Νίκος Καναρέλης, Woman holding constructivism, 2010, μολύβι σε χαρτί, 67 x 57 εκ. |
Κάτι
αντίστοιχο δεν είχε δει στα εδώ. Τουναντίον, είχε ακούσει ότι η χριστιανική
αγάπη έχει όρια όσον αφορά στους πρόσφυγες. Βέβαια δεν θέλει να αδικεί. Υπήρξαν
και λίγες φωνές υπερασπιστικές των προσφύγων. Αλλά αυτές οι φωνές έσωσαν την
προσωπική τους τιμή και όχι το σύνολο. Και τώρα σκεφτόταν ότι ακόμα και εκείνος
ο παλιός των νησιών της εξορίας που έκανε ηθικοθρησκευτική διαπαιδαγώγηση, θα
μιλήσει για την δραματική και αναστάσιμη πορεία του Ιησού από την Ναζαρέτ. Ο
ερημίτης σκεφτόταν ότι η Αγία και Μεγάλη Σαρακοστή και η νηστεία που την
συνοδεύει είναι μια περίοδος στοχασμού, μια περίοδος που οι άνθρωποι απέχουν
από αυτά που επιθυμούν. Απέχουν άραγε από την εξουσία οι μητροπολίτες; Ο
ερημίτης ήξερε ότι για τους περισσότερους αυτό δεν συμβαίνει. Αλλά αυτές
οι σκέψεις, σκόρπιες, του ερχόταν στο μυαλό. Γιατί το μυαλό του είχε στραφεί
προς το Αιγαίο και την Ειδομένη. Ο Χριστός Πάσχων σκέφτηκε. Αυτό ήταν το Αιγαίο,
αυτή η Ειδομένη.
Ο ίδιος
πάντα περπατούσε στα μέρη που κύλησε αίμα και δάκρυ. Εκεί αισθανόταν ότι ήταν
τα μέρη του και εκεί ο δρόμος του. Δρόμος καιόμενος, χωρίς ρομαντισμό, χωρίς
γλυκανάλατα παίγνια συναισθηματικού θεάτρου. Ναι οι πρόσφυγες του κόσμου είναι
η οδός και η αλήθεια, είναι το μέτρο για το τι είναι ο καθένας, ο μη πρόσφυγας.
Αυτός που δεν νομίζει ότι είναι πρόσφυγας κατά βάθος είναι περισσότερο
πρόσφυγας. Είναι πλάνητας και πλανεμένος, γιατί αγνοεί μια βασική παράμετρο της
φύσης του. Ότι είναι οιονεί πρόσφυγας. Είναι αυτό που κατάλαβαν οι άνθρωποι
αυτής της χώρας και έδρασαν όπως έδρασαν με ανοιχτή καρδιά. Τόσο απλά. Αυτοί
κατάλαβαν το Πάσχα. Αυτοί έχουν μέσα τους την μαρτυρική πορεία.
Ο ερημίτης
κρατούσε τις σημειώσεις του σ' ένα τετράδιο. Χάραζε με επιμέλεια τα γράμματα.
Του άρεσε το πώς γέμιζαν οι σελίδες με το χέρι του, με την κούραση του. Μπήκε
σε μια μικρή εκκλησία, παλιά, κουρασμένη, και χάζευε τις αγιογραφίες της.
Φθαρμένες από το πέρασμα του χρόνου. Είχαν δει πολλά, και χαρές και λύπες, αυτό
άλλωστε μαρτυρούσε το βλέμμα τής Μαρίας που κρατούσε στα χέρια της τον μικρό
Ιησού. Μια μελαγχολία σκίαζε το βλέμμα της. Μια μελαγχολία που κάτι του θύμιζε
εδώ και χρόνια. Αυτό το βλέμμα είχε και η ευγενική του φίλη. Αυτό το
μελαγχολικό, που ποτέ η χαρά δεν το είχε κυριεύσει ολόκληρο. Έτσι ήταν το βλέμμα
της Μαρίας. Άραγε να ήξερε, να ένοιωθε το μέλλον του μωρού που κρατούσε στην
αγκαλιά της; Άναψε ένα κερί και στο μυαλό του ήρθε ένα άλλο βλέμμα, ίδιο, μιας
γυναίκας από την Συρία που η χαρά τής σωτηρίας που ζωγραφιζόταν στο βλέμμα της
δεν ήταν ολόκληρη. Στο βάθος του ματιού υπήρχε πάντα αυτή η μελαγχολία αυτών
που είχε ζήσει και αυτών που έμελλε να ζήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου