14/2/16

Περιπλανήσεις του χαμένου χρόνου

ΤΟΥ ΦΟΙΒΟΥ ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟΥ

Pablo Picasso, Picador και ταυρομάχος περιμένοντας το paseo de cuadrillas, 8.9.1959, έγχρωμη λινοτυπία, 62 x 75 εκ.


«Τι έκανε ο Θεός πριν δημιουργήσει τον κόσμο;» ρωτούσε ο Άγιος Αυγουστίνος προσπαθώντας, πρώτος αυτός, να δώσει έναν ψυχολογικό ορισμό. Η ερώτηση είναι παιδαριώδης και, ακριβώς γι’ αυτό, ουσιαστική. Κι όπως όλες οι ουσιαστικές ερωτήσεις, δεν έχει απάντηση. Κι όπως όλες οι ερωτήσεις που δεν έχουν απάντηση, είχε ήδη χίλιες απαντήσεις, πριν ακόμη διατυπωθεί.
Για τη Βίβλο, και για μερικούς πάστορες προτεστάντες χαμένους στις σελίδες της, η ηλικία του κόσμου είναι 7447 χρόνια. Για την επιστήμη του 21ου αιώνα, αυτή πρέπει να τοποθετηθεί μεταξύ 13,8 και 15,8 δισεκατομμύρια χρόνια.
Ακολουθώντας τη θεωρία του big bang (τη μεγάλη έκρηξη που εκτόξευσε το σύμπαν στο σύμπαν, που δεν είναι βέβαια η οριστική εξήγηση αλλά είναι περισσότερο πειστική από τη Βίβλο) ο χρόνος είναι περίπου 14 δισεκατομμυρίων ετών. Πράγματι, ο Άγιος Αυγουστίνος και οι επιστήμονες συμφωνούν στο να θεωρούν ότι πριν από τη Δημιουργία ή, αντίστοιχα, πριν από το big bang, ο χρόνος δεν υπήρχε. Από την άλλη μεριά, ο Αριστοτέλης, ο Θωμάς ο Ακινάτης και ο Νεύτων, που τον θεωρούν μια απόλυτη διάρκεια, μια απρόσωπη και ατελεύτητη μέτρηση άπειρων αριθμών, δεν συμφωνούν. Γι’ αυτούς, ο Θεός μετρά από πάντα και για πάντα τα δευτερόλεπτα που μας χωρίζουν μπροστά και πίσω από το όνειρο. Η πηγή του χρόνου είναι λοιπόν ένα διηνεκές ξυπνητήρι, ένα αλάνθαστο τικ-τακ που μετρά και διασφαλίζει την ύπαρξή του ab aeterno et in secula seculorum. Αντίθετα, για τους σύγχρονους επιστήμονες, ο χρόνος δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός δίχως την παρουσία των πραγμάτων, δίχως την παρουσία τη δική μας, δηλαδή δίχως την παρουσία αντικειμένων και υποκειμένων. Πράγματι, δεν είναι τίποτε άλλο από την ίδια τη σχέση τους.

Οι συζητήσεις γύρω από την ηλικία του χρόνου (ξέρουμε τώρα πια ότι είναι υπερήλικας) αλλά και τη φύση του, υπήρξαν πολλές. Και για να πούμε την αλήθεια, τα προβλήματα αρχίζουν ακριβώς από αυτό το σημείο. μολονότι όλοι δέχονται τις καταλυτικές του επιπτώσεις, μερικοί υποστηρίζουν ότι ο χρόνος δεν υπάρχει, ενώ άλλοι λένε ότι δεν υπάρχει άλλος. Για τον Ηράκλειτο π.χ., η αβεβαιότητά του, ο θάνατος που φέρνει μαζί του, είναι το μοναδικό σταθερό και αθάνατο πράγμα. Για τον Παρμενίδη δεν είναι άλλο από μια ψευδαίσθηση. Δεν υπάρχει το παρελθόν γιατί έχει ήδη περάσει, δεν υπάρχει το μέλλον γιατί ακόμη δεν ήρθε, και δεν υπάρχει ούτε το παρόν, που δεν είναι άλλο από τη γραμμή που ενώνει παρελθόν και μέλλον, άρα μια ανύπαρκτη trait dunion ανάμεσα σε ανύπαρκτα πράγματα.
Να ‘μαστε λοιπόν χωρίς χρόνο. Και –πολύ πιο οδυνηρό- χωρίς δικαιολογίες για να μιλήσουμε γι’ αυτόν, παρά μόνο για την ασθενή ύπαρξη αυτού του σοφίσματος που, πριν παγιδέψει τη συνείδησή μας, αφήνει να περάσουν μερικά δευτερόλεπτα για να αποδείξει την ανυπαρξία της άρνησής του.
Την πιο σοφή λύση του προβλήματος της ύπαρξης του χρόνου, την έδωσε ο Μπόρχες: «Ν’ αρνηθείς τη χρονική αλληλουχία, ν’ αρνηθείς το αστρονομικό σύμπαν, είναι επιφανειακές απελπισίες και μυστικές παρηγοριές. Το πεπρωμένο μας δεν είναι φοβερό γιατί μη πραγματικό, είναι φοβερό γιατί είναι αμετάκλητο και αυστηρό. Ο χρόνος είναι η ουσία με την οποία έχω δημιουργηθεί. Ο χρόνος είναι ένα ποτάμι που με παρασέρνει, εγώ όμως είμαι το ποτάμι. Ο χρόνος είναι μια τίγρης που με κατασπαράζει, εγώ όμως είμαι η τίγρης. Ο χρόνος είναι μια φλόγα που με καταπίνει, εγώ όμως είμαι η φλόγα. Ο κόσμος δυστυχώς είναι πραγματικός. Εγώ, δυστυχώς, είμαι ο Μπόρχες».  Έτσι λοιπόν, ο χρόνος υπάρχει, κι εμείς είμαστε δυστυχώς εμείς. Πράγμα που μπορεί να είναι –και γενικά είναι- πολύ πιο σοβαρό από το να είμαστε Μπόρχες. Ο χρόνος, στην ουσία, είναι εμείς, είμαστε εμείς που τον χρησιμοποιούμε (ή τον σπαταλούμε) μιλώντας γι’ αυτόν.
Αν υπάρχει όμως, τι είναι; Εδώ και μερικούς αιώνες, σέρνεται στον κόσμο άλλη μια παλιά διαμάχη που φέρνει σε αντιπαράθεση τη συνείδηση και τα ρολόγια. Και τα δύο, συνείδηση και ρολόγια, υποστηρίζουν ότι είναι ο χρόνος: η συνείδηση γιατί τον αισθάνεται, τα ρολόγια γιατί τον μετράνε. Κι είναι αυτονόητο ότι ενώ για τη συνείδηση ο χρόνος είναι εσωτερική, μη μετρήσιμη ροή, για τα ρολόγια είναι μόνο μέτρο.
Γεννιέται όμως ένα πρόβλημα. Ενώ ο χώρος μπορεί να μετρηθεί με τον χώρο, ο χρόνος δεν μπορεί να μετρηθεί με τον χρόνο. Όσο κι αν φαίνεται υποτιμητικό στους αφοσιωμένους στη «διάρκεια» του πνεύματος, ο ψυχικός χρόνος που θα έπρεπε να είναι ποιότητα, μπορεί να μετρηθεί μόνο με τον χώρο και τους αριθμούς, που είναι ποσότητα. Στο κατάστιχο της ζωής μας, τρεις ώρες (ευτυχίας ή δυστυχίας) αντιστοιχούν σε μια καθορισμένη τροχιά του δείκτη ενός ρολογιού. Μια μέρα, είναι ένας κύκλος της γης γύρω από τον άξονά της. Ένας μήνας, ένας κύκλος της σελήνης γύρω από τη γη. Ένας χρόνος, ένας κύκλος της γης γύρω από τον ήλιο. Και ούτω καθεξής. Έτσι η ερώτηση ξαναγυρνά προς το μέρος μας. Θα πρέπει λοιπόν να καταλάβουμε τι είναι ο χρόνος κοιτάζοντας τον καθρέφτη;
Ο χρόνος είναι στην πραγματικότητα αγνός όταν μας επιστρέφει κενός, όταν βαριόμαστε και πρέπει να τον σκοτώσουμε, όταν μόνοι, βρισκόμαστε αποκλεισμένοι από τους ίδιους τους εαυτούς μας. Ένα μέρος του λεγόμενου «ελεύθερου» (εκείνου του απελευθερωμένου από την υποβολή των ρολογιών που έχουν κτίσει το παραγωγικό οικοδόμημα του βιομηχανικού πολιτισμού μας, και της κατανάλωσης και της διασκέδασης) είναι ένας χρόνος άδειος, όπου ακούμε ψιθυριστά και αδιάκοπα τη μέτρηση άπειρων αριθμών. Αυτή η αρίθμηση όμως, μονότονη και αφαιρετική, αυτή η απρόσωπη διάρκεια, αυτή η ταινία που γυρνά μέσα μας όπως η άγραφη κασέτα ενός μαγνητόφωνου, ο άγνωστος και αδιάκοπος υπολογιστής που βουίζει στο κεφάλι μας, φαίνεται να σταματά μόλις τον κοιτάμε στην αϋπνία της συνείδησης. Ο χρόνος δεν υπάρχει και η διαδοχή του δεν είναι άλλο από μια επίμονη επανάληψη μιας και μοναδικής κίνησης, πάντα ίδιας με τον εαυτό της, που προβάλλεται στο άπειρο και γι’ αυτό μοιάζει ακίνητη και το παρόν εμφανίζεται έτσι σαν το μηδέν της αιωνιότητας.
Από τον Ηρώδη λοιπόν, επιστρέφουμε στον Πιλάτο, επιστρέφουμε στους αριθμούς, απ’ τη στιγμή που πρέπει να τους ζητήσουμε ακριβείς πληροφορίες για την πρόοδό τους. Θα μας δώσουν όμως μια κάποια καθαρή απάντηση; Το ρολόι ξέρει να επαναλαμβάνει «ένα» επ’ άπειρον, να προσθέτει πάντα μια μονάδα στο λογαριασμό. Και ξαναρχίζει από το ένα.
Ας προσπαθήσουμε να επαναλάβουμε μαζί με το ρολόι: ένα, ένα, ένα, τικ-τακ, τικ-τακ, τικ-τακ, ένα, ένα, ένα… Ο χρόνος, περιορισμένος στον αριθμητικό του σκελετό, θα μπλοκάρει. Κι εμείς μαζί του. Το ρολόι θα χτυπά «πέντε» επαναλαμβάνοντας πέντε φορές «ένα». Το τέχνασμα βρίσκεται στο ότι βγάζουμε έξω από μας το έλασμα που βρίσκεται κρυμμένο μέσα μας: αυτό τον μικρό διακόπτη που δεν παύουμε ποτέ να πειράζουμε και που μας φέρνει σ’ επαφή με δυο χαμένα στο λαβύρινθο της φαντασίας μας φαντάσματα, την ελευθερία και την επιθυμία, και πάνω απ’ όλα με τη σκιά (ή το σεντόνι) που τα περιτυλίγει: την ευτυχία.
Η μηχανή του χρόνου είναι εκεί! Είναι ο χρόνος ως σκηνή αναμνήσεων, ως μνήμη και ελπίδα, που μας προστατεύει από τον χρόνο ως αριθμητική μέτρηση. Είναι ο ψυχικός χρόνος που ο Αυγουστίνος ονομάζει intensio και distensio animae   (συμπύκνωση και διαστολή της ψυχής) που μετατρέπει αυτή τη μηχανή σε μια αληθινή ατμομηχανή, κάτι που μας παρασύρει μέσα από τον χρόνο. Μ’ άλλα λόγια: για να μην μείνουμε όπως τα ρολόγια και ξαναρχίσουμε να τρέχουμε (δεν έχει σημασία προς που) πρέπει να αυτο-κουρδιστούμε. Για να ξεκινήσει το τρένο των απρόσωπων αριθμών, πρέπει να μπει σε κίνηση η μηχανή της προσωπικής θέλησης.
Πράγματι, όσο είμαστε καλά, όσο αισθανόμαστε ελεύθεροι, δεν σταματάμε ποτέ. Αδιάκοπα ταξιδεύουμε από το παρελθόν στο μέλλον και αντίστροφα, διερχόμενοι με την ταχεία της φαντασίας μας μπροστά από τον σταθμό του παρόντος. Όπου βέβαια ποτέ δεν κάνουμε στάση. Αν, λόγω βλάβης, το τρένο σταματήσει κι εμείς κατεβούμε, μας περιμένουν ατέλειωτες, ανυπόφορες ώρες και στιγμές, όπου, καθισμένοι στα σκληρά παγκάκια μιας οποιασδήποτε αίθουσας αναμονής, περιμένουμε να περάσει κανένα άλλο τρένο, για το παρελθόν ή το μέλλον.
Αυτές οι στάσεις στο σταθμό του «εδώ και τώρα», φαίνεται να πυκνώνουν τελευταία, ίσως και για λόγους κουλτούρας. Εκείνο το «εδώ και τώρα», είναι βέβαια η φυλακή της ελπίδας. Αλλά ο τοίχος της είναι έτοιμος να πέσει πάνω μας, αν προσπαθήσουμε να την μετατρέψουμε σε αίθουσα αναψυχής.
Κι όμως, συμβαίνει όλο και πιο συχνά. Το θυελλώδες πέρασμα της πειραματικής ουτοπίας, δηλαδή μιας ουτοπίας που υπόσχεται την ευτυχία όχι πέρα αλλά μέσα στο μέλλον, όχι κάπου αλλού αλλά εδώ, εισήγαγε την εμπειρία της ριζοσπαστικής διαίσθησης και διακινδύνεψε την καταπιεστική και οργανωτική αρχή του χρόνου. Η τάφρος που μας προστατεύει από την κατάρρευση της ελπίδας, το τείχος που μεγαλώνει την επιθυμία μας αρνούμενο τη στιγμιαία ικανοποίησή μας, καταλήγει στο να γίνει ο στόχος όπου κατευθύνουμε τις τορπίλες του «όλα και αμέσως», της ευτυχίας sur le champ, της «διαρκούς ηδονής».
Όμως το hic et nunc της ηδονής, το εδώ και τώρα ως οίκος ανοχής της ευτυχίας, δεν υπάρχει. Ή καλύτερα: είναι ακριβώς εκείνος ο μικρός σταθμός, όπου καμιά φορά τυχαίνει να κατεβούμε για ν’ αναζητήσουμε αδύνατες επιβεβαιώσεις, κι απ’ όπου συχνά δεν καταφέρνουμε να ξαναφύγουμε. Κι εκεί ακριβώς, ακούγοντας το αγκομαχητό της ατμομηχανής συλλαμβάνουμε το φοβερό τικ-τακ, ένα, ένα, ένα… ή χειρότερα, αισθανόμαστε να φθίνει ανεπαίσθητα σε μηδέν, μηδέν, μηδέν…
Όταν τελικά φτάνουμε στο παρόν, δεν χρειάζεται να περιμένουμε το σφύριγμα του σταθμάρχη. Εξάλλου σταθμάρχης δεν υπάρχει. Ή καλύτερα, ο καθένας από μας, αν θέλει, γίνεται σταθμάρχης. Πρέπει να ξανανεβούμε στο τρένο, να βγούμε στο παράθυρο και να περιμένουμε. Καμιά φορά ο συρμός ξεκινά μόνος του.
Όποιος σταμάτησε μια φορά γνωρίζει καλά ότι η «ικανοποίηση» βρίσκεται στο να ταξιδεύει μπροστά απ’ τις μέρες, τις ώρες και τις στιγμές, δίχως να κατεβαίνει για να τις μετρήσει. Κι όποιος κατάφερε να ξαναφύγει, έμαθε να μην τραβά πια το σήμα κινδύνου για να σταματήσει στις γραμμές αυτού του μικρού επαρχιακού σταθμού, μόνο και μόνο από περιέργεια να δει πώς είναι φτιαγμένο το παρόν. Γνωρίζει ότι πρόκειται απλά και μόνο για κάποιο σιδηροδρομικό κλειδί αλλαγής γραμμής κι ότι πίσω του, δεν υπάρχει ούτε καν το χωριό.

Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια: