3/4/16

Στην αμεσότητα των Αθηνών

Έκλεισε ένας χρόνος από τότε που εγκαταστάθηκα στην Αθήνα, ύστερα από 40 τόσα χρόνια στο εξωτερικό. Μένω στην υποβαθμισμένη οδό Πατησίων και δεν κρύβω ότι πρέπει κάθε φορά να δικαιολογούμαι μπροστά στα επιφωνήματα εκπλήξεως σύμμεικτα με κάποια υποδόρια περιφρόνηση εκ μέρους γνωστών και φίλων. Θα περίμεναν από έναν «ευρωπαίο» να κατοικεί σε πιο ανθρώπινο, πιο πολιτισμένο περιβάλλον. Και από μια άποψη έχουν δίκιο. Μόνο η βρώμα με τους ανοικτούς σκουπιδοτενεκέδες της αρκεί για να σε κάνει να μετακομίσεις.
Η Αθήνα μετακόμισε μεταφορικώς και κατά κυριολεξία. Και συνεχώς μετακομίζει, αφήνοντας την Αθήνα στην Αθήνα που θυμάμαι και που δεν βρίσκω πουθενά. Αλλά το ίδιο αισθάνεται κανείς όταν ξαναβρίσκεται στο Παρίσι ή το Λονδίνο της νεότητάς του. Και ύστερα από λίγα χρόνια, το ίδιο πιστεύω θα νοιώσω, αν ζω, και στην πόλη των Βρυξελλών που τη θυμάμαι τόσο επαρχιακή ακόμη, όπως θυμάμαι τα βυζαντινά χρόνια της παιδικής μου γειτονιάς. Όλα αλλάζουν, πλην τώρα πια ιλιγγιωδώς, και οπωσδήποτε προς το χειρότερο, γιατί η αλλαγή δεν ανταποκρίνεται ποτέ στα τρυφερά αιτήματα αλλαγής του μεταπολεμικού ανθρώπου.
Ο πατέρας μου δυστροπούσε με τις παλαιές ταινίες. Η μιζέρια και ο μουντός κόσμος τους ανακαλούσαν στη μνήμη του τη μιζέρια και τη μουντή ζωή των παιδικών του χρόνων. Ήταν σοσιαλιστής, προοδευτικός. Πίστευε στον ανθρωπιστικό ορθολογισμό της επιστήμης που θα μετέτρεπε τις πόλεις σε εύτακτα και φωταγωγημένα κέντρα δικαιοσύνης και χαράς, ώστε να γίνεται η ζωή άξια να τη ζεις. Αν ζούσε σήμερα, θα κατέφευγε έντρομος πίσω στο χωριό του. Μόνο που κι αυτό θυμίζει μάλλον προάστιο των Αθηνών. Ο παππούς μου αντιθέτως ήταν βασιλικός,  άνθρωπος της γης, βαθύτατα συντηρητικός, αμετακίνητος. Δεν ανεχόταν καν τα λιγοστά αυτοκίνητα. Έζησε ως αιώνιος με το παλιό σινάφι του μέχρι τελικής εξαφάνισης. Ζηλεύω περισσότερο αυτούς που εξαφανίζονται από εκείνους που πεθαίνουν απογοητευμένοι, μ’ αρέσουν όμως οι πραγματιστές που δεν προσκυνούν την αρχή του πραγματισμού. Έτσι νομίζω ήταν οι παλαιοί που ζούσαν με την πνοή της κυκλικής παράδοσης.

Μολαταύτα, όσες αιτιάσεις κι αν αραδιάσει κανείς εναντίον των Αθηνών, εγώ επιμένω μαζί με όλους, όσοι παρεπιδημούν ενταύθα, ότι αυτή η πόλη είναι η πιο ανοικτή πόλη της Ευρώπης. Όποιος δεν έζησε στο εξωτερικό τις τελευταίες δεκαετίες, δεν θα καταλάβει ποτέ πόσο ασφυκτικές κατάντησαν οι σύγχρονες μεγαλουπόλεις. Πόσο εχθρικές προς τον πολίτη! Και γι’ αυτό θα είναι κρίμα να γίνει η Αθήνα ίδια κι όμοια με τις ξένες πρωτεύουσες ή, ακόμη χειρότερα, με τα διαστημικά αρχιτεκτονήματα του αραβικού πετρελαίου. Τα σχέδια για την ανάπτυξη της παραλιακής Αττικής κόβουν την ανάσα και παγώνουν το αίμα κι εκείνων ακόμη που κυκλοφορούν όλη μέρα με τ’ ακουστικά στ’ αυτιά.
Ήξερα τί θα βρω στην Αθήνα και δεν παραπονιέμαι, έκπληκτος. Το σπουδαιότερο είναι το αμνησίκακο του καιρού της. Μια πόλη πλασμένη για να ζεις έξω. Τα σπίτια δεν σε κρατάνε, σε σπρώχνουν στο δρόμο. Είναι αξιοπαρατήρητο ότι τα προβλήματα αναφύονται κατά κανόνα,  όταν ο καιρός σε αναγκάζει να μείνεις μέσα, ιδίως υπό τις υφιστάμενες συνθήκες πτώχευσης.  Κρύο, υγρασία, τηλεόραση. Γίνεσαι επιθετικός. Βγαίνεις για να μαλώσεις. Σε λίγο σου περνάει. Μια πλατεία, ένα καφενείο. Σε καμμιά πρωτεύουσα της Ευρώπης δεν μπορείς να περάσεις όλο το πρωί ή όλο το βράδι με ένα ποτό. Εκεί, η κατανάλωση πρέπει να ανανεώνεται κάθε είκοσι λεπτά. Αλλά και καμμιά πρωτεύουσα δεν προσφέρει καθημερινώς τόσες πολιτιστικές δράσεις, τόσες εκδηλώσεις λόγου και τέχνης. Μπορεί βεβαίως όλος αυτός ο «πολιτισμός» να διατηρεί περιορισμένες σχέσεις με τον Λόγο, διατρανώνει όμως τη μόνιμη νεοελληνική ανάγκη προφορικής επαφής. Πολιτισμός για τους Νεοέλληνες δεν είναι ούτε πνευματικός προβληματισμός, ούτε απλώς μια αγορά προϊόντων πολυτελείας, αλλά παρουσία και προφορικότης. «Έξω ή θάνατος!» Αυτού έγκειται, κατά τη γνώμη μου, η «πνευματική» διάσταση της σύγχρονης εκδοχής του νεοελληνικού πολιτισμού. Το παλαιό έξω είναι πλέον το προφορικό μέσα της τηλεόρασης ή των πολιτιστικών εκδηλώσεων.
Οι κλιματικές συνθήκες του Ελληνισμού ευνόησαν τον προφορικό λόγο. Η ευφράδεια και η ευστροφία στον δημόσιο χώρο στάθηκαν ανέκαθεν αξιοσημείωτο γνώρισμά του. Απέρρεαν όμως από μια μακρά παράδοση. Η εσωτερικότητα ίσως να υπέφερε, όπως σήμερα υποφέρει βαριά από το «ποιοτικό».  Μόνο σοβαρό αντιστάθμισμα φαίνεται να είναι τα μοναστήρια και καμμιά φορά οι φωτισμένοι ναοί, από τους λίγους χώρους όπου χωρίς να είναι θρήσκος, μπορεί κανείς να κλάψει χωρίς να ντρέπεται.  Οι ναοί δεν χωράνε το γέλιο, κι ας είναι όλοι μια υπόσχεση. Αλλά το γέλιο που δεν αναβλύζει μες από τα συντρίμμια του κλάματος, δεν έχει και μεγάλη σημασία.
Προφορικότης σημαίνει αμεσότητα με τα πράγματα και τους ανθρώπους. Είναι δηλαδή αλήθεια πρωτογενής και ως αλήθεια μένει πάντα κρυμμένη. Γι’ αυτό και η λογοτεχνία αναζητούσε ανέκαθεν την προφορικότητα.  Με τη διαφορά ότι ενώ στις παλαιότερες εποχές, οι τέχνες και τα επαγγέλματα σε έμπαζαν σούμπιτο μέσα στην πραγματικότητα, οι σημερινές κοινωνίες των άυλων υπηρεσιών και της επικοινωνίας καθιστούν την προφορικότητα ανερμάτιστη αδολεσχία.
Είναι αδύνατο φερ’ ειπείν να βγάλεις άκρη από τις ειδήσεις, όπως στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Εδώ, οι πληροφορίες σπανίως είναι πληροφορίες. Δεν εκφέρεται η συγκεκριμένη είδηση, αλλά η απόχρωση του τάδε σταθμού η δημοσιογράφου. Τί παράδοξο μα την αλήθεια! Στην πόλη του ήλιου έχουμε χίλιες αποχρώσεις, μα όχι υλική βάση! Αρκεί να περάσει κανείς ένα μήνα της ζωής του σε πολιτιστικές δράσεις κι εκδηλώσεις. Η προφορικότης θρασομανάει πάνω στο μνήμα της αμεσότητας.
Αλλά τί σχέση μπορεί να έχει η βρώμα των Αθηνών με τη χαμένη ή κρυμμένη αμεσότητα του Λόγου;  Μένω στην Πατησίων, σ’ ένα ρετιρέ που κοιτάζει δυτικά,  προς το όρος Αιγάλεω, το οποίο μένει ακλόνητο κάτω από χίλιες αποχρώσεις, απευθύνοντας στον καθένα την ευχή: προσωκρατικά τα τέλη της ζωής σου!

ΑΝΤΩΝΗΣ ΖΕΡΒΑΣ


Λεωνίδας Γιαννακόπουλος, Τοτέμ, 2014, μελάνι σε χαρτί, 25 x 30 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: