26/3/16

Η ευρωπαϊκή στρατηγική της ελληνικής Επανάστασης του 1821

ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΠΙΖΑΝΙΑ

Γνωρίζουμε όλοι ότι η δική μας Επανάσταση ξεκίνησε με το σύνθημα Ελευθερία ή Θάνατος. Το σύνθημα αυτό έχει αποκτήσει μια πεισιθάνατη ερμηνεία, ωστόσο οι Έλληνες επαναστάτες, είναι προφανές, ξεκίνησαν την επανάσταση για να νικήσουν.  Ο στόχος της Επανάστασης οργανωνόταν σε μία στρατηγική σε τρεις γενικούς άξονες.
Ο πρώτος ήταν, ασφαλώς, ο πόλεμος εναντίον των Οθωμανών ως θεμελιώδης προϋπόθεση για την εγκαθίδρυση της ελευθερίας, ένας πόλεμος εξαρχής ιδιαιτέρως άνισος για τους Έλληνες από κάθε άποψη.
Ο δεύτερος άξονας ήταν η συγκρότηση κράτους, οι εθνικοί πολιτικοί και διοικητικοί θεσμοί, ώστε να μην εκφυλιστεί η Επανάσταση σε μια αλυσίδα εξεγέρσεων που θα έσβηναν με την πρώτη αντίδραση των Οθωμανών. Το κράτος συγκροτούνταν με βάσει την αξία της ελευθερίας, την αρχή του νόμου και της ισονομίας. Ξεκίνησε από την αρχή της Επανάστασης και ακόμη σε συνθήκες άκρως δυσμενείς θεμελίωνε, αυτό το κράτος, την νομιμοποίησή του σε εκλογές για την επιλογή παραστατών για την εκάστοτε Εθνοσυνέλευση.
Ο τρίτος στόχος ήταν οι διεθνείς συμμαχίες. Δεν επρόκειτο για κάτι δεδομένο όπως γνώριζαν αλλά και γρήγορα διαπίστωσαν οι Έλληνες επαναστάτες με τις απορρίψεις από τις πέντε ευρωπαϊκές δυνάμεις που συγκροτούσαν το Συνέδριο του Λάυμπαχ από τον Ιανουάριο έως τον Μάιο του 1821. Πίστευαν, όμως, πως η ίδια η επανάσταση θα προκαλέσει ανακατατάξεις, αν δεν θα εξανάγκαζε κιόλας μέσω της όξυνσης των γεωπολιτικών ανταγωνισμών, ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη να στηρίξουν τον αγώνα των Ελλήνων. Πως μπορούσε να επιτευχθεί αυτός ο στόχος;

Η Ανατολική Μεσόγειος επί αιώνες, αν και πάντοτε ανοικτή στο εμπόριο, πολιτικά και κατ' ακολουθία στρατιωτικά ήταν περίκλειστη, πλήρως ελεγχόμενη από τους Οθωμανούς ακόμη και μετά την μεγάλη ήττα τους από τους συνασπισμένους Ευρωπαίους στην ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571. Περίκλειστη ακόμη παρά τα σύντομα διαλείμματα κυριαρχίας σε μεμονωμένες περιοχές, όπως η κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Βενετούς για δέκα έξι χρόνια από το 1699. Υπολόγιζαν, λοιπόν, οι ελληνικές επαναστατικές ηγεσίες, πως η θραύση της οθωμανικής κυριαρχίας που θα δημιουργούσε η προοπτική δημιουργίας ενός νέου, έστω μικρού, αλλά ανεξάρτητου κράτους στο γεωμετρικό κέντρο της θαλάσσιας οθωμανικής κυριαρχίας στην Ανατολική Μεσόγειο, θα παρήγαγε μια πολιτική αξία που θα μόχλευε τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών για την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων. Η στρατηγική αυτή αναφερόταν σε ζητήματα αναδιάταξης ισχύος, όπως είναι ευνόητο, σε κράτη δηλαδή, πέραν των φιλελληνικών κινημάτων, και συγκεκριμένα στις πέντε ευρωπαϊκές δυνάμεις, Μ. Βρετανία, Γαλλία, Πρωσία, Αυστροουγγαρία και Ρωσία. Και με κάποιες από αυτές τις συμμαχίες θα αντιστάθμιζαν σε ορισμένο βαθμό τις μεγάλες αδυναμίες τους έναντι των Οθωμανών. Όμως για να το πετύχουν αυτό γνώριζαν ήδη από χρόνια, από την εποχή του Ανώνυμου της Ελληνικής Νομαρχίας, (σε αντίθεση  με τις αυταπάτες του Κοραή), πως θα έπρεπε να στηρίζονται πρώτα από όλα στις δικές τους δυνάμεις και στις νίκες τους. Επρόκειτο, λοιπόν, για μια πολιτικά συνεκτική στρατηγική, αν και με πολλές αβέβαιες παραμέτρους, σύμφωνα με την οποία η νικηφόρα εξέλιξη των πρώτων συγκρούσεων με τους Οθωμανούς, η σταθεροποίησή των ελληνικών επιτυχιών μέσω βασικών κρατικών και πολιτικών εθνικών θεσμών, θα αναζωπύρωναν τις υφιστάμενες αντιθέσεις μεταξύ των πέντε ευρωπαϊκών δυνάμεων επειδή θα διαμορφώνονταν δυνάμει νέα γεωπολιτικά δεδομένα.
Οι ενέργειες που είχαν σχεδιάσει οι Έλληνες για να επιτύχουν αυτό το τόσο κρίσιμο σκέλος της στρατηγικής τους ξεκίνησαν με την εφαρμογή του δικαίου της θάλασσας σε εμπόλεμες συνθήκες ήδη από τον Απρίλιο του 1821, δίκαιο το οποίο είχε αποφασιστεί από το Συνέδριο της Βιέννης το 1815. Άρχισαν συνεπώς να δρουν ως εάν να ήταν ένα παλαιό κράτος ενταγμένο στην ευρωπαϊκή νομιμότητα. Και σύντομα αμέσως μετά την πρώτη εθνοσυνέλευση έστειλαν δύο διπλωματικές αποστολές στον Πάπα της Ρώμης, την βασικότερη με επικεφαλής τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, προκειμένου να παρέμβει στις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις υπέρ της υπόθεσης των Ελλήνων. Ως αντάλλαγμα πρόσφεραν την ένταξη της ελληνικής εκκλησίας υπό την ηγεσία του Πάπα, την ένταξη στην Ουνία.
Ωστόσο η πρώτη μεγάλη πολιτική απόφαση των Ελλήνων με ευρωπαϊκή σημασία ήταν όταν τον Μάρτιο του 1822, μετά από την αρχική σταθεροποίηση της Επανάστασης και την συγκρότηση των πρώτων εθνικών πολιτικών θεσμών, επέβαλαν σε όλη την έκταση του Αιγαίου καθώς και στα ηπειρωτικά λιμάνια του Ιονίου, ναυτικό blocus fictif. Οποιοδήποτε πλοίο με οποιαδήποτε σημαία συλλαμβανόταν από τα ελληνικά να βοηθάει άμεσα ή έμμεσα τον εχθρό, θα αντιμετωπιζόταν ως εχθρικό. Αυτό είχε ήδη εφαρμοστεί από τον επικεφαλής του στόλου των Ψαρών Νικολή Αποστόλη στον κόλπο της Σμύρνης όπου είχε εγκλωβίσει με μόλις πέντε πλοία μέρος του οθωμανικού στόλου ώστε να μην ενισχυθούν οι οθωμανικές φρουρές στην Πελοπόννησο. Και μετά την κήρυξη του blocus εφαρμόστηκε με απόφαση  του Εκτελεστικού από τον Μανώλη Τομπάζη στην Κρήτη, τον Αναστάσιο Τσαμαδό στην Χίο κτλ. Μετά από αίτημα του Βρετανού ναυάρχου της Μεσογείου, το Εκτελεστικό των Ελλήνων τον Αύγουστο εξαίρεσε από το blocus τα λιμάνια του βορείου Αιγαίου. Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς ο ίδιος αυτός Άγγλος ναύαρχος έδωσε εντολή στα πλοία με βρετανική σημαία να σεβαστούν το ελληνικό blocus, διότι απλούστατα οι Έλληνες το εννοούσαν. Πέντε μήνες αργότερα, τον Μάρτιο του 1823, η Βρετανική κυβέρνηση αναγνώρισε επίσημα τους Έλληνες ως μαχόμενο λαό και αποδέχτηκε την απόφαση του ναυάρχου της για το blocus που είχαν επιβάλει οι Έλληνες. Η παλιά Ιερή Συμμαχία, σε προβληματική κατάσταση ήδη, διασπάστηκε το Φθινόπωρο του ίδιου χρόνου ακριβώς χάρη στις ενέργειες των Ελλήνων. Νωρίτερα, τον Ιούνιο, η ελληνική Κυβέρνηση (το Εκτελεστικό), ακριβώς χάρη σε αυτή την πρώτη μεγάλη της πολιτική επιτυχία σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αποφάσισε να συνάψει δάνειο στο City του Λονδίνου και έστειλε μια ελληνική αντιπροσωπεία υπό τον Ιωάννη Ορλάνδο. Η ολοκλήρωση και η είσπραξη των δύο πρώτων δανείων της Επανάστασης (και ανεξάρτητα από τις ατελείωτες ανοησίες που έχουν γραφτεί σχετικά), δανείων υψηλότατου ρίσκου, αλλά με λίγο καλύτερους όρους από εκείνους που είχαν συνάψει ο Σιμόν Μπολιβάρ και ο Χοσέ ντε Σαν Μαρτίν, ολοκλήρωσε ένα σχεδόν χρόνο αργότερα την πολιτική θέση των Ελλήνων στο ευρωπαϊκό πολιτικό στερέωμα στην πρώτη φάση της Επανάστασης.
Έως το 1824, η ελληνική Επανάσταση, αν και καθηλωμένη στον άξονα Άρτας-Λαμίας, αλλά σχεδόν κυρίαρχη στο Αιγαίο, την Πελοπόννησο και την Στερεά, κινούνταν νικηφόρα. Οι Έλληνες είχαν εδραιώσει τους βασικούς εθνικούς πολιτικούς και κρατικούς θεσμούς με όρους φιλελεύθερης δημοκρατίας, είχαν πραγματοποιήσει δύο εκλογές για την ανάδειξη των μελών των Εθνοσυνελεύσεων, είχαν ψηφίσει Σύνταγμα και επιμέρους νόμους, είχαν ενσωματώσει τον πληθυσμό -όλα με τους όρους του Διαφωτισμού. Τότε, την Άνοιξη του 1824, και ακριβώς επειδή οι Έλληνες νικούσαν και εδραιωνόντουσαν και η Βρετανική κυβέρνηση στρεφόταν υπέρ των Ελλήνων, εκδηλώθηκε η πρώτη αντίδραση από  την Ρωσία, την μεγάλη δύναμη που είχε τα περισσότερα να χάσει αν η υπόθεση των Ελλήνων εδραιωνόταν τελικά ως μια φιλελεύθερη Επανάσταση. Τον Ιανουάριο του 1824 ο Τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος εξέδωσε μια σύντομη διακοίνωση για την επίλυση του “ζητήματος των χριστιανών στην Οθωμανική αυτοκρατορία”, όπως αποκαλούσε του Έλληνες, προτείνοντας την δημιουργία τριών προτεκτοράτων στην Στερεά και την Πελοπόννησο μαζί με την Κρήτη με εσωτερική αυτονομία, αλλά υποτελή στον σουλτάνο, και εγγυήτρια δύναμη την Ρωσία.  Φυσικά η πρόταση απορρίφθηκε, αν και φαίνεται πως έδωσε έναυσμα σε αρκετούς Πελοποννήσιους, με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη και τον Δεληγιάννη, να προσπαθήσουν να αποσχιστούν από την Επανάσταση, δημιουργώντας το δικό τους Πελοποννησιακό κράτος, όπως το επιδίωκαν από ενάμιση σχεδόν αιώνα. Ο εμφύλιος ξεκίνησε ως απάντηση των διανοουμένων και των νησιωτών του Εκτελεστικού σε αυτή την απόπειρα, με τις δυνάμεις των  Ρουμελιωτών και των Σουλιωτών να καταστέλλουν, τελικά, την “αποστασία”.
Η ελληνική Επανάσταση, χάρη στον σχεδιασμό και την εφαρμογή του από την επαναστατική ηγεσία, είχε πλέον καταστεί ευρωπαϊκό ζήτημα. Τον Απρίλιο του 1826 εμφανίζεται μια παραλλαγή του σχεδίου του Τσάρου, αυτή τη φορά προτάθηκε από την Ρωσία και την Μ. Βρετανία από κοινού. Η δεύτερη διέβλεπε ορθά υψηλές πιθανότητες ήττας των Ελλήνων, οπότε θα έχανε στο πεδίο των γεωπολιτικών ανταγωνισμών από την Ρωσία. Επρόκειτο για το Πρωτόκολλο της Αγίας Πετρούπολης κάπως βελτιωμένο. Πράγματι, μετά την Οθωμανό-αιγυπτιακή συμμαχία και την επέμβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, του Κιουταχή στην Στερεά και την πτώση του Μεσολογγίου στις 11 Απριλίου, η πρόταση αυτή βρήκε τους Έλληνες  σε κατάσταση σοβαρής ήττας, αλλά όχι διάλυσης. Οι πρέσβεις των δύο αυτών δυνάμεων ανέλαβαν, ο μεν Ρώσος να πιέσει τους Οθωμανούς και ο Βρετανός τους Έλληνες να δεχτούν τους όρους του Πρωτοκόλλου. Οι Οθωμανοί ήταν εύλογο να απορρίψουν την κατάπαυση του πολέμου επειδή νικούσαν. Οι Έλληνες, παρότι είχαν χάσει το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου και του Αιγαίου από τον Ιμπραήμ, το μεγαλύτερο μέρος της Στερεάς από τον Κιουταχή, δήλωσαν απερίφραστα στον Βρετανό πρέσβη, στην συνάντησή τους στην Ύδρα τον Δεκέμβριο του 1826, ότι δεν συζητούν τίποτε λιγότερο από την πλήρη ανεξαρτησία, διότι οι εθνοσυνελεύσεις για αυτό τους είχαν εξουσιοδοτήσει. “Άλλωστε”, όπως πρόσθεσαν κλείνοντας την συνάντηση, “ένας στρατός μπορεί να ηττηθεί, ένας λαός όχι. Θα συνεχίσουμε να πολεμάμε στα σκιερά βουνά μας, στις θάλασσες μας, στις πόλεις μας...”.
Το κοινό βρετανο-ρωσικό Πρωτόκολλο ακυρώθηκε από τους Έλληνες, από αυτούς που οι δύο ευρωπαϊκές δυνάμεις υπολόγιζαν ότι θα υποχωρήσουν επειδή βρίσκονταν στα πρόθυρα της ήττας. Στο μεταξύ, το Εκτελεστικό και το Βουλευτικό από κοινού, με προέδρους αντιστοίχως τον Γ. Κουντουριώτη και τον Α. Μαυροκορδάτο, είχαν ξεκινήσει την προσπάθεια ανασύνταξης των ελληνικών δυνάμεων που βρίσκονταν εγκατεσπαρμένες και χωρίς εφόδια. Αμνήστευσαν τον Θ. Κολοκοτρώνη και του έδωσαν εντολή να εκκαθαρίσει την Πελοπόννησο από τους “προσκυνημένους”, κινητοποίησαν στην Στερεά τα σώματα του τακτικού πεζικού και ιππικού που είχαν συγκροτηθεί χάρη στα δάνεια από το City, και ένα μέρος του στόλου ανεφοδιάστηκε για να πλεύσει ξανά στο Αιγαίο.
Μέχρι το τέλος της Άνοιξης του 1827 οι Πελοποννήσιοι οπλαρχηγοί είχαν ανακαταλάβει το 80% των επαρχιών της χερσονήσου, επιτυχία η οποία οφειλόταν στην αδυναμία του Ιμπραήμ να ανεφοδιάσει τον στρατό του τόσο από την θάλασσα λόγω των ελληνικών πλοίων, όσο και από την στεριά λόγω του αντάρτικου που είχε στο μεταξύ οργανώσει ο Κολοκοτρώνης. Έτσι η ναυτική δύναμη του Ιμπραήμ και σε μικρότερο βαθμό η χερσαία, απομονώθηκαν στην περιοχή του Ναβαρίνου, εκεί όπου είχαν ξεκινήσει την απόβαση.
Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς η Γαλλία προσχώρησε στην συμφωνία Μ. Βρετανίας και Ρωσίας, και στο Πρωτόκολλο προστέθηκε η ρήτρα συγκρότησης μικτού ευρωπαϊκού στόλου με εξουσιοδότηση να επιβάλει την ειρήνευση και προς τις δύο πλευρές, ακόμη και με τα όπλα. Τον Αύγουστο του 1827 ο Κιουταχής καταλαμβάνει την Αθήνα και πολιορκεί την Ακρόπολη, αλλά σε ένα μήνα βρέθηκε περικυκλωμένος από τον στρατό του Καραϊσκάκη, το τακτικό σώμα υπό τον Φαβιέρο και τους Σουλιώτες υπό τον Περραιβό. Πριν την ναυμαχία του Ναβαρίνου (στις 20 Οκτωβρίου) οι Έλληνες είχαν αντιστρέψει την ήττα σε προφανή τάση νίκης, είχαν καταστεί ξανά υπολογίσιμος αντίπαλος. Έτσι ο μικτός ευρωπαϊκός στόλος, και με δεδομένη την τεράστια αίγλη του ελληνικού αγώνα στην Ευρώπη, αναγκάστηκε σε ελάχιστο διάστημα από ουδέτερος προς τους δύο εμπόλεμους, να μετεξελιχθεί σε συμμαχικός για τους Έλληνες. Η ναυμαχία του Ναβαρίνου, λοιπόν, δεν έσωσε την ελληνική Επανάσταση, αλλά επιτάχυνε την νίκη των Ελλήνων. Στην ίδια πολιτική κατεύθυνση αποφασίστηκε και η Γαλλική Στρατιωτική και Επιστημονική Αποστολή στην Πελοπόννησο ένα χρόνο αργότερα.
Μετά την ναυμαχία του Ναβαρίνου, οι Έλληνες βρέθηκαν και με τις τρεις στρατηγικές στοχεύσεις τους σε αναμονή. Την αναγνώριση της πλήρους ανεξαρτησίας τους, το γεωγραφικό εύρος της εθνικής επικράτειας και το ζήτημα του πολιτεύματος. Δεδομένου ότι οι Έλληνες δεν είχαν κατορθώσει στρατιωτικά να περάσουν βορείως του άξονα Λαμίας – Άρτας, αναγκάστηκαν να δεχτούν το 1829 τα τετελεσμένα όπως διαμορφώθηκαν από την υποχώρηση της Ρωσίας, η οποία παρά την νίκη της στον ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1828-29, δέχτηκε να μην καταλάβει βαλκανικά εδάφη της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά με την προϋπόθεση να παραμείνουν περιορισμένα τα ελληνικά σύνορα.
Παρότι οι Έλληνες είχαν κατακτήσει θεσμικά την Δημοκρατία στη διάρκεια της Επανάστασης, οι μεγάλες δυνάμεις επέμεναν στην επιβολή της απόλυτης μοναρχίας με κατοχυρωμένες τις ατομικές ελευθερίες έναντι της ανεξαρτησίας. Τον Ιανουάριο του 1830 οι Έλληνες κατοχύρωσαν οριστικά την ανεξαρτησία τους. Αλλά το ζήτημα της συρρικνωμένης επικράτειας, ιδίως στο Αιγαίο όπου νησιά μαχόμενα όπως τα Ψαρά, η Σάμος κ. ά, έμειναν εκτός της εθνικής επικράτειας. επίσης το μοναρχικό πολίτευμα που επιβλήθηκε χωρίς ουσιώδεις αντιδράσεις από τον Κυβερνήτη, μαζί με το καθεστώς βοναπαρτισμού που εφάρμοζε ο Ι. Καποδίστριας από το 1828 ακυρώνοντας την Εθνοσυνέλευση, αποτέλεσαν τις κύριες αιτίες της δολοφονίας του, και την αποθέωση των γιων του Π. Μαυρομιχάλη σε τυραννοκτόνους ισάξιους του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα, του Βρούτου και του Κάσιου.    

Ο Πέτρος Θ. Πιζάνιας είναι ομότιμος καθηγητής ιστορίας, Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Το τελευταίο βιβλίο του είναι Η ιστορία των Νέων Ελλήνων. Από το 1400 έως το 1820, εκδόσεις της Εστίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: