14/2/16

Οι μαύρες κατσαρόλες

Έβλεπε τα τρακτέρ στους δρόμους. Άκουγε τις απειλές για τον ολικό αποκλεισμό της χώρας. Πάντα ένοιωθε ένα σεβασμό για τους εργάτες της γης. Πονούσε τον ιδρώτα που έσταζε τους καιόμενους μήνες. Αλλά σήμερα είχε ένα βάρος στη σκέψη του. Δεν ένοιωθε την ελαφράδα που ένοιωθε άλλες φορές, όταν στις καλές μέρες πολλοί εργάτες γης είχαν πρόβλημα. Τώρα πια κάτι άλλο ένοιωθε πως γινόταν. Ο ερημίτης έπιανε κάτι στον αέρα. Το είχε δει και στο παρελθόν σε άλλες χώρες. Στο μυαλό του ερχόταν η ιστορία του Αλιέντε. Κάτι τέτοιο ένοιωθε πως γινόταν στη χώρα σήμερα. Έβλεπε τον φονιά με το θύμα αγκαλιά. Αλλά το θύμα έπαιρνε μια θέση παράταιρη στο κάδρο. Αυτή η εικόνα γινόταν όλο και πιο έντονη, όταν πήγαινε να δει τα άλλα τα "ευγενή" στρώματα που θύμιζαν προλετάριους εποχής. Πάλι καταλάβαινε ότι κι εκεί υπήρχαν προβλήματα. Αλλά ήξερε ότι για χρόνια κομμάτι αυτών των στρωμάτων ζούσε σε άλλη χώρα.
Βαριά ατμόσφαιρα έστηναν τα κίβδηλα των 8. Α ένοιωθε ανάλαφρα από τότε που είχε πάρει απόφαση να μην τα βλέπει. Πώς είναι να παραχαράσσεται η αλήθεια, πως είναι η μνήμη η δική σου και η μνήμη των δελτίων των 8 να είναι τόσο διαφορετικές; Το μυαλό του γυρνούσε πάλι στο Αιγαίο. Μια προσευχή, μια προσευχή που χρόνια είχε να κάνει του ήρθε αυθόρμητα στα χείλη. Τα χέρια του είχαν ματώσει, γιατί είχαν γδαρθεί πάνω στα σύρματα των φρακτών της Ευρώπης. Άκουγε τις μαύρες μπότες του Βορρά το ίδιο απειλητικές με τότε. Αλλά η Ευρώπη πάλι δεν ακούει τον ήχο από τα κόκαλα των προσφύγων που σπάνε από την βία. Πώς είναι να ξαναγίνεται το απόλυτο κακό και να μην το αντιλαμβάνεσαι; Αυτό το κακό που διαπερνά σιγά-σιγά τις κοινωνίες του Βορά γίνεται η σπορά της καταστροφής.

Το μυαλό του γυρνά στο Καλαί ή σε άλλα μέρη της Ευρώπης. Μόνο η καταναγκαστική εργασία λείπει, μόνο το σύνθημα "Η εργασία απελευθερώνει" δεν υπάρχει να "στολίζει" την είσοδο των στρατοπέδων "φιλοξενίας". Τα σημάδια είναι φανερά πια. Μόνο οι τυφλοί δεν μπορούν να τα δουν, σκέφτηκε. Οι τυφλοί όμως τα αισθάνονται, του είπε εκείνη. Είναι σαν τους ερωτευμένους οι τυφλοί. Και οι ερωτευμένοι δεν βλέπουν τον κόσμο, τον αισθάνονται μέσα από αυτό που αισθάνονται για τον άλλο. Άρα αυτοί που δεν βλέπουν και έχουν ευθύνη, δεν είναι τυφλοί, είπε η γυναίκα. Δεν αγαπούν τη ζωή, δεν ερωτεύονται. Πώς μπορείς να νοιώσεις τον πόνο του άλλου, τη λαχτάρα για ζωή, όταν ο ίδιος δεν ζεις;
Ο ερημίτης σώπασε. Δίστασε να της πει, ότι εξαιτίας του μονήρους χαρακτήρα του και της εξ επιλογής μοναχικότητάς του, ήταν δύσκολο να καταλάβει αυτές τις λεπτές αποχρώσεις της σκέψης της. Άλλωστε, ο έρωτας μάλλον εδώ και χρόνια δεν ήταν στις προτεραιότητες του. Γερνούσε, δεν ήξερε πώς γερνούσε, αλλά ο χρόνος τού σκίαζε πια τα μάτια. Αυτά που ένοιωθε ήταν πια μνήμη. Όμως πάντα υπήρχε εντός του μια δίοδος μικρή, που του άνοιγε δρόμο προς τα εύφορα της ζωής. Γι' αυτό μπορούσε κάποιες φορές να καταλάβει τη φίλη του. Ναι, ήξερε ότι εκείνη, πιο εύστροφη από αυτόν, είχε καταλάβει αυτά που γινόταν στην χώρα πιο έγκαιρα και πιο έγκυρα από εκείνον. Δεν ένιωθε άσχημα γι' αυτό.
Τώρα, λέξεις συρόμενες, λέξεις κοφτερές, ερχόντουσαν στο μυαλό του. Έβγαιναν πυρίμαχες από μέσα του. Για τις εικόνες που έβλεπε σήμερα. Σε λίγο, σκέφτηκε, θα βγουν και οι κατσαρόλες. Οι άδειες κατσαρόλες. Μια πικρή γεύση του έφερνε η άδεια κατσαρόλα. Γιατί δεν ήταν η κατσαρόλα του φτωχού. Αυτή ήταν φορές που γέμιζε από την αλληλεγγύη. Οι άλλες άδειες κατσαρόλες ήταν αυτών που είχαν πάντα γεμάτες. Αυτές οι κατσαρόλες είχαν μαύρη ιστορία, πικρή ιστορία. Δεν ήθελε να την δει στην χώρα του. Εκείνη χαμογέλασε, γιατί είχε καταλάβει. Μαύρες κατσαρόλες δεν θα ’ρθουν στη χώρα, του είπε. Άνοιξε την ψυχή σου. Μέρες που είναι, ο ήλιος ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά.
Κάθισαν στο Σούνιο. Μπροστά τους το Αιγαίο. Μια λιτή ψαλμωδία συνόδευε τούτο το σιωπηλό απόγευμα.

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ

Jean Cocteau, Ο Nietzsche στη Βαϊμάρη, 1956, μολύβι σε χαρτί, 32 x 24 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: