Περίμενε το Άγιο Πάσχα και την Μεγάλη Εβδομάδα. Δεν
ήξερε πια τι μέρα ήταν. Ένοιωθε μόνο την αλλαγή του καιρού. Κλεισμένος τώρα εδώ
καιρό μέσα σ' ένα δωμάτιο, ένοιωθε πως οι μυρουδιές της άνοιξης ήταν μυρουδιές
ενός άλλου καιρού. Αλλά τώρα είχε ανοίξει την πόρτα, τα είχε καταφέρει. Είχε
βγει σε έναν δρόμο γεμάτο από τα τιμαλφή της άνοιξης.
Ανέβηκε σε ένα αυτοκίνητο και προχώρησε χιλιόμετρα
μακριά. Ήταν πολύ μακριά σε έναν άλλο τόπο, μακριά από την χώρα του. Η γλώσσα
του φάνηκε οικεία. Θυμήθηκε τα γαλλικά του. Ούτε μπορούσε να θυμηθεί πώς είχε
βρεθεί εκεί. Σ' αυτήν την ωραία γειτονιά του Μαραί. Σταμάτησε να πιει έναΝ καφέ
και να καπνίσει. Κινήσεις οικείες, καθημερινές. Προσπαθούσε να διαβάσει
την Monde, όμως το μυαλό του γυρνούσε στο Ορθόδοξο Πάσχα
των Ελλήνων. Δεν ήξερε γιατί. Όχι, αυτή η σκέψη δεν ήταν απότοκο
μιας πίστης που ενδεχομένως δεν υπήρχε πια. Ούτε ακόμη ο φόβος του θανάτου τον
έκανε να στρέφει με ελπίδα μυαλό του σ’ αυτήν την παραμυθία. Αλλά οι
μυρουδιές της άνοιξης. Αυτές και μόνο αυτές.
Είχε κλείσει τους παλιούς λογαριασμούς και αισθανόταν
μια ελευθερία πρωτόγνωρη. Την ελευθερία του γυμνού. Πήγε στο τηλεγραφείο και
πήρε ένα τηλεγράφημα από έναν παλιό φίλο, καλλιτέχνη στα Τίρανα, που έβγαζε το
ψωμί του στην Αθήνα βάφοντας σπίτια. Και τα βράδια ζωγράφιζε μετά πάθους πάνω
στον καμβά, ό,τι του φλόγιζε το μυαλό και την καρδιά όλη τη μέρα.
Το τηλεγράφημα ήταν λιτό και περίεργο "Θα μου
λείψεις, αν φύγεις". Μα ήδη είχε φύγει. Ούτε ήξερε πώς. Περπάτησε και
μπήκε στην ρώσικη εκκλησία. Οι ψαλμωδίες τον συνεπήραν. Αλλά στο μυαλό του
γυρνούσαν τα λόγια του φίλου του. Σιγά-σιγά θυμόταν. Πώς είχε φύγει, πώς
βρέθηκε στο Παρίσι. Θυμόταν πώς είχε βγάλει το ράσο του, πώς είχε Μεγάλη Τρίτη
δεχτεί μια γυναικεία συντροφιά στο δωμάτιο του, πως μετά έβλεπε παλιές
φωτογραφίες. Ένας κόμπος έσφιξε τον λαιμό του. Γυρνούσε πάλι πίσω, Μεγάλη
Πέμπτη, Μεγάλη Παρασκευή. Η Μαγδαληνή στεκόταν απέναντί του, εκεί στο
Τροκαντερό. Κάπνιζε τσιγάρο άφιλτρο και φυσούσε τον καπνό προς το μέρος του.
Μπροστά του όλα τα νέα της χώρας του. Δεν ήθελε να τα μάθει.
Κοιτούσε τα μάτια της Μαγδαληνής. Της φίλης του
Χριστού. Ήταν στ' αλήθεια μάτια ερωτευμένα, αλλά είναι βέβαιο πως αυτή λέξη
ήταν απαγορευμένη. Όμως, καμία απαγόρευση, σκέφτηκε δεν μπορεί να υποτάξει την
αλήθεια. Μακριά από τη γενέθλια γη έβλεπε τα πράγματα πιο καθαρά.
Πού θα κάνεις Ανάσταση; Η φωνή της Μαγδαληνής τον
έβγαλε από τις σκέψεις του. Δεν ξέρω, της απάντησε. Ξέρεις, του είπε, ανασταίνεται
κάθε μέρα. Υπάρχει κάθε μέρα. Δεν την ρώτησε ποιος. Ήξερε. Αυτό σε κρατάει στη
ζωή; ρώτησε την γυναίκα απέναντι του. Όχι αυτό, αυτός, του απάντησε. Είσαι
αυτός, του είπε, γι' αυτό κάθισα μαζί σου.
Ο ερημίτης κοίταξε τα πολιτικά ρούχα που φορούσε. Σε
μια χώρα κοσμική, ένοιωσε ένα σκίρτημα πίστης. Για μια στιγμή. Εκείνη
το κατάλαβε και χαμογέλασε. Του χάιδεψε το μάγουλο. Ένα μάγουλο που πια δεν
είχε πάνω του την νεότητα. Αλλά δεν είχε καμία σημασία. Σηκώθηκαν και
πήγαν να ανάψουν ένα κερί. Πιάστηκαν από τα χέρια και περπατούσαν ανέμελα
στους δρόμους τους Παρισιού. Εκείνη χαιρόταν σαν παιδούλα.
Ξέρεις, του είπε, κάθε φορά που φτιάχνω τον Επιτάφιο,
είναι σαν να τον φτιάχνω πρώτη φορά. Γίνομαι πάλι παρθένα. Εκείνος γέλασε,
δεν είχε φτιάξει ποτέ του Επιτάφιο. Αλλά κάθε φορά έβλεπε παιδιά που έκαναν με
ζέση τούτο το καθήκον. Πάσχα των χριστιανών, σκέφτηκε. Μπήκαν στο τηλεγραφείο κι
έστειλε απάντηση στον φίλο του. "Δεν έφυγα ποτέ και δεν θα φύγω". Η
Μαγδαληνή του έδωσε ένα φιλί. Καλό Πάσχα αγαπημένε.
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου