ΔΙΗΓΗΜΑ
Φώτης Κόντογλου, Λουόμενη, 1936. Κεραμικό πλακάκι Κιουτάχειας για το χαμάμ Πίσσα-Παπαηλιού. Ιδιωτική συλλογή |
ΤΗΣ ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΚΡΙΤΣΕΦΣΚΑΓΙΑ
Η Μεγάλη ώρα του Τοκετού πλησίαζε. Τους τελευταίους τρεις
μήνες η Ρέα ένιωθε φοβερή νευρικότητα. Όχι που φοβόταν τη γέννα. Ήταν το έκτο
της παιδί, κι εξάλλου ο τοκετός εδώ και αιώνες έχει πάψει να είναι επώδυνος: τα
πάντα αναλάμβανε ένα μηχάνημα, ο Κρόνος ή Γιατρός, όπως το αποκαλούσαν για χάρη
του μακρινού παρελθόντος.
Η δουλειά της Ρέας ήταν να γεννά παιδιά. Από κοριτσάκι
την είχαν διαλέξει για το Σώμα των Μητέρων: είχε φαρδιά λεκάνη, δυνατή μέση και
μυώδη πόδια. Όσο θυμόταν τον εαυτό της, την ετοίμαζαν μια ζωή γι’ αυτό το ιερό
καθήκον: να βγάζει παιδιά για την Υπέροχη Κοινωνία, για τον κόσμο χωρίς βάσανα,
χωρίς πόνο, χωρίς λύπες.
Δεν γνώριζε ποτέ, από ποιον προερχόταν το σπέρμα που
εισήγαγε μέσα της το Μηχάνημα. Στα δεκάξι της είχε κάνει το πρώτο της παιδί,
και μετά κάθε δυο χρόνια αυτή η διαδικασία επαναλαμβάνονταν με απόλυτο έλεγχο
και επιτυχία.
Τους τελευταίους τρεις μήνες η Ρέα έμεινε στους
ιδιαίτερους χώρους του Κρόνου, όπου τη φρόντιζαν οι συμπαθέστατες ήρεμες
Νοσοκόμες, οι ιέρειες του Κρόνου. Την τάιζαν, την έπλεναν, την διασκέδαζαν: το
παιδί που θα γεννούσε θα έπρεπε να βγει υγειές και ευτυχισμένο. Όταν έφτανε η
ώρα του τοκετού η Ρέα αισθανόταν γαλήνια και χαρούμενη. Μια ένεση της έφερνε
απόλυτη ηρεμία, και την στιγμή, που πατούσε στην Αίθουσα του Τοκετού, δεν
αισθανόταν ούτε πόνους, ούτε φόβο. Ο Κρόνος αναλάμβανε τα υπόλοιπα.
Μετά τη γέννα η Ρέα, όπως και άλλες Μητέρες της Υπέροχης
Κοινωνίας, παρέδιδε το παιδί στην αγκαλιά του Κρόνου, ή απλώς το κατέβαζε μέσα
σε ειδικά προσαρμοσμένο καλάθι σ’ ένα ασημένιο σωλήνα. Απαγορευόταν αυστηρώς να
κοιτάξει το πρόσωπο ή το σώμα του νεογέννητου: η Ρέα δε γνώριζε καν τι φύλο
είχαν τα πέντε παιδιά που βγήκαν από την κοιλιά της.
Έτσι, όλοι αγαπούσαν όλους. Τα παιδιά –τα οποία φρόντιζαν
οι εξειδικευμένοι στην αγάπη και τη στοργή άνδρες, Παιδαγωγοί της Κοινωνίας– δε
φοβούνταν πλέον τους γονείς τους. Η Κοινωνία τούς είχε απαλλάξει εδώ και αιώνες
από την κακοτυχία να βρεθούν στο έλεος μιας ψυχοπαθούς μητέρας ή ενός αλκοολικού
πατέρα, και οι γονείς, με τη σειρά τους, δεν έτρεμαν πια στην ιδέα πως μια
ωραία πρωία το πρεζόνι κανακάρης τους θα έπιανε τσεκούρι ή όπλο για να εξασφαλίσει
ρευστό για τη δόση του.
Όμως ξαφνικά τα
πάντα ανατράπηκαν. Από την απροσεξία της Επιστάτριας μια μέρα η Ρέα μπήκε στην
Αίθουσα Κινηματογράφου την ώρα που εκεί βρισκόταν ένας Μάστορας. Η Ρέα τρόμαξε,
σάστισε, πάγωσε και αντί να τα βάλει στα πόδια, έμεινε σαν στήλη άλατος μπροστά
στον νεαρό άνδρα.
Πρώτη φορά στη ζωή της η Ρέα έβλεπε άνθρωπο άλλου φύλου:
οι Μητέρες, ως μη στειρωμένες γυναίκες της Κοινωνίας, ζούσαν σε απόλυτη
απομόνωση, καλά φυλασσόμενες χάρη στις αυστηρές Επιστάτριες, μουγκές δούλες του
Κρόνου.
Ο Μάστορας τα έχασε κι εκείνος. Το βλέμμα του γλίστρησε
στο περίγραμμα του σώματός της, στην φαρδιά της λεκάνη, στη δυνατή της μέση, στα
μυώδη της πόδια. Αυτές οι Επιστάτριες ήξεραν τί φύλαγαν! Δεν έχει ξαναδεί
τέτοιο θηλυκό! Όμορφο σαν εκείνες τις φοράδες, που φρόντιζε πριν γίνει Μάστορας
στις φάρμες της Κοινωνίας.
«Αύριο θα ξανάρθω», της είπε ξαφνικά. «Θα σε περιμένω
εδώ».
Η Ρέα δεν απάντησε. Δεν μπορούσε να απαντήσει: ένας
κόμπος της έφραξε το λαιμό.
Όλη την νύχτα δεν έκλεισε μάτι. Η εικόνα του νεαρού
Μάστορα έδιωχνε τον ύπνο. Εννοείται, ότι αύριο δεν θα πάει πουθενά. Θα κάθεται στον
κήπο και θα σκέφτεται, ότι σε λίγο θα έρθει η σειρά της να ξαναγίνει μητέρα.
Την άλλη μέρα, την
ίδια ώρα η Ρέα έμπαινε στην Αίθουσα Κινηματογράφου. Οι Επιστάτριες έλειπαν, δεν
ήταν η δουλειά τους να επιβλέπουν Τεχνίτες.
Η Ρέα ήξερε, τί την περίμενε σε περίπτωση που τη βρουν
εδώ ή μάθουν ότι ήρθε σε επαφή –έστω και αθώα– με έναν άνδρα, με Παραγωγό, όπως
τον αποκαλούσαν πάντα στις εκπαιδευτικές ταινίες, γεμάτες σκοτεινές ασαφείς
εικόνες. Θα τη στείλουν για πάντα στο Σώμα των Καθαριστών, ανθρώπων χωρίς
πρόσωπο, χωρίς ηλικία.
Ο νεαρός άνδρας χαμογέλασε:
«Σε περίμενα. Κάθισε δίπλα μου, δε θα σου κάνω κακό».
Μα το κακό συνέβη ήδη. Στο μυαλό της, στην καρδιά, στο
σώμα της.
Μετά από τους δυο μήνες η Ρέα μπήκε στο Δωμάτιο Επαφής
του Κρόνου. Το Μηχάνημα δούλευε τόσο τέλεια, ώστε δεν υπήρχε κανένας λόγος να βρισκόταν
δίπλα στη Μητέρα κάποια από τις Επιστάτριες. Η Ρέα έκατσε στην υψηλή πολυθρόνα,
όπως είχε κάνει ήδη αρκετές φορές, και ετοιμάστηκε να δεχθεί την Επαφή. Μόνο
που η λεπτή σύριγγα του Μηχανήματος Παραγωγής δεν μπήκε μέσα της, αλλά τρύπησε
ένα μικρό μεταξωτό μαξιλαράκι, που έφερε μαζί της η Ρέα.
Το πολύτιμο σπέρμα του Παραγωγού τσάμπα σκόρπισε ανάμεσα στα
λευκά πούπουλα. Η Ρέα σηκώθηκε κι έκρυψε το μαξιλαράκι κάτω από τα ρούχα της.
Δεν είχε ανάγκη από Επαφή. Την είχε δεχθεί ήδη. Μια καινούργια ζωή μεγάλωνε
έτσι κι αλλιώς μέσα της.
Τους τελευταίους τρεις μήνες πριν Τοκετό η Ρέα αισθανόταν
φοβερή νευρικότητα. Πρώτη φορά ένιωθε μόνη, αδύναμη, φοβισμένη. Ήξερε όμως καλά,
τί έπρεπε να κάνει. Τα ‘χουν συζητήσει με τον Μάστορα χίλιες φορές. Δεν
κατάφερε να την μεταπείσει.
Όταν ο παλμόμετρος άρχισε να χτυπάει ξέφρενα, στο δωμάτιο
της Ρέας μπήκε η γαλήνια Νοσοκόμα.
-Πάμε, καλή μου, της είπε τρυφερά. Ήρθε η στιγμή.
Τρέμοντας και βαριανασαίνοντας, η Ρέα μπήκε στην αίθουσα
του Τοκετού. Τα πάντα λειτουργούσαν άψογα. Οι Νοσοκόμες δεν έμπαιναν ποτέ μαζί
με τις Μητέρες στα άδυτα του Κρόνου.
Η γέννα ήταν σύντομη και ανώδυνη, όπως πάντα. Η Ρέα
σηκώθηκε, πήρε στα χέρια της το παιδί της, το γιο της. Περιεργάστηκε τα
μικροσκοπικά του δαχτυλάκια, τα μαύρα αραιά μαλλιά στο μαλακό του κεφαλάκι, τα
μάτια χωρίς βλεφαρίδες. Την κοιτούσε κ’ εκείνος.
Το κόκκινο λαμπάκι δίπλα στον ασημένιο σωλήνα άρχισε να
αναβοσβήνει απειλητικά. Και τότε η Ρέα έκανε αυτό, που έχει αποφασίσει εδώ και
μήνες: έριξε στον σωλήνα το μικρό πουπουλένιο μαξιλαράκι με το ξερό και άχρηστο
σπέρμα του Κρόνου. Τύλιξε το γιο της σε μια καθαρή πετσέτα και βγήκε από την
Αίθουσα του Τοκετού. Όλα λειτουργούσαν άψογα, οι Νοσοκόμες ποτέ δεν συνόδευαν τις
Μητέρες στα δωμάτιά τους.
Η Ρέα ακούμπησε το μωρό στο στήθος της. Δεν είχε γάλα,
αλλά ο Μάστορας της έλεγε, ότι έτσι ταΐζουν οι φοράδες τα μικρά τους.
Σε λίγο θα παραδώσει το παιδί στον Μάστορα. Είχε είκοσι
τέσσερις ώρες στη διάθεσή της: για μια ολόκληρη μέρα τα νεογέννητα αναλάμβαναν
τα τέλεια μηχανήματα του Κρόνου, μετά τα παιδιά περνούσαν στα χέρια των Παιδοκόμων.
Μέσα σ’ αυτές τις πολύτιμες ώρες ο Μάστορας θα καταφέρει να κρύψει το γιο τους
σ’ εκείνη την μακρινή φάρμα, όπου δούλευε κάποτε.
Η Ρέα κοιτούσε το
κόκκινο προσωπάκι του παιδιού της. Ποιό θα το μεγαλώσει; Η φοράδα θα τον
βυζάξει με το γάλα της, έτσι υποσχέθηκε ο Μάστορας. Κι εκείνη; Μετά από είκοσι
τέσσερις ώρες θα βρουν, ποια από τις Μητέρες έκανε την προδοσία. Εσχάτη
προδοσία, κι όχι παράπτωμα. Η προδοσία τιμωρείται με Θάνατο, με το Τέλος.
Η Ρέα χαμογέλασε. Τουλάχιστον γι’ αυτήν δε θα υπάρξει
Τέλος. Όσο στον κόσμο ζει αυτό το πλασματάκι, που το έβαλε έστω και για μια
μονάχα στιγμή στο στήθος της.
Το απόγευμα στον Κήπο η Ρέα παρέδωσε το γιο της στον
Μάστορα. Όλα λειτουργούσαν άψογα και ο Κήπος δε φυλασσόταν ποτέ. Το παιδί της
δε θα γίνει ούτε Κυβερνήτης, ούτε Παιδοκόμος, ούτε Παραγωγός. Στα μητρώα του Κρόνου
δε θα υπάρχει αριθμός άφιξής του στην Κοινωνία. Θα γίνει απλώς αγόρι. Άνδρας.
Και θα ζήσει στον Κόσμο, όχι στην Κοινωνία.
Το πρωί η Επιστάτρια ήρθε να την πάρει. Η Ρέα την ακολούθησε
χωρίς να πει λέξη. Ούτε οι Ανακριτές κατάφεραν να της αποσπάσουν ομολογία. Και
μόνο όταν χρησιμοποίησαν ειδικές μεθόδους, η Ρέα άρχισε να ουρλιάζει. Ούρλιαζε
δυνατά και βαριά, όπως ουρλιάζει γυναίκα που γεννάει με πόνους το παιδί της.
Τα ουρλιαχτά της ακούγονταν ως και την πιο μακρινή φάρμα
και ανακατεύονταν με τα χρεμετίσματα των φοράδων, που κάλυπταν επιδέξια το
κλάμα ενός μικρού αγοριού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου