15/5/16

Η λαϊκή κυριαρχία στο έργο του Σβώλου. Μεταξύ προλήψεων, νομικών οραματισμών και κοινωνικών αντιθέσεων

ΤΗΣ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ ΚΑΜΤΣΙΔΟΥ


Το σπίτι του Αλέξανδρου Σβώλου, Φυλής 52 & Φερών 30, Πλατεία Βικτωρίας. Διατηρητέο.

Η δημοκρατία και συγκεκριμένα η δημοκρατία ως πολίτευμα του νεωτερικού κράτους, αποτελεί την έννοια-κλειδί στο έργο του Αλ. Σβώλου: μέσα από την αναζήτηση των συγκροτητικών στοιχείων της διαμορφώθηκε η προσωπική του μέθοδος εξέτασης του συνταγματικού φαινομένου και γενικότερα η κριτική του προσέγγιση στην νομική επιστήμη[1]. Για τον μεγάλο δημοσιολόγο, η σύγχρονη αυτή εκδοχή της «δημοκρατικής ιδέας» αναδεικνύεται ως ειδικότερη μορφή του αντιπροσωπευτικού συστήματος, όπου οι αρχές της λαϊκής κυριαρχίας και της διάκρισης των εξουσιών στηρίζουν την καταγωγή της εξουσίας από τον λαό και οριοθετούν την άσκησή της από τους εκπροσώπους του. 
Ωστόσο, αφετηρία, αλλά και θεμέλιο της σκέψης του Σβώλου, αποτελεί η παραδοχή, ότι η κυριαρχία του Λαού ως συνόλου, ικανού να διατυπώσει, έστω να στηρίξει την διαμόρφωση της γενικής θέλησης, αποτελεί απλή πρόληψη. Χωρίς να αρνείται την σημασία που διαθέτει η αναγνώριση των πολλών ως  πηγής της πολιτικής εξουσίας ή να παραγνωρίζει την ιστορική μεταβολή που αυτή επέφερε στην πολιτική θέσμιση των κοινωνιών, στρέφει το βλέμμα του από την συνταγματική διαρρύθμιση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στην κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα. Αναδεικνύει έτσι την απόσταση ανάμεσα στο νομικό δέον και στους πραγματικούς όρους που υποδέχονται την εφαρμογή του και δείχνει γλαφυρά, ότι η απόσταση αυτή τείνει συστηματικά να αναιρεί την δημοκρατική ουσία του πολιτεύματος. 
Η διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις και ομάδες που διαθέτουν συγκρουόμενα και συχνά ασυμβίβαστα συμφέροντα, που εμφορούνται από διαφορετικές ιδέες και αντιλήψεις και διαμορφώνουν ξεχωριστή συνείδηση, ματαιώνει την δυνατότητα ενιαίας έκφρασης της πολιτικής κοινότητας. Οι νόμοι, επομένως, που ρυθμίζουν την κοινωνική συμβίωση και οι πολιτικές αποφάσεις που καθοδηγούν την δράση της πανίσχυρης γραφειοκρατίας είναι προϊόντα οικειοποίησης της πολιτικής εξουσίας από τις ισχυρότερες ομάδες, οι οποίες επιδιώκουν την κατάκτηση της πολιτειακής δύναμης για χάρη των δικών τους σκοπών. Ο συλλογικός αυτοπροσδιορισμός των πολιτών δυσχεραίνεται δραματικά, ενώ η νομική επιστήμη, υποστηρίζοντας ότι το δίκαιο είναι απότοκο της ενιαίας θέλησης του Λαού, κατασκευάζει ένα ισχυρότατο δόγμα, που μαζί με άλλες ιδέες δομούν τον πολιτικό ανταγωνισμό και διαμορφώνουν τους όρους της κοινωνικοπολιτικής επιβολής των κυρίαρχων τάξεων. 
Με δυο λόγια: ο Σβώλος, με έναν πρωτοποριακό για την εποχή του τρόπο, δεν αντιμετωπίζει τις κοινωνικές συγκρούσεις απλώς ως οικονομικές (κατά την ορολογία του ταξικές) αντιθέσεις, αλλά αναγνωρίζει ότι αυτές αναπτύσσονται ανάμεσα σε «ανθρωπιστικές κοινότητες» με ιδιαίτερα θρησκευτικά, εθνικά και φιλοσοφικά χαρακτηριστικά και δείχνει την επίδραση και της συνταγματικής επιστήμης στην ανάπτυξη της πολιτικής αντιπαράθεσης, άρα στην στρεβλή πραγμάτωση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας. Ο οραματισμός των νομικών, που εξαντλούν την προσπάθειά τους στην ερμηνεία των συνταγματικών κανόνων, συγκαλύπτει το γεγονός, ότι ο επηρεασμός της πολιτικής εξουσίας προκύπτει από το σύνολο του διεξαγόμενου μεταξύ των διαφορετικών ομάδων πολιτικού αγώνα, συμβάλλοντας σημαντικά στο να αναπαράγονται οι ανισότητες και να ελαχιστοποιείται η δυνατότητα αυτοδιάθεσης μεγάλου τμήματος των πολιτών.
Είναι, όμως, στην σκέψη του Σβώλου η λαϊκή κυριαρχία ένα φάντασμα, ένα νομικό πλάσμα που προορίζεται απλώς να στηρίζει θεσμικά την διαμόρφωση «μιας άρχουσας και επιτάσσουσας» βούλησης που οφείλει την πολιτική της κυριαρχία στην κοινωνικοοικονομική της δύναμη; Μπορεί ο διαιρεμένος αν όχι σπαρασσόμενος λαός να βρεθεί στο προσκήνιο και να αποτελέσει την πραγματική αναφορά στην λήψη των πολιτικών αποφάσεων; Η απάντηση που δίνει ο Σβώλος είναι σχετική, εξαρτάται δε από την ανάπτυξη των πολιτικών κομμάτων, τα οποία μαζί με τον Τύπο χαρακτηρίζει ως τις «κινητικές δυνάμεις» της θέλησης του λαού. Αξιοποιώντας και τις σκέψεις σημαντικών κοινωνιολόγων,  αναδεικνύει την σημασία των κομμάτων για την λειτουργία των αντιπροσωπευτικών θεσμών: η εκλογή των αντιπροσώπων στο νομοθετικό σώμα, η ανάδειξη των Υπουργών, η στήριξη ή η ανατροπή των κυβερνήσεων καθορίζονται από τον αριθμό, την φύση και τους σκοπούς των πολιτικών κομμάτων που μετέχουν στον πολιτικό ανταγωνισμό.
Η μεγάλη συνεισφορά των κομμάτων, πάντως, δεν εντοπίζεται στην πλαισίωση και στον εξορθολογισμό των κοινοβουλευτικών διαδικασιών· προερχόμενα από την κοινωνία, κάποια από τα συμφέροντα της οποίας εκφράζουν, δομούν σε πολιτική πρόταση τις επιμέρους αντιθέσεις και επιτρέπουν στα άτομα να κατανοούν τα διακυβεύματα και να μετέχουν στους πολιτικούς αγώνες. Οι πολίτες αποκτούν την ευχέρεια να διαμορφώνουν άποψη για τα κρίσιμα θέματα και το πλήθος δεν παραμένει κατακερματισμένο και αδρανές. Η παραπάνω συμβολή του κόμματος στον πολιτικό ανταγωνισμό διευκολύνει μια νέα αντίληψη για το λαό, υπερέχουσα σε σχέση με την νομική έννοιά του: η ενιαία και άμορφη μάζα στην οποία παραπέμπει η τελευταία, αποκτά πολιτική υπόσταση  και την δυνατότητα να επιδρά στις εξελίξεις.
Ο Σβώλος, παρά την αξία που αποδίδει στα κόμματα, δεν διαμόρφωσε μια εξιδανικευτική πρόσληψή τους. Αντίθετα, επισήμανε τις σημαντικές δυσλειτουργίες που εμφανίζονται στο εσωτερικό τους και υπογράμμισε την τάση αυτά να υποτάσσονται σε μια ελίτ που καθορίζει την στάση, τις πολιτικές και την φυσιογνωμία τους. Συχνά, λοιπόν, τα κόμματα από εκφραστές των συμφερόντων και των ιδεών των κοινωνικών ομάδων εξελίσσονται σε μαχητικές κοινότητες που κατά κύριο λόγο επιδιώκουν την κατάκτηση της εξουσίας υπέρ των αρχηγών τους, ευνοώντας την αυταρχική μετεξέλιξη του ίδιου του πολιτεύματος. Οι αναλύσεις του για το φασιστικό κόμμα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και παραμένουν επίκαιρες.
Ιστορικά προσδιορισμένη και διαρκώς μεταβαλλόμενη,  η συμβολή των κομμάτων στην πραγμάτωση της λαϊκής κυριαρχίας συνδέεται με τα θεσμικά χαρακτηριστικά καθενός πολιτειακού συστήματος, για παράδειγμα με το εκλογικό σύστημα, που δεν επικαθορίζει απλώς τον αριθμό τους, αλλά και τους όρους του ανταγωνισμού τους, τελικά δηλαδή το μερίδιο επιρροή τους στην εξουσία. Επίσης, εξαρτάται από την πλήρωση μιας αναγκαίας προϋπόθεσης: η ολιγαρχική δυναμική που αναπτύσσεται σε αυτά να καταπολεμείται με την οργάνωσή τους «από κάτω», με την ενίσχυση των μελών τους και με την διαρκή επικοινωνία τους με την κοινωνία. Εφόσον το κόμμα γίνει πραγματικά κόμμα των μελών του, η συμμετοχή τους αναγκάζει τον αρχηγό και το επιτελείο του να αφουγκράζονται τα αιτήματα, τις ιδέες, τις διεκδικήσεις των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων. Τότε το πρόγραμμά  τουδιαμορφώνεται ενόψει των αντιθέσεων που αναπτύσσονται στο εσωτερικό του λαού συνολικά και διαγράφεται η προοπτική, η λαϊκή κυριαρχία να μην διατυπώνεται ως δόγμα, αλλά ως «αξιολογικώς ενδιαφέρουσα πρακτική αλήθεια»[2].

Η Ιφιγένεια Καμτσίδου διδάσκει Συνταγματικό Δίκαιο στο ΑΠΘ και είναι πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης


[1] Έντεκα χρόνια από την δημοσίευση της μελέτης του «Πολιτική εξουσία και κυριαρχία» (Νέος Αιών, έτος Α’ (1917) φύλ. 8 και ήδη σε Νομικαί Μελέται, τ. Ι, Αθήνα, Εκδ. οίκος Ι.Ν. Ζαχαρόπουλου, 1957, σ. 271 επ.), όπου ο Σβώλος ακολουθεί τον δάσκαλο του Ν.Ν. Σαρίπολο και αναγνωρίζει το κράτος ως μόνο νόμιμο φορέα της κυριαρχίας, εκδίδεται το μεγαλειώδες έργο του Το Νέον Σύνταγμα και αι βάσεις του Πολιτεύματος (Αθήνα, τύποις Πυρσού, 1928). Σε αυτό το σύγγραμμα, η μελέτη του έργου του L. Duguit, αλλά και των σπουδαιότερων πολιτικών επιστημόνων της εποχής, απομακρύνει πλήρως τον Σβώλο από τον νομικό θετικισμό και του επιτρέπει να αναγνωρίσει στον λαό αυτοτελή σε σχέση με το κράτος υπόσταση, ικανή υπό όρους και προϋποθέσεις να τον καταστήσει πηγή της πολιτικής εξουσίας, άρα υποκείμενο της κυριαρχίας, όπως εκτίθεται αμέσως πιο κάτω.
[2] Το Νέον Σύνταγμα, ό.π., σ. 119

Δεν υπάρχουν σχόλια: