ΤΟΥ
GIORGIO AGAMBEN
Το
Σύμβολο της Πίστεως, το «Πιστεύω» στο οποίο συνοψίζεται η χριστιανική πίστη,
δεν περιέχει παρά ένα μόνο κύριο όνομα, εκτός από εκείνα της Παρθένου Μαρίας
και του Κυρίου Ιησού Χριστού· ένα όνομα απολύτως ξένο, φαινομενικά τουλάχιστον,
στα θεολογικά του συμφραζόμενα. Πρόκειται επιπλέον για το όνομα ενός παγανιστή,
του Ποντίου Πιλάτου: «σταυρωθέντα τε υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου». Το «Πιστεύω»
όπως διαμορφώθηκε το 325 από τους Πατέρες στη σύνοδο της Νίκαιας αγνοούσε το
όνομα αυτό, που προστέθηκε μόλις το 381, από τη σύνοδο της Κωνσταντινούπολης,
για να προσδώσει ως φαίνεται ένα χρονολογικό στίγμα στην ιστορικότητα του
Πάθους του Χριστού. Όπως έχει παρατηρήσει ήδη ο Καρλ Σμιτ, «το χριστιανικό ‘Πιστεύω’
αναφέρεται σε ιστορικές διαδικασίες. Η παρουσία σε αυτό του Ποντίου Πιλάτου
οφείλεται σε λόγους ουσιαστικούς, δεν είναι απλώς κάποιος κακός οιωνός που
έπεσε εδώ κατά τύχη».
Τούτο
σημαίνει ότι ο χριστιανισμός είναι μια θρησκεία ιστορική, ότι τα «μυστήρια» που
επικαλείται είναι επίσης καταρχάς ιστορικά γεγονότα. Στον βαθμό που ισχύει
ότι η ενσάρκωση του Χριστού είναι «ένα
ιστορικό γεγονός απόλυτης μοναδικότητας, που δεν μπορούμε να οικειοποιηθούμε
ούτε και να αφομοιώσουμε», τότε και η δίκη του Ιησού είναι ένα από εκείνα τα
σημεία-κλειδιά στην ιστορία της ανθρωπότητας, όπου η αιωνιότητα συναντάται με
την ιστορία σε μιαν αποφασιστική στιγμή. Είναι ακόμα πιο επείγον να κατανοηθεί
το πώς και το γιατί η συνάντηση αυτή ανάμεσα στη διάσταση του χρόνου κι εκείνη
της αιωνιότητας, ανάμεσα στο θεϊκό και στο ανθρώπινο, πήρε τη μορφή ακριβώς
μιας κρίσεως, της κρίσης δηλαδή στο
πλαίσιο μιας δίκης.
Ο
Πιλάτος και ο Ιησούς, ο εκπρόσωπος της εγκόσμιας βασιλείας και ο ουράνιος
βασιλεύς βρίσκονται ενώπιος ενωπίω στον ίδιο και μοναδικό τόπο, το πραιτώριο
των Ιεροσολύμων, του οποίου οι αρχαιολόγοι πίστευαν ότι είχαν προσδιορίσει την
απίθανη θέση. Για να μαρτυρήσει την αλήθεια, ο Ιησούς πρέπει να βεβαιώσει και
την ίδια στιγμή να αρνηθεί τη Βασιλεία του, που είναι μακρινή («ουκ εστί εκ του
κόσμου τούτου») αλλά και πολύ κοντινή («εντός υμών εστι», Λκ. 17,21). Από τη σκοπιά του δικαίου, η μαρτυρία του δεν μπορεί
παρά να ξαστοχήσει και καταλήγει σε παρωδία: ο πορφυρός μανδύας, το ακάνθινο
στεφάνι, το καλάμι που παριστάνει το σκήπτρο, οι φωνές, «Κρίνε ημάς»! Εκείνος –που
δεν έχει έρθει να κρίνει τον κόσμο, αλλά να τον σώσει– βρίσκεται εκ των
πραγμάτων αναγκασμένος να λογοδοτήσει σε μια δίκη, να υποταχθεί σε μια κρίση,
την οποία πάντως το alter
ego του, ο Πιλάτος, δεν εκφέρει, δεν
μπορεί να εκφέρει. Δικαιοσύνη και σωτηρία δεν μπορούν να συμβιβαστούν,
καταλήγουν κάθε φορά να αλληλοαποκλείονται και να αλληλοεγκαλούνται. Η κρίση
είναι εξίσου αμείλικτη όσο και ανέφικτη, γιατί σε αυτήν τα πράγματα
εμφανίζονται χαμένα και μη διασώσιμα· η σωτηρία είναι σπλαχνική κι ωστόσο
ανεπαρκής, γιατί σ’ αυτήν τα πράγματα εμφανίζονται ως αδύνατο να τεθούν σε
κρίση. Γι’ αυτό και πάνω στον λεγόμενον Λιθόστρωτον, εβραϊστί δε Γαββαθά,
δεν έχουν θέση –τουλάχιστον όσον αφορά τον Πιλάτο– μήτε η κρίση μήτε η σωτηρία:
και οι δύο καταλήγουν σε ένα κοινό, αναποφάσιστο και μη αποφασιστικό non liquet.
Η μαρτυρία, εδώ και τώρα, για
την αλήθεια της Βασιλείας που δεν είναι εντεύθεν, προϋποθέτει την αποδοχή του
γεγονότος ότι αυτό που θέλουμε να σώσουμε μας κρίνει· καθώς ο κόσμος, μέσα στην
παροδικότητά του, δε θέλει τη σωτηρία αλλά τη δικαιοσύνη: και τη θέλει ακριβώς
επειδή δεν ζητά να σωθεί. Ως μη διασώσιμα, τα πλάσματα κρίνουν την αιωνιότητα:
αυτό είναι το παράδοξο που στο τέλος, ενώπιον του Πιλάτου, αφαιρεί τον λόγο από
τον Ιησού. Εδώ είναι ο σταυρός, εδώ είναι η ιστορία.
Ο
αξεδιάλυτος, όπως υπονοείται, χαρακτήρας της συνάντησης ανάμεσα στους δύο
κόσμους κι ανάμεσα στον Πιλάτο και τον Ιησού, επιβεβαιώνεται στις δύο
ιδέες-κλειδιά της νεωτερικότητας: ότι η ιστορία «δικάζει» κι ότι, αφού αυτή η
δίκη δεν καταλήγει σε μια ετυμηγορία, είναι μια κατάσταση διαρκούς κρίσης. Από
την άποψη αυτήν, η δίκη του Ιησού είναι μια αλληγορία για την εποχή μας που,
όπως κάθε ιστορική εποχή που σέβεται τον εαυτό της, θα έπρεπε να έχει την
εσχατολογική μορφή μιας «καινούργιας ημέρας» (novissima dies), όμως η προοδευτική και σιωπηρή
απαλοιφή του δόγματος της καθολικής Τελικής Κρίσης –για την οποία η Εκκλησία
δεν θέλει πλέον να γίνεται λόγος– της στέρησε την μορφή αυτή. Όπως στην
ιατρική, έτσι και στην θεολογική παράδοση, ο όρος «κρίση» είναι αξεδιάλυτα
συνδεδεμένος με μια ορισμένη χρονική στιγμή: με τις «κρίσιμες ημέρες» (dies decretorii), όταν ο γιατρός «κρίνει»
αν ο ασθενής θα επιβιώσει, και με την τελευταία ημέρα, που συμπίπτει με το
τέλος του χρόνου ή εκείνου που θα πρέπει να κριθεί. Γράφει ο Ακινάτης:
«Η
κρίση αφορά το τέλος, εκείνο δια του οποίου τα πράγματα φτάνουν στο τέρμα τους
(Summa
Theol., Suppl., ερ. 88, άρ. 1) [...]
Δεν μπορεί να κριθεί κάτι το μεταβλητό πριν από την ολοκλήρωσή του [...] γι’ αυτό
είναι αναγκαίο η τελική κρίση να λάβει χώρα την τελευταία ημέρα, γιατί μόνο
τότε μπορεί να κριθεί πλήρως και σαφώς αυτό που αφορά σε κάθε άνθρωπο». (Summa Theol.,
ΙΙΙ, ερ. 59, άρ. 5)
Όπως
το τραύμα στην ψυχανάλυση, έτσι και η κρίση, που είχε εκτοπιστεί από την
τρομερή της θέση, εμφανίζεται εκ νέου με παθολογική μορφή, σε κάθε πεδίο και
ανά πάσα στιγμή. Διαχωρισμένη από την «αποφασιστική ημέρα», μεταμορφώνεται σε
μια μόνιμη κατάσταση. Κατά συνέπεια, η δυνατότητα τής μια για πάντα απόφασης
χάνεται, και η αδιάκοπη απόφαση δεν αποφασίζει, αυστηρά μιλώντας, το παραμικρό.
Ή ακόμα, όπως συνέβη στον Πιλάτο, μεταστρέφεται αιφνίδια σε καταστροφή. Ο
αναποφάσιστος –ο Πιλάτος– δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να λαμβάνει αποφάσεις, ο
αποφασισμένος –ο Ιησούς– δεν έχει να λάβει καμιά απόφαση.
Αποσπάσματα από το βιβλίο: Giorgio Agamben, Πιλάτος και Ιησούς, μετάφραση Δέσποινα Λαμπαδά, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σελ. 80, που μόλις κυκλοφόρησε
Φώτης Κόντογλου, Ο Βορέας, 1939, Τοιχογραφία, Ιδιωτική συλλογή |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου