15/5/16

Η συμβολή του στο επιστημονικό και πολιτικό γίγνεσθαι

ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ

Μάρτιος 1946. Ηλίας Τσιριμώκος και Αλέξανδρος Σβώλος
Αποτελεί πράξη δύσκολη να προσπαθήσεις, στα περιορισμένα πλαίσια ενός άρθρου, να παρακολουθήσεις και να αναδείξεις σε αδρές γραμμές την συμβολή της προσωπικότητας του Αλέξανδρου Σβώλου στο επιστημονικό και πολιτικό γίγνεσθαι. 
Από το 1915 όταν ανακηρύσσεται αριστούχος διδάκτορας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με θέμα διατριβής «Το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και το Δίκαιον των Σωματείων κατά το σύνταγμα και των περί σωματείων νόμον», ένα χρόνο μόλις μετά την ψήφιση του πρώτου νόμου για την ελευθερία του συνδικαλιστικού κινήματος στα 1914, μέχρι το 1954-5, και εκείνο το δίτομο κλασσικό έργο του για «Το Σύνταγμα της Ελλάδος. Ερμηνεία-Ιστορία-Συγκριτικόν Δίκαιον. Μέρος 1. Κράτος και Εκκλησία – Ατομικά Δικαιώματα τομ. Α΄ Αθήνα 1954. Μέρος II. Ατομικά Δικαιώματα Αθήνα 1955», που έγραψε μαζί με τον μαθητή του και δάσκαλό μου Γεώργιο Βλάχο, την ώρα της πιο άμεσης με τη στενή έννοια του όρου πολιτικής συμμετοχής και δράσης του ως βουλευτής Θεσσαλονίκης, αλλά και της πιο ανασταλτικής για το σεβασμό των δικαιωμάτων συνταγματικής περιόδου της ιστορίας μας. 
Σαράντα ένα ολόκληρα χρόνια λοιπόν –και τι χρόνια!- ο Αλέξανδρος Σβώλος βρίσκεται στο επίκεντρο του επιστημονικού, του πολιτικού, μα και ευρύτερα του πολιτισμικού γίγνεσθαι της χώρας. Από τις πρώτες κιόλας επιστημονικές του εργασίες, γίνεται, έχω την αίσθηση, σαφές, ότι οι ρόλοι του επιστήμονα, του ενεργού πολίτη και του πολιτικού, ουδέποτε ήταν διαχωρισμένοι με στεγανά μεταξύ τους στο μυαλό και τη δράση αυτού του Βλάχικης καταγωγής Μακεδόνα. Το να επιλέγεις ως θέμα διατριβής το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, δεν είναι καθόλου, μα καθόλου, ουδέτερη πράξη, άμοιρη πολιτικών συνδηλώσεων. Όπως, ακόμη περισσότερο, στο μέσο της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα, που συγκλονίζεται από τους αγώνες των ελλήνων αγροτών για να δοθεί «η γη στους καλλιεργητές της» -σύνθημα που μετά την εξέγερση στο Κιλελέρ διαδίδουν οι «Κοινωνιολόγοι» του Αλέξανδρου Παπαναστασίου- να βραβεύεσαι το 1915 στον Ράλλειο Διαγωνισμό της Νομικής Σχολής για μελέτη «Περί απαλλοτριώσεων για την αποκατάσταση ακτημόνων αγροτών. Υπό Συνταγματικήν και Οικονομικήν  Άποψιν».


Έχουμε μ’ άλλα λόγια, μπροστά μας, ένα επιστημονικό έργο και μια πολιτική συμμετοχή και δράση με την πλατύτερα δυνατή έννοια και για τα δύο, που νομίζω ότι αποτελεί ένα ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο, παρά τα όσα υποστηρίχθηκαν κατά καιρούς για το αντίθετο. Μια που όπως διαπίστωνε και ο Ασημάκης Πανσέληνος: «Στη συνείδηση του Σβώλου η αποστολή του πανεπιστημιακού δασκάλου και η αποστολή του πολιτικού (όπως την ένιωθε και την άσκησε ο ίδιος) δεν ήταν έννοιες απομακρυσμένες. Καθηγεσία και πολιτική συναντιότανε στη συνείδησή του, σε μια έντονη ανάγκη λαϊκού διαφωτισμού».
Σ’ αυτό το ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο δράσης, αν κάτι κυριαρχεί -πέρα της εντιμότητας, του ήθους και της ακεραιότητας του φορέα της– είναι η «ψύχωση με τις ατομικές ελευθερίες», ενός Ενεργού Πολίτη και Πανεπιστημιακού, που δίδαξε, όπως και πάλι γράφει ο Πανσέληνος, με τη στάση της ζωής του «την γενιά (των φοιτητών και φοιτητριών του, και όχι μόνο) να μην σωπαίνει».
Ανεξάρτητα λοιπόν από τις επιμέρους κρίσεις που έχουν διατυπωθεί για το πρόσωπό του, από τις πιο ενθουσιώδεις και επαινετικές, μέχρι τις κατάφωρα εχθρικές και εμπαθείς -υπάρχουν προφανώς και τέτοιες- με ιδιαίτερα έντονες ανάμεσά τους εκείνη του καθηγητή Α. Ρουσόπουλου στα Δημοκρατικά Χρονικά του 1945 και εκείνη λίγο αργότερα του Γιώργου Θεοτοκά. Αυτή η δεύτερη μάλιστα από πρώτη άποψη φαίνεται ιδιαίτερα παράξενη, λόγω της παλιάς στενής συνεργασίας τους στη βραχύβια «Ένωση υπέρ των Ελευθεριών του Ανθρώπου και του Πολίτου» στα 1936. Κριτική βέβαια που παρά την έντονη εμπάθεια που αποπνέει δεν κρύβει όμως ότι, «Ο σοσιαλισμός του δεν είναι απλός αριβισμός , όπως τον παρασταίνουν οι εχθροί του. Ξεκινά από ένα ειλικρινές συναίσθημα, φιλολαϊκό και φιλοπρόοδο, με την έννοια που έδιναν στην πρόοδο οι ορθολογιστές του 19ου αιώνα». Κανένας όμως δεν μπορεί να αρνηθεί την ενεργό συμμετοχή του στους αγώνες και τις αγωνίες αυτού του τόπου. 
Συμμετοχή που πλήρωσε βέβαια με αλλεπάλληλες παύσεις από την Πανεπιστημιακή του έδρα, διώξεις και εξορίες, που αποτυπώνονται χαρακτηριστικά στον φάκελό του, ο οποίος φυλάσσεται σήμερα στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και αντίγραφό του βρίσκεται στα χέρια μας, και από τον οποίο καταθέτουμε δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την βασική έκθεση για τα φρονήματα και την δράση του, η οποία τον συνοδεύει με αυξομειώσεις (μέχρι και μετά τον …θάνατό του στα 1961, με την υπογραφή του γνωστού μας λίγο αργότερα από την δολοφονία τού Γρηγόρη Λαμπράκη, Κωνσταντίνου Μήτσου), σύμφωνα βέβαια με τα κριτήρια και τη δυνατότητα ανάλυσης που διαθέτουν οι υπηρετούντες σε τέτοιου είδους υπηρεσίες και μηχανισμούς.
«Η στάσις και η εν γένει τακτική του Καθηγητού τούτου είναι κατά τοσούτον ευνοϊκή απέναντι των κομμουνιστών και αριστεριζόντων φοιτητών, ώστε να θεωρείται αδιστάκτως ως σημαντικός παράγων όστις ενίσχυσε και ενισχύει συνεχώς θετικώς και αποτελεσματικώς την ευρείαν διάδοσιν των κομμουνιστικών Αρχών μεταξύ των Νεαρών Φοιτητών… Καθ’ όν χρόνον διετέλλει ούτος ως καθηγητής υπό το πρίσμα του αριστερισμού καλυπτόμενον υπό τον τίτλον των ατομικών ελευθεριών ως υπερασπιστής των οποίων εμφανίζεται ο Καθηγητής ούτος» [1937]. 
«Κατά τας παραδόσεις του μετέδιδε καταλλήλως εις τους σπουδαστάς αριστεράς αρχάς. Κατά το απώτερον παρελθόν συνέπτυξε διαφόρους οργανώσεις καλυπτομένας υπό τον πέπλον της προστασίας των ‘ελευθεριών του ατόμου και του πολίτου’, πλην όμως ο πραγματικός σκοπός των οργανώσεων τούτων ήτο η προπαγάνδα υπέρ αριστερών αρχών. Δια την δράσιν του ταύτην υπέστη κατ’ επανάληψιν διοικητικάς κυρώσεις» [1951].
Πρόκειται πράγματι για στάση που τον έφερε βέβαια σε ανοικτή αντίθεση-ρήξη με κάθε μέτρο περιορισμού της Δημοκρατίας και των άμεσα συναρτημένων με αυτή Ελευθεριών, μια που όπως έλεγε στους φοιτητές και τις ελάχιστες φοιτήτριες της εποχής, στο εναρκτήριο μάθημα του ως καθηγητής στα 1929:
 «Ο Νομικός, κατά την γνώμη μου, δεν ημπορεί να είναι μόνο μύστης του Δικαίου, είναι μοιραίως και στρατιώτης αυτού. Το Δίκαιον μάλιστα της Πολιτείας χάνει πολύ την αξίαν του, εάν ο νομικός δεν το εγκολπώνεται με την διάθεσιν ν’ αγωνίζεται υπέρ αυτού».
Πρόκειται για μια στράτευση η οποία σχεδόν φυσιολογικά τον οδήγησε στην ενεργό συμμετοχή σε μια σειρά κινήσεις πολιτικού και ευρύτερα πολιτισμικού περιεχομένου. Ατελέσφορες αρκετές από αυτές, οι περισσότερες, όπως θα παρατηρούσε κυνικά κάποιος οπαδός της λεγόμενης ρεαλιστικής πολιτικής. Προφανώς ατελέσφορες, αλλά όχι μάταιες, όχι περιττές, για τον πολιτικό πολιτισμό της κοινωνίας μας. Μια που η καθεμία από αυτές συνιστά ένα ακόμη βήμα, μία ακόμη προσπάθεια, προς μια ανοικτή δημοκρατική κοινωνική πραγματικότητα, μία ακόμη κατάθεση προσφοράς στο σύνολο, για ένα αύριο κοινωνικά δικαιότερο. 
Από τις προσπάθειες ουσιαστικοποίησης των θέσεων που καταλαμβάνει στη Δημόσια διοίκηση, από τον τρόπο διοίκησης της περιοχής της Προύσας ως αντιπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας στα 1920, τη στάση του την ώρα κατάρρευσης των πάντων μετά τη μικρασιατική καταστροφή, τις προσπάθειες συγκρότησης Αγροτικού Κόμματος στα 1923, τη συμμετοχή του στους αγώνες για την απόκτηση πολιτικής ψήφου των γυναικών, την ενεργή συνεργασία του με την «Εταιρεία Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών» που είχε ιδρύσει ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, αλλά και αργότερα, τη δεκαετία του ’30, την άλλη εκείνη «Εταιρεία Σοσιαλιστικής Έρευνας των Ελληνικών προβλημάτων», τους αγώνες του για την αναβάθμιση του θεσμού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και την ίδρυση και προεδρία του αντίστοιχου φορέα «Ένωσις Υπέρ της Αυτοδιοικήσεως», τη συμμετοχή του στον «Εκπαιδευτικό Όμιλο» και τις συνετές προτάσεις που κατέθεσε την ώρα της πρώτης διάσπασής του στα 1927, αυτή την ιστορική πράξη πολιτογράφησης των αριστερών διανοουμένων στην ελληνική πολιτική ζωή, τη στάση του ως συνήγορος στη δίκη των Παναΐτ Ιστράτι, Δημήτρη Γληνού και Νίκου Καζαντζάκη στα 1928, τη σύγκρουσή του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο απέναντι στην πορεία αυταρχικοποίησης της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας που επιχειρεί με το «Ιδιώνυμο», τη δράση του στην «Ένωσιν υπέρ των Ελευθεριών του Ανθρώπου και του Πολίτου» στα 1936, στην «Επιτροπή Μακεδόνων και Θρακών» στη διάρκεια των πρώτων χρόνων της τριπλής κατοχής, παράλληλα με τους αγώνες και τις αγωνίες του για μια ευρύτερη εθνική συνεννόηση, για να μην συρθεί η χώρα εκείνες τις κρίσιμες ώρες στη δίνη ενός εμφυλίου πολέμου, αγώνες και αγωνίες που τον έφεραν τελικά στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας ως Πρόεδρο της διευρυμένης Κυβέρνησης του Βουνού, την ΠΕΕΑ, και σχεδόν αμέσως μετά στο Κάιρο και στο Συνέδριο του Λιβάνου, ξανά στα ευρυτανικά βουνά και τελικά στην κυβέρνηση της Απελευθέρωσης ως Υπουργό των Οικονομικών μέχρι τον Δεκέμβρη του ’44, ενώ αμέσως μετά τον Δεκέμβρη δίνεται με όλα τα μέσα που διαθέτει στις προσπάθειες για τη συνένωση των διάσπαρτων σοσιαλιστών σ’ ένα ενιαίο κομματικό σχηματισμό και την αποτροπή του επερχόμενου Εμφυλίου.
Ιδιαίτερα για τη στάση του στην κρίσιμη εκείνη ώρα, για την οποία τόσο είχε κατηγορηθεί και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές και ιδιαίτερα από την κομμουνιστική, ο ίδιος έγραφε στην εφημερίδα Μάχη: «έχω ήσυχη τη συνείδησή μου, ότι έκανα μέχρι τέλους το καθήκον μου, για να προαγάγω όσο μπορούσα την Εθνική Ενότητα, για να προλάβω τη σύρραξη του Δεκεμβρίου, για να σταματήσει, όταν ξέσπασε, όσο ήταν δυνατόν εγκαιρότερα, για να προληφθούν τόσες συμφορές, τόσα πένθη, τόσα αθώα θύματα. Και αν σ’ όλες τις πλευρές υπήρχε η ίδια διάθεση, η ίδια ανιδιοτέλεια, η ίδια αυταπάρνηση, ίσως ο ρους των πραγμάτων να ήταν διαφορετικός.»
Κι όλα αυτά παράλληλα με τη συνεχή παραγωγή καθαρά επιστημονικών εργασιών, που παραμένουν, έως και σήμερα, σημείο αναφοράς των επιστημόνων των Συνταγματικών θεσμών και της Ελληνικής Πολιτικής, συνεχίζοντας μια παράδοση που άρχισε ο προκάτοχός του στην έδρα του Συνταγματικού, Ν. Ν. Σαρίπολος, την οποία διεύρυνε και ουσιαστικοποίησε ο ίδιος και συνέχισε, πληρώνοντας βέβαια το αντίστοιχο κόστος διώξεων από την τελευταία δικτατορική εκτροπή, ο μαθητής του, αείμνηστος φίλος Αριστόβουλος Μάνεσης.
Πρόκειται για μια παράδοση ενός είδους πανεπιστημιακού που δεν θεωρεί το Δημόσιο Πανεπιστήμιο ως ένα γυάλινο πύργο, έξω και πάνω από το δυναμικά και αντιφατικά εξελισσόμενο κοινωνικό-πολιτικό γίγνεσθαι, στο οποίο το πολύ να αντανακλούν οι κοινωνικό-πολιτικές πραγματικότητες, αλλά ως μία ακόμη εστία εξουσίας, εντός της οποίας διεξάγονται επίσης οι κοινωνικές συγκρούσεις, σε σχέση με τις οποίες παράγεται και αναμετριέται συνεχώς ο λόγος και ο ρόλος τόσο του πανεπιστημιακού θεσμού όσο και του πανεπιστημιακού δασκάλου. Που δεν αντιλαμβάνεται τη θέση του, και το κοινωνικό κύρος που από αυτήν απορρέει, ως μέσο προσωπικής ανέλιξης, ούτε την επιστήμη που θητεύει και την εμβάθυνση σ’ αυτήν ως ατομικό άθλημα, αλλά ως κοινωνική προσφορά αυξημένης ευθύνης. Γεγονός που αποδεικνύεται και στο επιστημονικό έργο του, αλλά κυρίως στη σχέση προσφοράς και αγάπης προς τους φοιτητές και φοιτήτριές του, σχέση που συνεχίζεται ακόμη και από τους χώρους εξορίας όπου βρέθηκε, και την οποία πιστοποιούν όλοι όσοι και όσες είχαν την τύχη να τον ζήσουν ως δάσκαλο.
Αυτή ακριβώς η θέση, ακαδημαϊκής ευθύνης, προσφοράς, αγωνίας για την εθνική ενότητα και το δημοκρατικό αύριο αυτού του λαού και των ελευθεριών του, καθώς και τίμιας ερευνητικής ανιδιοτέλειας, τον οδήγησε να υπερβεί, μέσα στο χρόνο, τα πλαίσια της φιλελεύθερης αστικής ιδεολογίας, στην οποία εντάσσονται τα πρώτα επιστημονικά του έργα, αντιλαμβανόμενος ότι «ο δημοκρατικός φιλελευθερισμός» -όπως γράφει ο Γεώργιος Βλάχος στα είκοσι χρόνια από το θάνατό του- «αποβαίνει μια καινή λέξη, αν δεν αποκτήσει ευρύτερο κοινωνικό περιεχόμενο, ανεβάζοντας στην τάξη του ελεύθερου και του πολίτη, τους πολυάριθμους απόκληρους της τύχης».
Παρακολουθώντας και επιχειρώντας λοιπόν να αναλύσει τις εξελίξεις και μεταβολές που συντελούνται στην ελληνική κοινωνία του μεσοπολέμου, ιδιαίτερα μετά την μικρασιατική καταστροφή και την εμφάνιση των νέων κοινωνικών και πολιτικών υποκειμένων που δημιουργεί η πορεία της χώρας προς την κυριαρχία ενός νέου τρόπου παραγωγής, του καπιταλιστικού, διαισθάνεται ότι η γερή κλασική φιλελεύθερη παιδεία του δεν επαρκεί αν δεν συμπληρωθεί με νέα μεθοδολογικά εργαλεία, και έτσι προχωρά σε μια μαρξιστική, ορθότερα μαρξίζουσα ανάγνωση-ανάλυση της πραγματικότητας.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, να παρουσιάσει, στα 1928, ένα εντελώς καινούργιο, κατά τη μέθοδο, την αρχιτεκτονική και το ύφος σύγγραμμα: «Το Νέον Σύνταγμα και αι βάσεις του Πολιτεύματος». Πρόκειται για μια επανάσταση στο ελληνικό πανεπιστήμιο, μια επανάσταση που διασπά το κατ’ εξοχήν προπύργιο της συντηρητικής επιστημονικής παράδοσης, και μάλιστα στο χώρο του Συνταγματικού Δικαίου, ανοίγοντας διάπλατα τους δρόμους για την καλλιέργεια νέων κλάδων της επιστήμης, αυτών που χαρακτηρίστηκαν ως κοινωνικές.
Η σημασία της νέας αυτής επαναστατικής θεώρησης του θεσμικού χώρου του Δημόσιου ως κοινωνικού, αντιστοιχεί με εκείνη που συντελείται την ίδια ώρα στον εκπαιδευτικό χώρο από τον Δημήτρη Γληνό, και στην οποία επίσης συμμετέχει ενεργά ο Αλέξανδρος Σβώλος. Και ίσως δεν είναι τυχαία η σύγκρισή τους, από έναν νέο τότε διανοούμενο σοσιαλιστή, τον Στρατή Σωμερίτη, που γράφει ότι «μόνο ο Αλέξ. Σβώλος είχε στην υπηρεσία του ισχυρού μυαλού του έναν προφορικό λόγο, ίσα διαλεκτικό και πειστικό όπως ο λόγος του Δημ. Γληνού».
Μια πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση του επιστημονικού του έργου θα μας πήγαινε όμως σε κατευθύνσεις και επεκτάσεις που υπερβαίνουν κατά πολύ τα όρια αυτού του αφιερώματος. Κλείνοντας τούτη τη, σε αδρές γραμμές, σκιαγράφηση, θα τόνιζα ότι εκείνο το βαθύτερο και ουσιαστικότερο που χαρακτηρίζει το έργο του ως ένα αδιάσπαστο όλο, επιστημονικό, πολιτισμικό, πολιτικό, είναι το επίγραμμα που βρίσκεται χαραγμένο στον τάφο του στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας:
«Η εκτέλεση του καθήκοντος απέναντι στο λαό, δεν πρέπει να έχει όρια»

Δεν υπάρχουν σχόλια: