την κυοφορούμενη Επανάσταση του υπόδουλου Ελληνισμού∙ μια σπουδάζουσα, αλλά ετεροκαθορισμένη ως προς τις κοινωνικές καταβολές της νεότητα, αποφασισμένη να συμμετέχει με την πολυσχιδή δυναμική της στη συγκρότηση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Η πνευματική εκκόλαψη του Κλονάρη σφραγίζεται από το σύστημα σκέψης του Κοραή και κοντά του δραστηριοπoιείται πολιτικά συμμετέχοντας στο Ελληνικό Διευθυντήριο των Παρισίων που εκείνος συγκρότησε∙ από το άλλο μέρος, ο Μαυροκορδάτος και ο κύκλος του ορίζουν εν πολλοίς τις πολιτικές επιλογές του, τις οποίες με συνέπεια θα τηρήσει, ενώ οι νομικές σπουδές του παγιώνουν το ήθος της πολιτικής και δικαιικής του δράσης. Αξιοσημείωτη είναι η συμβολή του στην προσπάθεια του C. Fauriel να συγκροτήσει το corpus των Ελληνικών Δημοτικών Τραγουδιών. Παράλληλα, σε βάθος χρόνου, σημαντικά υπήρξαν τα συναπαντήματα του Κλονάρη με προσωπικότητες του ευρύτερου κύκλου του Αλ. Μαυροκορδάτου, όπως των: Αν. Πολυζωίδη, Γ. Πραϊδη, Γ. Σπανιολάκη Γ. Ψύλλα και Σπυρίδωνα Τρικούπη. Ωστόσο, στον κύκλο του Μαυροκορδάτου ανήκαν και δύο άλλα εμβληματικά ως προς τη σχέση τους με τον Κλονάρη, πρόσωπα: οι Ι. Ορλάνδος και Α. Λουριώτης∙ πρόσωπα που εμπλέκονται στα πρώτα δάνεια των άγγλων τραπεζιτών προς τους επαναστατημένους Έλληνες. Εδώ οφείλεται και το παράπλευρο συναπάντημα του Κλονάρη με τον ποιητή Ανδρέα Κάλβο[1].
Το 1825 ο Κλονάρης κατεβαίνει στην επαναστατημένη Ελλάδα. Η νομική του παιδεία και η δεδηλωμένη βούλησή του να συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση των δικαιικών και πολιτειακών θεσμών ανοίγουν μπροστά του πεδία δράσης και δοκιμασιών. Κατεβαίνει σε μια υπό διαμόρφωση πατρίδα που αγωνίζεται να αυτοπροσδιοριστεί και να αναγνωριστεί ως εθνική και πολιτική οντότητα∙ τα μέτωπα πολλά, με οξείς εσωτερικούς ανταγωνισμούς που διαχειρίζονται οι Προστάτιδες Δυνάμεις, με απώτερο στόχο τον έλεγχο της γεωπολιτικής προοπτικής της χώρας και πάντα με αιχμή την αποτροπή της ρωσικής διείσδυσης στην Ανατολική Μεσόγειο. Σε αυτό το σκηνικό το αίτημα πολιτικής διαχείρισης της επαναστατικής πραγματικότητας οδήγησε στη σύνταξη των δύο πρώτων Καταστατικών Χαρτών (Προσωρινά Πολιτεύματα Επιδαύρου και Άστρους). Στη διαμόρφωση του τρίτου κατά σειράν, του Συντάγματος της Τροιζήνας συμμετείχε και ο Κλονάρης. Πρόκειται για ένα κρίσιμο κεφάλαιο της πραγματείας του Ορφανουδάκη, το οποίο ο συγγραφέας, γνώστης της συνταγματικής ιστορίας της χώρας παρακολουθεί εν εγρηγόρσει, διαλεγόμενος με τα πρόσωπα, τις ιδέες, τις αρχές, τις αντικρουόμενες αξιολογήσεις αλλά και τις τύχες του τελευταίου Συντάγματος, ιδιαίτερα μετά την έλευση του Ι. Καποδίστρια.
Με την ίδια επαγρύπνηση ο συγγραφέας παρακολουθεί τη συμβολή του Κλονάρη στο νομοθετικό έργο του Ι. Καποδίστρια, τονίζοντας την εμπιστοσύνη του Κυβερνήτη στον καταξιωμένο νομικό τον οποίο διορίζει μέλος στο Συμβούλιον Πανελλήνιο, [23-1-1828], στη συνέχεια στην τριμελή νομοπαρασκευαστική Επιτροπή [29-3-1828] και το 1829 τού αναθέτει το λειτούργημα του Δημόσιου Συνηγόρου (Εισαγγελέα) στο αρτισύστατο Ανέκκλητον Κριτήριον. Στον «εισόδιο λόγο του», τον οποίο ο Ορφανουδάκης με εμβρίθεια αναλύει, απηχείται η σκέψη πολιτικών φιλοσόφων «που θεωρούνται ως οι ‘καταβολές’, άλλως οι ‘ενθέσεις’ του φιλελεύθερου συνταγματισμού» (σ. 145). Παράλληλα καταγράφει και αναδεικνύει τις συναινέσεις, τις διαφωνίες και τους ενδοιασμούς του σχετικά με νομοθετικές προδιαγραφές όπως λ.χ. η νομική κύρωση του εθιμικού δικαίου (σ.132, 135) ή η υιοθέτηση της αρχής της επιείκειας. Η προσέγγιση της προσωπικότητας του εκσυγχρονιστή Κλονάρη από τον συγγραφέα είναι πολυεπίπεδη και στοιχειοθετείται ως κατοπτρισμός του διάλογου της με τις θεσμικές, δομικού χαρακτήρα σταθερές, μιας αστάθμητης ιστορικής συγκυρίας. Ωστόσο οι δύσκολοι καιροί διασαλεύουν τις βεβαιότητες, και ο Κλονάρης με αφορμή την υπόθεση Φαρμακίδη, απομακρύνεται από τη θέση του Δημόσιου Συνηγόρου [13-7-1830].
Η περαιτέρω σταδιοδρομία του κατανέμεται στις εξίσου δύσκολες συγκυρίες που ακολουθούν τη δολοφονία του Ι. Καποδίστρια. Η νέα κατάσταση εγκαινιάζει για τον έγκριτο Ηπειρώτη, όπως δηλώνεται και στον τίτλο του 8ου κεφ. του βιβλίου «Ο Κλονάρης στο Διοικητικό προσκήνιο» μια προϊούσα πολιτειακή καταξίωση. Ο συγγραφέας μας δίνει μια εμπεριστατωμένη εικόνα αυτής της διαδρομής, εξετάζοντας και κρίνοντας τις νομικές, δικαιικές και πολιτικές επιλογές του Κλονάρη και τις συνάφειές τους με τα δραματικά συμβάντα των καιρών. Στο ταραγμένο διάστημα που ακολουθεί τη δολοφονία του Κυβερνήτη ο Κλονάρης αναλαμβάνει το υπουργείο Δικαιοσύνης, συμμετέχει δηλαδή στο πενταμελές Συμβούλιο των Γραμματέων (Υπουργικό Συμβούλιο). Η σύνταξη ενός νέου «Οργανισμού Δικαστηρίων» συνιστά το πρώτο του εγχείρημα ως δημόσιου λειτουργού. Πρόκειται, όπως επισημαίνει ο Ορφανουδάκης, για έναν κώδικα δικαιοδοσίας με θεωρητική τεκμηρίωση και τολμηρές προτάσεις αναδιοργάνωσης της λειτουργίας του δικαστηρίων, μεταξύ των οποίων και το άρθρο για τη «δημοσιότητα των συνεδριάσεων των Δικαστηρίων». Ο Κλονάρης και μετά την άφιξη του Όθωνα [6-2-1833], παρέμεινε υπουργός Δικαίου στην υπό τον Σπ. Τρικούπη κυβέρνηση μέχρι τις 13-4-1833, οπότε και αντικαταστάθηκε από τον Γ. Πραΐδη. Στο διάστημα της διοικητικής του αργίας, υπό το καθεστώς της Αντιβασιλείας, υπερασπίστηκε στη δίκη Κολοκοτρώνη τον Δ. Πλαπούτα συμβάλλοντας αποφασιστικά, όπως επισημαίνει ο Σ. Ορφανουδάκης, στην αποτροπή της καταδίκης σε θάνατο των δύο αγωνιστών.
Η συμβολή του στην διαμόρφωση δικαιοδοτικών κωδίκων είναι αισθητή και στην προσπάθεια της Αντιβασιλείας να αναδιαρθρώσει, με τον εντεταλμένο Αντιβασιλέα Γ. Λ. Μάουρερ το δικαιικό σύστημα της χώρας. Αιχμή αυτής της συνεργασίας ήταν για άλλη μια φορά το εθιμικό δίκαιο και αποκαλυπτική η συναφής μαρτυρία του Μάουρερ: «Παρακάλεσα στην αρχή ιδιώτες και εμπόρους να με διαφωτίσουν, αλλά πέρασαν μήνες και δεν είχε γίνει τίποτε. Σκέφτηκε τότε ο υπουργός Δικαιοσύνης, κ. Κλονάρης να συντάξει ένα ερωτηματολόγιο πάνω σε βασικά θέματα που ρυθμίζονται συνήθως σύμφωνα με τα έθιμα του κάθε τόπου, και να ζητήσει από τα δικαστήρια και τις κοινότητες μιαν επίσημη απάντηση» [2].
Δύο ακόμη γεγονότα του 1835 κορυφώνουν την νομική και πολιτική καταξίωση του Κλονάρη: ο διορισμός του στη θέση του Προέδρου στον νεοσύστατο Άρειο Πάγο [13/1/1835] και ταυτόχρονα στο Οθωνικό Συμβούλιο Επικρατείας. Τελικά θα αποβιώσει πρόωρα το 1849, ως Πρόεδρος του Αρείου Πάγου. Ο Ορφανουδάκης αναδεικνύει δύο ακόμη κρίσιμες στιγμές της σταδιοδρομίας του Κλονάρη αυτής της περιόδου: το θέμα της αυτοχθονίας και τη στάση του ως Συμβούλου της Επικρατείας τη νύχτα της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843. Και στα δύο η πολιτική σκέψη του, εμποτισμένη, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, από τις διαφωτιστικές ιδέες ως εμπράγματες αξίες «ρεαλιστικής πολιτικής» τον οδήγησαν σε αποφάσεις που υπαγόρευε η ιστορική συγκυρία, δηλαδή την παραδοχή της συνταγματικής μοναρχίας.
Ο Σαράντης Ορφανουδάκης σκιαγράφησε με συγγνωστή επιστημονική ευθύνη το πλέγμα της δημόσιας ζωής του Κλονάρη και τη δημουργική συμμετοχή του στον αγώνα της ελληνικής εθνότητας να συγκροτηθεί σε Εθνικό Κράτος. Η υπόρρητη προβληματική του βιβλίου προκαλεί πικρές σκέψεις που βεβαιώνουν τις ανίατες δομές εξάρτησης της ταπεινής πατρίδας.
Ύστατο χαίρε στον αλησμόνητο, γενναιόδωρο και πολυαγαπημένο Σαράντη.

[1] Αναφέρομαι στο περιεχόμενο επιστολής [Παρίσι, 22 Αυγούστου, 1825] του ποιητή προς τον φίλο των εφηβικών χρόνων του στο Λιβόρνο, Α. Λουριώτη που βρίσκεται με τον Ι. Ορλάνδο στο Λονδίνο, για την υποθεση του γνωστού δανείου. Ο Κάλβος αναφέρεται στον ώριμο πια Χρ. Κλονάρη λίαν απαξιωτικά. Βλ. Σπύρος Ι. Ασδραχάς, Ελληνική Κοινωνία και Οικονομία ιη και ιθ αιώνες, «Ερμής» Αθήνα 1982, σ. 288
[2] Γκέοργκ Λούντβιχ Μάουρερ, Ο Ελληνικός λαός.δημόσιο, ιδιωτικό και εκκλησιαστικό δίκαιο, από την έναρξη του αγώνα για την Ανεξαρτησία ώς την 31η Ιουλίου 1834 [μφρ. Όλγα Ρομπάκη. Επιμέλεια: Τάσος Βουρνάς], «Συλλογή», Αθήνα 2007, σ. 146.Η συγκεκριμένη καταγραφή φέρνει στο νου τη θητεία του Κλονάρη δίπλα στον Cl. Fauriel, αλλά και τις δυσκολίες των πρώτων συλλογέων παραμυθιών όπως μαρτυρεί ο Johann G. Von Hahn [1848]. Βλ.Ελληνικά παραμύθια [επιλογή επιμέλεια Δ. Κούρτοβικ ] Opera, Αθήνα 1991, σ.14

Δεν υπάρχουν σχόλια: