ΤΗΣ ΤΖΙΝΑΣ ΠΟΛΙΤΗ
Αναζητώντας
τον Άλλο
«Η κλίση των σοφιστών προς τα μονοπάτια των
απόκρυφων είναι ένα ευσταθές μέγεθος», παρατήρησε ο Τζων Έγκλιτον. Οι κεντρικοί δρόμοι είναι βαρετοί αλλά
οδηγούν στην πόλη. Καλό Μπέικον: που μούχλιασε. Ο Σαίξπηρ οι νεανικές τρέλες
του Μπέικον. Κρυπτογραφοταχυδακτυλουργοί κινούμενοι στους κεντρικούς δρόμους. Εξερευνητές
της μεγαλόπρεπούς αναζήτησης.[i]
Ρατλαντμπέικονσάουθαμπτονσαίξπηρ».[ii]
Και ήταν άραγε μόνο αυτοί οι τρεις σε ένα οι άλλοι του Σαίξπηρ, ή μήπως, όπως παρατηρεί ο Βιβλιοθηκάριος, μεταξύ
αυτών ήταν και ο William
Herbert,
κόμης του Pembroke,[iii]
ο οποίος, πέραν της συγγραφής του σαιξπηρικού έργου, συνδέεται και αυτός με το άλλο
μεγάλο ερώτημα που αφορά, όπως προκύπτει από τα Σονέτα και το μυστηριώδες
πρόσωπο στο οποίο είναι αφιερωμένα, τη σεξουαλική ταυτότητα του συγγραφέα;
Το ερώτημα αυτό, χάρη σε διάφορες ερμηνευτικές
σοφιστείες, παρέμενε για χρόνια επτασφράγιστο μυστικό. Ανασύρθηκε στο φως στις
αρχές του 20ού αιώνα, η έρευνα ωστόσο και οι απαντήσεις που προέκυψαν
περιορίστηκαν σε ένα στενό κύκλο μυημένων. Ήταν ο Σαίξπηρ ομοφυλόφιλος; Και αν
ναι, ποιος από τους ευγενείς άλλους ήταν
εραστής του; Μήπως δεν ήταν κανένας από τους αυτούς αλλά, όπως υποστήριξε ο Οscar Wilde, εκείνος που κατέκτησε τον Βάρδο
και έφερε τα πάνω κάτω στην ζωή του ήταν ένα πανέμορφο, λαϊκό αγόρι, ένας
εξαίρετος ηθοποιός του που υποδυόταν τους γυναικείους ρόλους στα έργα του; Στο
ερώτημα αυτό, θα επανέλθουμε.
Πέρα από τα παραπάνω αναπάντητα
δύο αινίγματα που μας κληροδότησε ο Σαίξπηρ, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η
υποδοχή του από τις μελλοντικές γενιές αναγνωστών υπήρξε πάντα προβληματική. Ήδη,
από τα χρόνια της Παλινόρθωσης, όταν τα θέατρα που είχε σφραγίσει ο Κρόμβελλ άνοιξαν,
και η σκυθρωπή, πουριτανική κουλτούρα είχε δώσει τη θέση της σ’ εκείνη μιας
εύθυμης, ανέμελης ελευθεριότητας, ώστε την παρά φύση θέση των θηλυπρεπών εφήβων
στη σκηνή να έχουν πάρει τώρα θελκτικές θεατρίνες˙ όταν είχε αρχίσει να
κυριαρχεί ευρύτατα η πεποίθηση πως η κοινωνία της εποχής είχε πλέον περάσει σε
ένα νέο, ανώτερο στάδιο πολιτισμού˙ τότε, κρίθηκε αναγκαίο ο Σαίξπηρ να «εκπολιτιστεί»,
συμμορφούμενος με το υπόδειγμα των Γάλλων νεοκλασικών δραματουργών. Προς τούτο,
διάσημοι συγγραφείς ανέλαβαν να «αναβαθμίσουν» το έργο του, μεταγράφοντάς το.
Έτσι, ο William Davenant αναθεώρησε
σύμφωνα με τις νέες σκηνικές και μορφικές απαιτήσεις την τραγωδία Mackbeth,
ενώ ο John
Dryden, αφού «διόρθωσε»
το Troilus
and
Cressida,
στην τραγωδία του All
for
Love, πήρε τέτοιες
ελευθερίες με τη μεταγραφή του σαιξπηρικού Anthony and Cleopatra οι
οποίες, συγκρινόμενες με τις μεταμοντέρνες «αναθεωρήσεις» τις εποχής μας, δεν
θα υστερούσαν! Τολμηρότερος όλων στάθηκε ο Nahum Hart ο οποίος, ανάμεσα σε άλλες
ανατροπές, έδωσε στην τραγωδία King Lear αίσιο
τέλος!
Σε όλες αυτές της «αναθεωρήσεις»,
η ποιητική της σαιξπηρικής γλώσσας υποβαλλόταν σε «κάθαρση». Οι χειμαρρώδεις, ρητορικά
περίτεχνοι διάλογοι και μονόλογοι, επειδή πρόδιδαν την αρχή της μίμησης και την αίσθηση της αληθοφάνειας, μεταγράφονταν σύμφωνα με
τις επικοινωνιακές αρχές για τη γλώσσα που είχε εγκαθιδρύσει η Βασιλική Ακαδημία. Οι αρχές αυτές,
καταδίκαζαν την φανταχτερή χλιδή του αριστοκρατικού λόγου, προκρίνοντας την
ευθύτητα, απλότητα και οικονομία της ομιλίας των κοινών ανθρώπων.[iv]
Η διαμάχη μεταξύ Αρχαίων και Μοντέρνων
είχε πλέον αρχίσει για τα καλά και, παρά τις όποιες ιστορικές παραλλαγές,
έμελλε να παραμείνει ακμαία ως τις μέρες μας.
Στη διάρκεια του 18ου
αιώνα, όταν άρχισε να συντάσσεται ο μέγας λογοτεχνικός κανόνας του βρετανικού
Έθνους, ο Samuel
Johnson
τοποθέτησε τον Σαίξπηρ σε περίοπτη, «ξεχωριστή», ωστόσο,
θέση, αφού, σύμφωνα με τις αισθητικές αξιώσεις της δραματουργίας, το πολύμορφο έργο
του μπορούσε να εκτιμηθεί μόνο ως προϊόν ενός «ευγενούς αγρίου», προικισμένου
με μιαν απροσμέτρητη, φυσική ορμή δημιουργικότητας,
η οποία, ενώ παρέκκλινε από όλους τους κανόνες του είδους, εντούτοις παρήγαγε αριστουργήματα.
Ωστόσο, παρ’ ότι η τιμή και το έργο του μεγάλου βάρδου του Avon αποκαταστάθηκαν και οι
«αναμορφωτές» ξεχάστηκαν, νέα προβλήματα συνέχισαν να ανακύπτουν!
Αν η Εποχή των Φώτων προσπάθησε να
εκπολιτίσει τον μεγαλοφυή «ευγενή άγριο», υποβάλλοντας το έργο του, όπως και
τους ελεύθερους αγρούς, σε περιφράξεις, ο 19ος αιώνας αντέστρεψε
πλήρως τους όρους αξιολόγησης. Προκειμένου
να ερμηνεύσει το φαινόμενο Σαίξπηρ, αμφισβήτησε
σθεναρά την κυριότητα του έργου, βασιζόμενη στην πλοκή της συνομωσίας.
Έτσι, εγκαινίασε την έρευνα εύρεσης του αυθεντικού
συγγραφέα του σαιξπηρικού έργου. Η θέση της αισθητικής αντικαταστάθηκε τώρα από
την κοινωνιολογία και τη δικαιοκρισία. Στη μεν αισθητική, όπως είδαμε, η αρχή
αξιολόγησης βασίστηκε στην αντίθεση: φύση/μέθοδος,
στην κοινωνιολογική, η αρχή αξιολόγησης διαμορφώθηκε στη βάση του ταξικού
συστήματος, προκρίνοντας την αντίθεση: μικροαστός/αριστοκράτης.
Η αντίθεση αυτή, όπως είναι
πρόδηλο, απαιτούσε τη σύγκριση της ταξικής
προέλευσης του δραματουργού με την ποιότητα
του έργου που παρήγαγε. Έτσι, το θεωρητικό ερώτημα αυτής της προσέγγισης διαμορφώθηκε
ως εξής: Ήταν ποτέ δυνατόν ένας σχεδόν αγράμματος, επαρχιώτης ηθοποιός και
θιασάρχης, ένας φοροφυγάς που το μόνο ενδιαφέρον του ήταν να επενδύει τα κέρδη
του σε ακίνητα, ένας συγγραφέας που δεν άφησε πίσω του ούτε ένα δείγμα γραφής -επιστολή ή χειρόγραφη
σελίδα- παρά μόνο μιαν υπογραφή στις δύο διαθήκες του, ήταν λοιπόν ποτέ δυνατόν
αυτός να έγραψε τα αριστουργήματα, που
διακρίνονται όχι μόνο για τον τεράστιο γλωσσικό πλούτο και τη ρητορική
δεξιοτεχνία τους, αλλά και για το θησαυρό βαθύτατων φιλοσοφικών και
πραγματολογικών γνώσεων, για τον άνθρωπο, την ιστορία, τον πολιτισμό, ακόμα και
για το σύμπαν;
Αυτή
η προσέγγιση, υποβοηθούμενη τώρα από την αρχειακή έρευνα, και λαβαίνοντας υπόψη
την παρατήρηση του Robert
Greene, ο οποίος το
1592 είχε χαρακτηρίσει τον Σαίξπηρ «αναρριχώμενο Κόρακα», παραβλέποντας, ωστόσο,
τους επαίνους και τα εγκωμιαστικά σχόλια άλλων συγχρόνων του,[v]
κατέληγε στο συμπέρασμα πως κάτι τέτοιο ήταν πράγματι αδύνατον. Άρα, μόνο κάποιο
χαρισματικό, ευρύτατα μορφωμένο υποκείμενο, προερχόμενο βεβαίως από την τάξη
των Ευγενών, θα μπορούσε να είχε συνθέσει το μεγαλειώδες θεατρικό και ποιητικό
αυτό έργο. Ένας αριστοκράτης, που η κοινωνική του θέση τού επέτρεπε μεν να
χρηματοδοτεί θιάσους και παραστάσεις, του απαγόρευε όμως ρητά να εμφανίζεται ο
ίδιος ως «γραφιάς» λαϊκών και άλλων θεαμάτων. Η ποίηση ήταν κάτι το διαφορετικό.
Ανήκε στο ανώτερο είδος της λογοτεχνικής γραφής, εξ ου και τα θαυμάσια ποιήματα
που γράφτηκαν από Ευγενείς. Συμπέρασμα: Ο Σαίξπηρ ήταν ένας Άλλος. Ήταν ο Ράτλαντ; Ο Μπέικον; Ο Σάουθαμπτον; Ο κόμης
του Πέμπροκ; Μήπως επικρατέστερος όλων ήταν ο πολυτάλαντος, αναξιόπιστος
αυλικός της Ελισάβετ, Edward
de
Vere, 17ος κόμης
του Oxford,
που σήμερα σπάει τα ταμεία και τον οποίο παρέλειψε να αναφέρει ο Τζόις;
Έτσι, μαζί με την έλευση του
Ντετέκτιβ στο αγγλικό μυθιστόρημα, στήθηκε τον 19ο Αιώνα και η αστυνομική πλοκή γύρω από το Σαιξπηρικό
έργο. Ο αυθεντικός συγγραφέας έπρεπε πάση θυσία να βρεθεί, το όνομά του να αποκατασταθεί
και η ανεκτίμητη περιουσία να
περιέλθει στα χέρια του - ασχέτως αν εδώ και αιώνες ήταν νεκρός και δεν υπήρχαν
πλέον κληρονόμοι για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Αυτό απαιτούσε η καπιταλιστική,
Ερευνητική Κοινότητα, για την οποία το άτομο
είχε πολύ μεγαλύτερη αξία από το έργο.
Συνακόλουθα, όπως τα κυνηγόσκυλα ακολουθούν τα ίχνη του θηράματος, οι ερευνητές
άρχισαν τώρα να ψάχνουν στα απόκρυφα μονοπάτια του λογοτεχνικού έργου, με
μοναδικό στόχο τον εντοπισμό βιογραφικού, αποδεικτικού υλικού, που θα αποκάλυπτε,
πίσω από το ψευδώνυμο «Ουίλιαμ Σαίξπηρ», το πραγματικό όνομα του μεγαλοφυούς συγγραφέα. Γιατί, μέσα σε ένα όνομα βρίσκονταν τα πάντα. Κι ας το
αμφισβητούσε αυτό η δύσμοιρη Ιουλιέττα!
Οι περιορισμοί ενός άρθρου δεν
επιτρέπουν λεπτομερείς αναφορές στις εργασίες και τα επιχειρήματα που
υποστηρίζουν κάποιον από τους παραπάνω υποψήφιους ως τον αυθεντικό ιδιοκτήτη του
σαιξπηρικού έργου. Συνοπτικά, θα αναφερθώ στους δύο επικρατέστερους, που εξακολουθούν
να πλουτίζουν την εκδοτική βιομηχανία ως τις μέρες μας: τον Francis Bacon και τον κόμη του Oxford.
Παρά το γεγονός ότι προηγήθηκαν
άλλοι, το βιβλίο της αμερικανίδας Delia Salter Bacon (απλή συνωνυμία), που
δημοσιεύτηκε το 1857, με τίτλο: Ξεδιπλώνοντας
τη Φιλοσοφία των έργων του Σαίξπηρ, ήταν αυτό που έριξε τη σπίθα για να
φουντώσει η έρευνα γύρω από την υποψηφιότητα του Μπέικον. Ακολούθησε, το 1867,
το 600 σελίδων πόνημα του αμερικανού δικαστή Nathanael Holmes, Η Πατρότητα του Σαίξπηρ, ο οποίος επίσης κατέληγε στο συμπέρασμα
ότι η ιδιοκτησία των έργων ανήκε στον Μπέικον.
Όπως σημειώνει ο Μ. Μ. Reese, «η βιομηχανία Bacon
που άρχισε να παράγεται στην Αμερική», σύντομα επεκτάθηκε στην Αγγλία, και σε
όλη την Ευρώπη με αποτέλεσμα την κυκλοφορία «χιλιάδων βιβλίων, περιοδικών,
φυλλαδίων και άρθρων». Και παρά το γεγονός ότι κατάφερε να συντηρεί το
ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού, μέσω ευφάνταστων συγκρίσεων βίου και έργου,
περίπλοκων αναλύσεων, αποκωδικοποίηση κρυπτογραφημάτων, ακροστιχίδων και
απόκρυφων σημείων, εντέλει δεν κατάφερε να αποδείξει τίποτα![vi]
Η βιομηχανία Bacon άρχισε
να φθίνει και εκτοπίστηκε από τη βιομηχανία Oxford,
στις αρχές του 20ού Αιώνα, όταν εκδόθηκε το 1920 η βαρυσήμαντη μελέτη
του J.
Thomas
Looney: Shakespeare Identified as Edward de Vere 17th Earl of Oxford.
Έκτοτε, εξακολούθησε να παράγει συστηματικά ποικίλα προϊόντα – βαθυστόχαστες
μελέτες, δοκίμια, άρθρα, συνέδρια, τηλεοπτικές σειρές, ακόμα και
κινηματογραφικές ταινίες, όπως το θρίλερ του Roland Emmerich, Anonymous,
το 2011. Εκεί, όχι μόνο θεωρείται ως δεδομένο πως πίσω από τον Σαίξπηρ κρυβόταν
ο πολυτάλαντος, ιδιόμορφος και ερωτομανής Oxford, αλλά, προς τέρψιν των θεατών,
βγαίνουν στη φόρα και όλα τα παραπολιτικά, αυλικά σκάνδαλα που τον αφορούν, η
ερωτική πλοκή των οποίων ξεπερνά κάθε αιμομικτική φαντασίωση![vii]
Η βιομηχανία Oxford,
χάρη στη συστηματική της οργάνωση, αποκτά όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά,
όλο και περισσότερους οπαδούς. Ο επιθετικός ανταγωνισμός θέτει σε κίνδυνο τις μετοχές
της επίσημης, πανεπιστημιακής βιομηχανίας, τα προϊόντα της οποίας φέρουν, διά
μέσου των αιώνων, μία και μοναδική ετικέτα: Σαίξπηρ!
Σ’ αυτή την αποκλειστικότητα, ωστόσο, οφείλεται και η συνεχής ανανέωση του
ερμηνευτικού πλαισίου των έργων. Για
τη θεωρία της συνωμοσίας, όπου η
ταξική ταυτότητα του συγγραφέα υπερέχει του έργου, μια κριτική ανάγνωση της
ανατρεπτικής πολιτικής του σαιξπηρικού έργου, που προεικάζει την επερχόμενη
επανάσταση, θα ήταν αδιανόητη. Επίσης, η ταξική μεροληψία της βιογραφικής
σχολής υπέρ των Αυλικών, εξ ορισμού μετατρέπει τον σύγχρονο μελετητή σε
ηδονοβλεψία που παρακολουθεί από την κλειδαρότρυπα τον προνομιούχο, πολυτάραχο,
έκλυτο βίο ενός πολυτάλαντου μέλους της απόλυτης Εξουσίας.
Η Αγάπη που δεν τολμά να πει το
όνομά της
- Ο κόσμος πιστεύει πως ο Σαίξπηρ
έκανε ένα λάθος, είπε, και το
διόρθωσε όσο πιο γρήγορα και καλλίτερα μπορούσε.
- Βλακείες! Είπε αναιδώς ο Στήβεν.
Ένας μεγαλοφυής άντρας δεν κάνει κανένα λάθος. Τα λάθη του είναι ηθελημένα και
πύλες ανακάλυψης….
- Μα, η Ann Hathaway; Είπε η χαμηλόφωνη, ξεχασιάρα
φωνή του κ. Best.
Ναι, νομίζω πως την ξεχνάμε όπως την ξέχασε κι ο Σαίξπηρ.
- Την άφησε και κέρδισε τον κόσμο
των αντρών. Αλλά τα αγοροκόριτσά του είναι οι γυναίκες ενός αγοριού. Η ζωή, η
σκέψη, η ομιλία τους είναι δάνεια αντρών. Διάλεξε λάθος; Τον διάλεξαν, νομίζω
εγώ. Κι αν οι άλλοι έχουν τον Will
τους, η Ann έχει τον τρόπο της.[viii]
- Ελπίζω, ο κ. Δαίδαλος να
ολοκληρώσει τη θεωρία του και να φωτίσει το κοινό. Είναι περίεργο, αλλά και ο
κ. Frank
Harris
περιγράφει μια δυστυχισμένη σχέση με τη Σκοτεινή Κυρία των Σονέτων. Εκλεκτός
αντίζηλος είναι ο William
Herbert,
κόμης του Pembroke.[ix]
- Η αγάπη που δεν τολμά να πει το
όνομά της.[xi]
Την
εποχή του Σαίξπηρ, η αγάπη αυτή δεν έκρυβε το όνομά της. «Οι σεξουαλικές έξεις
δεν χρειάζονταν τη μυστικότητα, η γλώσσα είχε λιγότερους φραγμούς, το
‘παράνομο’ ήταν λίγο πολύ γνωστό σε όλους και προσιτό… τα σώματα εκδηλώνονταν, το
ίδιο η ομιλία, και οι χειρονομίες».[xii]
Οι ποιητές, ούτε στη ζωή, ούτε στα ποιήματά τους έκρυβαν τα ομοερωτικά τους
αισθήματα. Ήταν από τη Βικτωριανή εποχή και πέρα που τα αισθήματα αυτά επιμελώς
καλύφθηκαν με το ρομαντικό ιδεολόγημα της «ανδρικής φιλίας». Τότε ήταν που γράφτηκαν
τα 154 Σονέτα του Σαίξπηρ, και αφιερώθηκαν σε κάποιον Mr. W. H. Ξέρουμε, πως το αφήγημα, που συνέχει
αυτά τα Σονέτα, εστιάζει στις ερωτικές σχέσεις τεσσάρων προσώπων: του Ποιητή,
ενός πανέμορφου Νεαρού, ενός Αντίζηλου, και μιας σκοτεινής Κυρίας.
Ήταν
μοιραίο, τα Σονέτα αυτά, να προσθέσουν κι άλλα αινίγματα στην περίπλοκη υπόθεση
«Σαίξπηρ»! Ποιος κρυβόταν πίσω από τα αρχικά γράμματα της αφιέρωσης; Ποιος ήταν
ο Νεαρός, κι ήταν ίδιος με τον Ανώνυμο της αφιέρωσης; Γιατί, αν ήταν, τότε ο Ποιητής
εντός των Σονέτων θα ήταν ίδιος με τον Σαίξπηρ. Οπότε, τα Σονέτα αποτελούν μιαν
αυτοβιογραφική, εξομολογητική κατάθεση, μια περιπέτεια της ζωής του. Ή όχι; Σε
όλες, τις πιθανές και απίθανες απαντήσεις, αναλύσεις, αναγνωρίσεις,
αποκαλύψεις, νύξεις, ένα απλό ερώτημα δεν τέθηκε ευθέως ποτέ, και καμιά απάντηση
δεν δόθηκε, παρά μόνο έμμεσα και δειλά, πριν τις αρχές του τρέχοντος αιώνα: ήταν
οι σχέσεις του Ποιητή με τον Νεαρό, και του Νεαρού με τον Αντίζηλο ομοερωτικές;
Οι υποψήφιοι που βρέθηκε να αντιστοιχούν στα αρχικά του ανώνυμου της αφιέρωσης,
συγκεκριμένα ο κόμης του Σάουθαμπτον και ο κόμης του Πέμπροκ, ήταν ομοφυλόφιλοι;
Όπως άλλωστε και οι δύο άλλοι που διεκδικούν
το συνολικό έργο του;
«Ρατλαντμπέικονσουθαμπτονοξφορντπεμπροκσαιξπηρ».
Όλοι τους. Και ο Σαίξπηρ. Και άλλοι πολλοί,
κοινοί θνητοί που τότε σύχναζαν στα θέατρα και στα Molly houses (γκέι στέκια). Όσα έκρυβε η
επίσημη Ιστορία, τα μαρτυρούν τώρα τα αρχεία. Ούτε ο Κύριος W. H. ήταν Ευγενής, όπως θαρρούν οι ελίτ.
Η ιστορία του Oscar
Wilde, το αποδεικνύει:
«Αυτό είναι το πορτρέτο του Κυρίου
W.
H.»,
είπε ο Έρσκιν…
«Του Κυρίου W. H.! Ανέκραξα… Μα δεν μοιάζει καθόλου στον Λόρδο Πέμπροκ», είπα…
«Και πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι τα
σονέτα απευθύνονται στο Λόρδο Πέμπροκ;» ρώτησε.
Τότε,
ο οικοδεσπότης αρχίζει να αφηγείται στον επισκέπτη του τη θεωρία και την αποκάλυψη
του φίλου του Cyril
Graham. Μέσα από μια πράγματι
ενδελεχή ανάλυση των σονέτων, επιβεβαιώνεται πως ο Ανώνυμος δεν μπορούσε να
είναι ούτε ο Λόρδος Πέμπροκ, ούτε ο Λόρδος Σάουθαμπτον, ούτε κάποιος που προερχόταν
από την αριστοκρατική τάξη. Πρέπει να ήταν κάποιο πρόσωπο που έπαιζε σημαντικό
ρόλο στην εξέλιξη της δραματικής δουλειάς του Σαίξπηρ. «Ποιο ήταν λοιπόν αυτό
το αγόρι που το φυσικό του κάλλος ήταν τέτοιο ώστε έγινε ο ακρογωνιαίος λίθος
της τέχνης του Σαίξπηρ; Η ίδια η πηγή της έμπνευσής του; Η ίδια η ενσάρκωση των
ονείρων του;
Την όψη μιας γυναίκας, βαμμένης
από το χέρι της φύσης
Έχεις εσύ, ο κύριος Κυρία του
πόθου μου» (30).
Έτσι,
χάρη σε ένα πορτρέτο και απίθανες συμπτώσεις, ο Cyril ανακάλυψε πως το όνομα του αγοροκόριτσου
ηθοποιού ήταν Willie
Hughes! Αυτός ήταν ο
αγαπημένος τού ποιητή, αυτός κυβερνούσε τον πόθο του, αυτός τον έκανε να τρέμει
το πέρασμα του χρόνου![xiii]
Όμως οι θεωρίες και τα λόγια δεν αρκούν. Το σημαίνον είναι άχρηστο χωρίς το
σημαινόμενο. Και το πορτρέτο, που θα
έλυνε τα πάντα, βρέθηκε κάλπικο.
Η
Τζίνα Πολίτη είναι ομότιμη καθηγήτρια Αγγλικής λογοτεχνίας στο ΑΠΘ
[i] James Joyce Ulysses, Penguin:
London, 1992, σ. 250. Μετάφραση δική μου.
[ii] Στο ίδιο, σ. 267.
[iii] Στο ίδιο, σ. 251
[iv] Για το θέμα
αυτό, βλέπε Τζίνα Πολίτη, «Πτώση και εξιλέωση της γλώσσας στο 17ο
αιώνα», Περι-διαβάζοντας την Αγγλική
Λογοτεχνία, 1593-1854, Άγρα:
Αθήνα, 2008, σσ. 61-77.
[vi] M. M. Reese, Shakespeare, His
World and His Work, E. Arnold: London, 1980, σσ. 261-3
[vii] Για περισσότερες πληροφορίες, βλέπε: The Shakespeare Authorship Page. Dedicated to the Proposition that Shakespeare wrote
Shakespeare. http//shakespeareauthorship.com/
[viii] Λογοπαίγνια: «Will»,
εκτός από όνομα, σημαίνει και «θέληση». Στα Σονέτα, το όνομα και οι δύο
σημασίες του ονόματος, «Will» μπαίνουν σε
ένα απολαυστικό, ρητορικό παιχνίδι. Το επίθετο της γυναίκας του Σαίξπηρ Ann Hathaway,
αν σπάσει στις λέξεις, « Hath - a- way», σημαίνει,
«έχει τον τρόπο της». Η Ann ήταν αρκετά
χρόνια μεγαλύτερη από τον Σαίξπηρ. Επίσης, κυκλοφορούσε η φήμη, πως όσο εκείνος
έλειπε, είχε εραστή της τον αδελφό του Ρόμπερτ.
[ix] Ulysses,σσ. 243-244, 251
[x] Στο ίδιο, σ. 254.
[xi] Στο ίδιο, σ. 259.
[xii] Michel Foucault, The History of
Sexuality, Penguin: Middlesex,1978, V.1, σ. 17.
[xiii] The Portrait of Mr.W.H. The Works of Oscar Wilde, Collins:
London1948, σσ. 1089-1112.
Φώτης Κόντογλου, Η ωραία Κλεοπάτρα της Αιγύπτου, 1936.
Μακέτα για το χαμάμ Πίσσα-Παπαηλιού. Τέμπερα σε χαρτί. Ιδιωτική συλλογή |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου