3/4/16

Υπάρχει απάντηση στην παγκόσμια κρίση;

ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΑΛΚΑΒΟΥΚΗΣ, Γράφοντας ανάμεσα: Εθνογραφικές αναφορές με αφορμή το Ζαγόρι, εκδόσεις Επίκεντρο, σελ. 207   

Επιστήμη είναι ο τομέας της γνώσης που ανακαλύπτει κανόνες στο πεδίο του αντικειμενικού κόσμου που ερευνά και, με βάση αυτούς, μπορεί να κάνει προβλέψεις. Εάν δεν διαθέτουμε επιστήμη, τότε, για να κάνουμε προβλέψεις, καταφεύγουμε συνήθως στη μαγεία. Το ερώτημα που μπαίνει είναι το εξής: Τι είδους προβλέψεις και ποιες λύσεις προτείνει η οικονομική επιστήμη για την παγκόσμια οικονομική κρίση; Είναι σκόπιμη η συσκότιση που επικρατεί σχετικά με αυτήν ή βρισκόμαστε στο έλεος της άγνοιάς μας;
 Από το 2008 βιώνουμε μια περίοδο που οι επίσημοι κύκλοι την ονομάζουν «κρίση» ή «ύφεση», ενώ πρόκειται για μια μεγάλη καμπή της ιστορίας της ανθρωπότητας. Δίνουν έμφαση στην οικονομική αστάθεια, αποσιωπώντας τους μετασχηματισμούς που συντελούνται στο κοινωνικό επίπεδο, όπως η φτωχοποίηση και η μετανάστευση, καθώς και τους πολιτισμικούς μετασχηματισμούς, όπως είναι η έκπτωση των αξιών και η έξαρση των κοινωνικών διακρίσεων και της βίας. Δεν μιλάμε πλέον για ουσίες αλλά για διαδικασίες, για περάσματα από τη μία κατάσταση στην άλλη. Δεν στεκόμαστε μπροστά σε ένα παρόν, γιατί καλύπτεται με συσκότιση και αδυνατούμε να το προσδιορίσουμε. Στεκόμαστε ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον. Αυτό το «ανάμεσα», που έχει ο τίτλος του βιβλίου του Β. Δαλκαβούκη, συνοψίζει τη σημερινή συνθήκη του ανθρώπου που ανάφερα.
Το «ανάμεσα» όμως σημαίνει και κάτι άλλο. Σημαίνει το κατώφλι ή πέρασμα σε μια νέα κατάσταση που συντελείται κατά την κρίσιμη φάση των διαβατηρίων τελετουργιών, καθώς και όλων των τελέσεων, σύμφωνα με τις έρευνες των Van Guennep και V. Turner. Δηλαδή, σημαίνει τη δυνατότητα της ανθρωπολογίας να φωτίζει τη διαδικασία των κοινωνικών μετασχηματισμών, άρα, να φωτίσει και τη σημερινή παγκόσμια κρίση. Με βάση αυτό, ο Β. Δαλκαβούκης μας προσφέρει μια δυναμική και ανατρεπτική οπτική της ανθρωπολογικής έρευνας. Επικεντρώνω σε τρία κύρια θέματα της προσφοράς του στην ελληνική ανθρωπολογία.

Το πρώτο θέμα αφορά τη μεθοδολογία της ανθρωπολογίας και αναλύει με πληρότητα –που δεν γνωρίζω να έχει δοθεί από άλλο ελληνικό κείμενο– το κεντρικό της σημείο, τον αναστοχασμό. Πρόκειται για το πρόβλημα που ταλάνισε επί πολλές δεκαετίες την επιστημολογία, για το αν οι επιστήμες του ανθρώπου μπορούν να λέγονται επιστήμες, εφόσον δεν τηρούν τις μεθοδολογικές αρχές των θετικών επιστημών, δηλαδή, να ερευνούν τα αντικείμενα ουδέτερα χωρίς συναισθηματικούς δεσμούς ή προκαταλήψεις, χωρίς ποιοτικές διακρίσεις και με βάση τη γραμμική αιτιοκρατία. Σύμφωνα με τον θετικισμό, που είχε επικρατήσει στην επιστημολογία, μοναδική μέθοδος έρευνας ήταν εκείνη που ισχύει για τις φυσικές επιστήμες. Η ανθρωπολογία, μετά τον δομολειτουργισμό, ήλθε σε πλήρη αντίθεση με τη μεθοδολογία αυτή του θετικισμού, γιατί τα παρατηρούμενα κοινωνικά φαινόμενα ανήκουν στην ίδια τάξη με τον παρατηρητή, αντενεργούν σ’ αυτόν και τον επηρεάζουν. Ο ανθρωπολόγος δεν ερευνά μιαν ιδεατή ή ουδέτερη πραγματικότητα. Αποτελεί ενεργό μέρος της πραγματικότητας που ερευνά, και εκφράζει τη δυναμική του μετασχηματισμού της.
Η μεθοδολογία του αναστοχασμού μεταβάλλει θεμελιακά τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο της ανθρωπολογικής γνώσης ως επιστημονικής γνώσης. Δεν αντικρίζει την πραγματικότητα σαν στερέωμα παγιωμένων ουσιών αλλά σαν πλαίσιο διαδικασιών. Και, αντίστοιχα, μετατρέπει τη γνώση, από παθητική αποδοχή ή θέαση, σε ενεργό παρέμβαση και δράση. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα φανερό στην οίκει ανθρωπολογία, όπου όπως επισημαίνει ο Β. Δαλκαβούκης ο οποίος την εξασκεί στο Ζαγόρι, «η ιδιότητα του εντόπιου (ανθρωπολόγου) είναι πέρα από ό,τιδήποτε άλλο ιδιότητα πολιτική» (σ. 21). Με άλλα λόγια, η έρευνα μιας κοινότητας από τον ανθρωπολόγο δεν γίνεται για λογαριασμό μιας εξουσίας που εκμεταλλεύεται την κοινότητα, όπως συνέβη με το σκάνδαλο Κάμελοτ στη Χιλή, αλλά για λογαριασμό της ίδιας της κοινότητας, στην αντιμετώπιση των προβλημάτων του μετασχηματισμού της. Τη θέση της αυτή την διευκρινίζει με τον αναστοχασμό, επισημαίνοντας τους όρους παραγωγής της έρευνας, το για ποιους κάνει την έρευνα και με ποιο σκοπό. Με βάση τον αναστοχασμό, σύμφωνα με τον Β. Δαλκαβούκη, η ανθρωπολογική συγγραφή είναι ένα ανάμεσα, μια διαδικασία μετάβασης από την πραγματικότητα στο κείμενο, και η έρευνα ένα ανάμεσα από τη διαδικασία της γνώσης στη δράση και από το τοπικό στο παγκόσμιο. Στο βάθος υπονοείται η διαλεκτική από το μερικό στο γενικό και από τη θεωρία στην πράξη.
Ο Β. Δαλκαβούκης προεκτείνει τον αναστοχασμό και στην ανάλυση των ανθρωπολογικών αρχείων. Γιατί, όπως είναι .γνωστό, απαιτούν αποκωδικοποίηση από τους περιορισμούς του κυρίαρχου λόγου και των κατηγοριών της εποχής κατά την οποία συντάχτηκαν. Με τον αναστοχασμό μπορούν να διερευνηθούν οι συνθήκες παραγωγής του αρχείου, οι «αφανείς φωνές» που ενδεχομένως περιέχονται σε αυτό, οι μετασημάνσεις και άλλα.
Το δεύτερο σημαντικό θέμα που διαπραγματεύεται το βιβλίο και που, από όσο γνωρίζω, πρώτη φορά εξετάζεται από την ελληνική ανθρωπολογία, είναι ο τουρισμός. Από αρκετό καιρό πριν, οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν δώσει στον τουρισμό την προτεραιότητα για την οικονομική πολιτική της χώρας μας. Κύρια προοπτική για την ανάπτυξη είχε τεθεί να γίνουμε ξενοδόχοι και γκαρσόνια των ξένων τουριστών. Για το σκοπό αυτό, επιχειρηματίες και κράτος επιδίωξαν, με φωτογραφίες, περιοδικά και άλλα μέσα να προβάλουν την παράδοση και τη φύση ως κύριους τουριστικούς όρους, μεταβάλλοντας τα ελληνικά τοπία σε χώρους τουριστικής κατανάλωσης. Ο Β. Δαλκαβούκης δεν αναλύει τους όρους που προκάλεσαν μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο την ανάπτυξη της τουριστικής βιομηχανίας. Ενδιαφέρεται κυρίως για τις συνέπειές της. Συμφωνεί για την ανάπτυξη που υφίστανται οι τουριστικοί τόποι. Αλλά τι είδους ανάπτυξη;
Όπως προκύπτει από την έρευνά του στο Ζαγόρι, παράλληλα με την ανάπτυξη ο τουρισμός μεταβάλλει τις κοινωνικές δομές του τόπου, οξύνει την ταξική διάρθρωση και περιορίζει τους λιγότερο παραγωγικούς τομείς. Μετατρέπει τον τουριστικό τόπο σε ένα μη-τόπο, σε παγκοσμιοποιημένο τοπίο, όπου, όπως γράφει χαρακτηριστικά, οι ντόπιοι αλλάζουν τον εαυτό τους έτσι όπως θα τους περίμεναν οι τουρίστες. Πρόκειται για το φαινόμενο του επιπολιτισμού, που συνιστά βασικό γνώρισμα του νεοελληνικού κράτους και κατά το οποίο η κουλτούρα μας μιμείται τη Δυτική κουλτούρα.
Το τρίτο σημαντικό θέμα του βιβλίου αφορά την αντιμετώπιση της κρίσης. Αποτελεί μία από τις δύο ή τρεις περιπτώσεις όπου η ανθρωπολογία της χώρας μας εγκαταλείπει το συμβολισμό του Geertz και περνά στην πρακτική του Bourdieu για να αντιμετωπίσει το φλέγον πρόβλημα της κρίσης. Το πέρασμα αυτό συνοδεύεται με τη στροφή από την ακαδημαϊκή στην εφαρμοσμένη ανθρωπολογία. Με δεδομένο ότι το βιομηχανικό μοντέλο περνά σε αποδόμηση λόγω της αντίφασης: αυτοματισμός -> ανεργία -> πτώση της κατανάλωσης -> αποβιομηχανοποίηση, το κύριο ζήτημα που αντιμετωπίζει η ανθρωπολογία είναι η αντίσταση στην επίθεση που ασκεί η οικονομία του χρήματος και της αγοράς στην κοινωνία, κατά τον Polanyi, και το πρόβλημα του μετασχηματισμού. Ως επιστήμη που ερευνά συστημικά τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς η εφαρμοσμένη ανθρωπολογία ανέλαβε το χρέος να διερευνήσει την κοινωνική αλλαγή που εγκυμονείται από την παγκόσμια κρίση. Ο Β. Δαλκαβούκης επικεντρώνει στην προτεινόμενη λύση που έχει αρχίσει να διακινείται πρόσφατα στη χώρα μας, καθώς και σε άλλες, και όχι μόνο από ανθρωπολόγους αλλά και από πολλές προβληματιζόμενες ομάδες, παίρνοντας πρωτοποριακό ρόλο, στη λύση της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας ή Κ.ΑΛ.Ο. Στις 29 Ιανουαρίου έγινε στην Αθήνα ευρωπαϊκό Φόρουμ για το μοντέλο αυτό και στις 21 Φεβρουαρίου επίσης στην Αθήνα έγινε ημερίδα από το Τμήμα Οικονομικής Πολιτικής του Σύριζα.
Το μοντέλο της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας που συνδέεται με την αυτοδιαχείριση και την αειφορία και στηρίζεται πάνω στο «δώρο» του Mauss, βρίσκεται σε αντιπαράθεση προς την οικονομία της αγοράς και έχει πιστοποιηθεί σε πολλές προβιομηχανικές κοινωνίες, καθώς και στην Ελλάδα. Πρέπει να σημειωθεί επίσης, ότι έχει επιχειρηθεί με επιτυχία στην Αργεντινή, όπως αναφέρει ο συγγραφέας, αλλά και στη χώρα μας, άλλη μια διαφορετική απάντηση στο πρόβλημα: ο μετασχηματισμός του βιομηχανικού μοντέλου με βάση την αυτοδιαχείριση. Πρόκειται για τις πιο πρωτοποριακές προσπάθειες που έχουν εμφανιστεί για το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης. Με βάση αυτά τα δεδομένα, το βιβλίο του Β. Δαλκαβούκη βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του σύγχρονου προβληματισμού. Ας σημειωθεί ότι ο επίσημος λόγος όχι μόνο δεν συζητά τη δυνατότητα αντιμετώπισης της κρίσης αλλά την αποκρύπτει και την παρουσιάζει ως ύφεση.
Ο Β. Δαλκαβούκης προχωρεί πιο πέρα, επιχειρώντας την κριτική θεώρηση των προτεινόμενων προτάσεων για τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Δεν καταδικάζει το μοντέλο της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, αλλά αμφισβητεί, και πολύ σωστά, εάν είναι επαρκές (σ. 164, 168). Υποστηρίζει ότι πρέπει να συνδυαστεί με πρόταση για τον ανθρώπινο παράγοντα και με συσχέτιση προς τον δευτερογενή τομέα. Εάν αγνοηθεί κατά το μετασχηματισμό ο τομέας της βιομηχανικής παραγωγής, τότε, λόγω της ιδιαιτερότητάς του, το κοινωνικό σύστημα θα έπρεπε να τον ξαναδημιουργήσει, με όλες τις δυσμενείς συνέπειες. Εντούτοις, το μοντέλο της Κ.ΑΛ.Ο. θα μπορούσε να παίξει αποφασιστικό ρόλο στη δημιουργία ρωγμών στο κυρίαρχο σύστημα. Ο συγγραφέας προτείνει τελικά τη θέση του Gorge.

Ο Σωτήρης Δημητρίου είναι ανθρωπολόγος

Γιώργος Βαβυλουσάκης, Flamingo, 2016, ακρυλικό σε χαρτί, 50 x 70 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: