ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΣΤΑΥΡΙΔΗ
«Διανοούμενος».
Βαριά λέξη και κακοπαθημένη. Λέξη που εγείρει υποψίες: δηλαδή απ’ αυτούς που
υμνούν τους ισχυρούς, απ’ αυτούς που εκμεταλλεύονται τα προνόμια που τους
δίνουν οι γνώσεις και οι καλλιεργημένες δεξιότητές τους; Αν έχει νόημα να
διασώσουμε τη λέξη από την απαξίωσή της ίσως πρέπει να σκεφτούμε ως διανοούμενο
όχι εκείνον που ξέρει ή εκείνον που σκέφτεται και διατυπώνει σκέψεις σε έργα
(λόγου, εικόνας κ.λπ.) αλλά εκείνον που έχει κοινωνικά ένα ορισμένο δικαίωμα
λόγου. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι εκείνοι και εκείνες που μιλούν ως
διανοούμενοι έχουν ήδη αναγνωριστεί στην κοινωνία ως φορείς βαρύνουσας γνώμης.
Και εδώ βέβαια ξεκινούν τα προβλήματα. Ούτε η κοινωνία είναι ένα ομοιογενές σύνολο
ούτε η απόδοση βάρους στη γνώμη κάποιων προέρχεται από κάθε πλευρά του
κοινωνικού. Βαρύνουσα γνώμη αποκτούν εκείνοι καταρχήν που ως διανοούμενοι
υπερασπίζονται την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων.
Το
πεδίο της διάπλασης, διάδοσης και υποστήριξης απόψεων όμως είναι ένα πεδίο
ανταγωνισμού. Οι αναμετρήσεις για το νόημα και την εγκυρότητα των
αναπαραστάσεων του κοινωνικού κόσμου (όπως τις προβληματοποιεί για παράδειγμα ο
Μπουρντιέ) αποτελούν κρίσιμα συστατικά για τη διάπλαση απόψεων, μπορεί να
συνεργούν λοιπόν στην ανάπτυξη της συναίνεσης ή της αντίρρησης. Σε αυτό το
πλαίσιο οι διανοούμενοι αναλαμβάνουν ρόλους διακριτούς: Μπορεί να εμφανιστούν
ως διαιτητές εκκαθαρίζοντας το τοπίο από παρανοήσεις και παρεξηγήσεις, αυτό
όμως δεν τους θέτει εκτός του πεδίου των απόψεων, απλά εμφανίζει την άποψή τους
με ορισμένο τρόπο και την νομιμοποιεί ανάλογα. Μπορεί να εμφανιστούν ως
υποστηρικτές απόψεων που συνηγορούν στις βασικές προκείμενες και αξίες της
κοινωνίας. Όμως επειδή αυτές οι προκείμενες, παρότι εν τέλει είναι διακριτές,
με πολλούς τρόπους εκδηλώνονται ή μεταμφιέζονται διαφορετικά αναπτύσσονται στην
εκδίπλωσή τους σε γνώμες που διαπερνούν την κοινωνική ζωή. Τελικά οι συνήγοροι
έχουν τις δικές τους ιδιαίτερες κατασκευές ερμηνειών και αποφάνσεων. Μπορεί
επίσης να εμφανιστούν οι διανοούμενοι και ως παραγωγοί απόψεων που κριτικάρουν
ή αμφισβητούν τις βασικές προκείμενες και αξίες της κοινωνίας. Και δω βέβαια η
πολυπλοκότητα των συνδυασμών είναι τεράστια. Το έργο της κριτικής άλλωστε έχει
την πρόσθετη υποχρέωση διαρκώς να βρίσκει τρόπο να θεμελιώνει το πεδίο της
εκφοράς του και τις οριοθετήσεις του από τη συνηγορία προς το υπάρχον. Διανοούμενος-διαιτητής, διανοούμενος-συνήγορος, διανοούμενος-κριτικός. Δεν
πρόκειται για σταθερές ταυτότητες παρότι η υιοθέτηση της στάσης που τους
αντιστοιχεί ορίζει κάθε φορά έναν ρόλο στον κοινωνικό ανταγωνισμό. Εκείνο που
κατεξοχήν πλάθει τα όρια και το πρόσημο μιας τέτοιας στάσης είναι η
ιδιαιτερότητα των ιστορικών συνθηκών εντός των οποίων εκδηλώνεται. Πότε, ποιος
λέει και κάνει τι που του αποδίδει τη θέση του διανοούμενου;
Και δω είναι που το παράδειγμα του Σ.
Δημητρίου εισβάλλει ως παράδειγμα σήμερα της ιστορικής κρίσης του διανοούμενου.
Έχοντας διανύσει μια τεράστια διαδρομή μόρφωσης και αυτομόρφωσης ο Δημητρίου
εδώ και πολλές δεκαετίες (ενήργησε και) ενεργεί ως φορέας δημόσιας γνώμης. Δεν
είναι όμως αυτό που του δίνει το δικαίωμα μιας βαρύνουσας γνώμης: δεν επεδίωξε
και δεν κέρδισε καμιά θεσμική υποστήριξη της θέσης του ως διανοούμενου. Ακόμη
λοιπόν και με τη στάση του που μοιάζει να αντιστοιχεί στο ρόλο του διανοούμενου
κριτικού βρίσκεται έξω από μια ταξινόμηση των ενδεχόμενων χαρακτηριστικών της
διανοούμενης συμπεριφοράς. Σκέφτεται, γνωρίζει, έχει γνώμη αλλά και διαρκώς
αναρωτιέται για τα όρια της σκέψης, της γνώσης και της γνώμης του. Αυτό τον
καθιστά έναν ιδιότυπο διανοούμενο σε διαρκή αυτοκριτική. Το βάρος την γνώμης
του δεν ιδρύεται στο εσωτερικό της ταξινόμησης αυτών των ρόλων αλλά στα όρια
της υπέρβασής τους. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Δημητρίου, σαν τον νεοφερμένο
του Ρανσιέρ, αλλάζει την τάξη των ρόλων ακριβώς γιατί εισάγει έναν ρόλο
καινούργιο που θέτει τη σχέση των υπόλοιπων ρόλων μεταξύ τους σε κρίση (με
τρόπο ανάλογο που η τάξη του αισθητού, κατά Ρανσιέρ, αυτού που μπορεί να
μιληθεί και να βιωθεί, διαταράσσεται από την είσοδο στο προσκήνιο κάποιων που
μέχρι πριν δεν είχαν λόγο, δεν είχαν καν το δικαίωμα του λόγου).
Με
μια έννοια, ο Δημητρίου καταφέρνει με το έργο του και με τη στάση του να
αξιώσει να έχουν βαρύνουσα γνώμη όλοι εκείνοι και εκείνες που σκέφτονται και
μαθαίνουν παρότι δεν έχουν την αναγνωρισιμότητα του διανοούμενου. Ο Δημητρίου
με το έργο του εισάγει έναν περίεργο ιό στο οικοσύστημα του ακαδημαϊσμού:
τούτος ο ιός προσβάλλει έργα και λόγια που εμφανίζονται ως βαρύνοντα εξαιτίας
της προέλευσης τους και όχι εξαιτίας της κριτικής τους αξίας. Έτσι η κριτική
σκέψη που ασκεί δεν είναι πια μια στάση ανάμεσα σε άλλες αλλά μια ιογενής και
μεταστατική απειλή που αναπτύσσεται στη διανοούμενη στάση από τα μέσα και από
τα έξω ταυτόχρονα. Στο όνομα αυτών που στοχάζονται τη ζωή τους και τη ζωή των
άλλων χωρίς απαραίτητα να δημοσιεύουν ή να δείχνουν τα έργα τους και χωρίς να
αθροίζουν περγαμηνές γνώσης ο Δημητρίου δείχνει πως η κριτική είναι στάση ζωής
όχι γνώμη μόνο ή άποψη.
Είναι
ο Δημητρίου διανοούμενος; Ναι, γιατί έχει καταφέρει να έχει ένα κοινωνικά
αναγνωρισμένο δικαίωμα λόγου, γιατί έχει άποψη και τη λέει, γιατί ψάχνει τούτη
την άποψη ακατάπαυστα, πεισμένος ότι ο διάλογος με το έργο και τη σκέψη των
άλλων μπορεί να την αναπτύσσει και να την κρίνει. Όχι, γιατί έχει υπερβεί τη
στάση του διανοούμενου επειδή έχει καταφέρει τούτη η στάση να γίνει στάση ζωής,
να διασκορπιστεί στη ζωή του όλη. Ως αγώνας για την απελευθερωτική δύναμη της
σκέψης και της γνώσης, για την απελευθερωτική δύναμη της τέχνης ως μαθητείας
στη συλλογική συνείδηση. Πέραν του διανοούμενου, ίσως, και ισχυρό πρότυπο για
τους κριτικούς διανοούμενους ταυτόχρονα: έχει νόημα, μας λέει με τη ζωή του, να
κρίνουμε με το σύνολο των ανθρώπινων δυνάμεών μας, με τη σκέψη και την αίσθηση,
με τα όνειρα και τις αναμνήσεις μας, σε διαρκή συνεργασία με εκείνους και
εκείνες που νιώθουν την ίδια ανάγκη για έναν άλλο κόσμο δίκαιο. Σε έναν τέτοιο
κόσμο ανθρώπινης χειραφέτησης θέλει μήπως να μας πει ότι θα είμαστε όλοι
διανοούμενοι γιατί διανοούμενοι πια δεν θα υπάρχουν;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου