ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Γιάννης Μιχαηλίδης, Δείγμα γραφή, 2001- 2002, ακρυλικό σε χαρτί, (2 x) 29 x 21 εκ.
|
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ, «27
Ιουνίου 1906, 2 μ.μ.». Δύο γράμματα
για ένα ποίημα, από την αλληλογραφία Τσίρκα-Σαββίδη, έκδοση ΜΙΕΤ, εκτός εμπορίου, σελ. 48
Το μικρό, καλαίσθητο βιβλίο, που μας ήρθε «αντί ευχών» στις γιορτές,
ανασύρει δύο σημαντικά, ανέκδοτα επιστολικά τεκμήρια της συνομιλίας και
συνεργασίας Γ. Π. Σαββίδη και Στρατή Τσίρκα, ανασυνθέτει το χρονικό και τα
συμφραζόμενα της ανακάλυψης από τον Γ. Π. Σαββίδη του ποιήματος του Καβάφη «27
Ιουνίου 1906, 2 μ.μ.», και της δημοσίευσής του από τον Στρατή Τσίρκα στο
αφιέρωμα στον ποιητή στην Επιθεώρηση
Τέχνης (1963), και καταλήγει με το ποίημα του Βάρναλη, «Ντενσουάι, 27
Ιουνίου 1906, ήγουν, παντού τα πάντα κι όποιοι», δημοσιευμένο σε επόμενο τεύχος
του περιοδικού, ως απάντηση/επίνευση στο ποίημα και στον ποιητή.
Έστω και αν το αφιέρωμα της Επιθεώρησης
Τέχνης χρειάστηκε μια δεκαετία «ωρίμανσης», μετά το ρηξικέλευθο κείμενο του
Μανόλη Λαμπρίδη στο ίδιο περιοδικό («Καβάφης, Βάρναλης, Καρυωτάκης και η
παρακμή»), πρόκειται για ένα κρίσιμο επεισόδιο της διαδικασίας αποδοχής του
Καβάφη από την καθ’ ημάς αριστερά, στην
οποία διαδικασία ο Τσίρκας είχε πρωτεύοντα ρόλο, σκεπτόμενος και μιλώντας στη
γλώσσα της και στους κώδικες της αριστεράς της εποχής, ήγουν, προσπαθώντας να
την πείσει για την αξία και τη σημασία του ποιητή, μέσα από το σχήμα του «ο
πολιτικός Καβάφης». Με αυτή την έννοια, αλλά και με τη φιλολογική οργάνωσή του,
το ανά χείρας μικρό αυτό βιβλίο έχει ιδιαίτερη σημασία.
Η προσέγγιση του Τσίρκα επιχειρεί να υπερβεί τις εμμονές του
«ψυχολογισμού» και του «παρακμιακού ψόγου» (οι εύστοχοι όροι είναι του
Παπαθεοδώρου) στην πρόσληψη και την ερμηνεία του Καβάφη, και όντως το
καταφέρνει, εγκλωβιζόμενη όμως σε ένα σχήμα που κι αυτό έχει σοβαρά προβλήματα,
έστω και αν σήμερα οι «αντι-αποικιακές σπουδές» διασώζουν κάπως τη συμβολή του
Τσίρκα. Κατά τη γνώμη μου, η θέση του Σεφέρη, για την «ιστορική αίσθηση» του
Καβάφη, είναι τελικά επαρκής, κι έτσι στέκει αμήχανη και η απόπειρα του Σαββίδη,
να συνδυάσει τη θέση του Σεφέρη με αυτή του Τσίρκα, με τον πλεονασμό «ιστορική και
πολιτική αίσθηση». Πόσω μάλλον σήμερα, που η έννοια του ιστορικού παρόντος
είναι δεόντως επεξεργασμένη.
Ας έρθουμε όμως στο ποίημα του Καβάφη, παραθέτοντας τα ιστορικά του
συμφραζόμενα, όπως κατατοπιστικά τα παρουσιάζει ο Παπαθεοδώρου, αλλά ας δούμε
και το ίδιο το ποίημα.
***
«Ας θυμηθούμε
όμως συνοπτικά το ιστορικό πλαίσιο που οδήγησε στη σύνθεσή του ποιήματος, έτσι
όπως το αφηγείται ο Τσίρκας στο σχετικό κείμενό του. Στις 13 Ιουνίου 1906 μια
ομάδα Βρετανών αξιωματικών μέλη της μονάδας που είχε κατέβει από το Κάιρο στην
Αλεξάνδρεια και είχε στρατοπεδεύσει στη Μπαγκουρία, φτάνει στο Ντενσουάι. Εκεί,
πέντε από αυτούς χωρίζονται σε ομάδες και αρχίζουν να επιδίδονται σε κυνήγι
περιστεριών∙ με τη διαφορά ότι για τους ιθαγενείς κατοίκους τα περιστέρια δεν
ήταν «άγρια ζώα» αλλά ήμερα κατοικίδια. Αυτό φρόντισε να τους πει και ο γέρος
προεστός του χωριού, όταν τα ντουφέκια τους είχαν ήδη ανάψει. Σε λίγη ώρα τα
πράγματα έγιναν έκρυθμα. Οι κυνηγοί έβαλαν φωτιά σε ένα αλώνι και πλήγωσαν
βαριά μια μάνα με παιδί. Οι φελάχοι τους επιτέθηκαν με πλίνθους και ρόπαλα, και
οι Άγγλοι άνοιξαν πυρ, τραυματίζοντας τέσσερις άντρες. Ωστόσο, οι φελάχοι
κατάφεραν να τους αφοπλίσουν και να τους ξυλοκοπήσουν. Ο γιατρός της μονάδας
κατόρθωσε να ξεφύγει και προσπάθησε κολυμπώντας στο Νείλο να φέρει ενισχύσεις.
Ένας άλλος, ο κάπτεν Μπουλ, 31 χρονών και παλαίμαχος του πολέμου εναντίον των
Μπόερ, πληγωμένος από πέτρα στον κρόταφο διένυσε την απόσταση μέσα στον ήλιο
του μεσημεριού, και πέθανε από αιμορραγία και ηλίαση. Στο μεταξύ οι Άγγλοι
επέβαλαν την τάξη και συνέλαβαν όλο το χωριό.
Ο λόρδος
Κρόμερ, ο άγγλος τοποτηρητής της Αιγύπτου, αποφάσισε να δώσει στο θέμα μια
συμβολική διάσταση, αφού η τιμωρία των ιθαγενών όφειλε να είναι παραδειγματική.
Έστησε έκτακτο δικαστήριο και, με συνοπτικές διαδικασίες, πήρε την απόφαση που
επιθυμούσε: τέσσερις Αιγύπτιοι καταδικάστηκαν σε απαγχονισμό, δύο σε ισόβια
καταναγκαστικά έργα, ένας σε 15 χρόνια καταναγκαστικά, τρεις σε φυλάκιση ενός
χρόνου και σε δημόσια μαστίγωση, και τέλος πέντε σε δημόσια μαστίγωση χωρίς
φυλάκιση. Η απόφαση του δικαστηρίου ανακοινώθηκε στις 27 Ιουνίου 1906, και
όριζε ότι οι κατηγορούμενοι ‘θα θανατωθώσι σήμερον, ώρα 2 μ.μ. εν Δενσουάι’. Η
εκτέλεση έλαβε χώρα μπροστά σε πλήθος Βρετανών που επευφημούσαν και Αιγυπτίων
που σπάραζαν. Ο δεύτερος στη σειρά του απαγχονισμού είναι ο Ιουσέφ Χουσείν
Σελίμ, και είναι «το δεκαεπτά χρονών αθώο παιδί» που περιγράφει ο Καβάφης.
Τα γεγονότα του
Ντενσουάι έκαναν το γύρο του πολιτισμένου κόσμου, προκαλώντας θύελλα στην
καρδιά της ίδιας της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Ο φιλελεύθερος Ουίλφρεντ Μπλαντ
(Wilfred Blunt),
φανατικός εχθρός του Κρόμερ, ξεκίνησε εκστρατεία με φυλλάδια και άρθρα,
διοργανώνοντας παράλληλα επισκέψεις των αιγύπτιων εθνικιστών στην Αγγλία. Σε
λίγο καιρό εκδόθηκε ένα φυλλάδιο σχετικά με το Ντενσουάι με βασική θέση ότι τα
ασύμμετρα αντίποινα που εφαρμόστηκαν δεν ήταν η εξαίρεση αλλά το βασικό
«πολιτικό αβαντάζ» της βρετανικής αυτοκρατορίας έναντι των λαών που δυναστεύει.
Το φυλλάδιο μεταφράστηκε και τυπώθηκε στο Κάιρο, αρχές Οκτωβρίου του 1906. Την
ίδια περίοδο, ο ηγέτης του Αιγυπτιακού Εθνικού Κόμματος, ο Μουσταφά Κάμελ,
αναπτύσσει έντονη αρθρογραφία, που δημοσιεύεται σε μεγάλες ευρωπαϊκές
εφημερίδες, σχετικά με τα γεγονότα και την πολιτική της Βρετανίας στην Αίγυπτο.
Στην Αίγυπτο εκδίδονται μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, ποιήματα και λαϊκά ‘μάουλ’
(μοιρολόγια) για το Ντενσουάι. Παρ’ όλα αυτά, η λαϊκή οργή δεν εκτονώνεται.
Για να
κατανοήσουμε ωστόσο το ποίημα του Καβάφη δεν έχουμε παρά να διανύσουμε το άμεσα
χρονικό διάστημα: από τα γεγονότα του
Ντενσουάι (1906) ως τη χρονιά που γράφεται το ποίημα (1908) και τις
συνέπειες της παλαιάς ιστορίας (1910). Στις 20 Φεβρουαρίου του 1910, ένας
νεαρός αιγύπτιος φαρμακοποιός σπουδαγμένος στη Δύση και μέλος του Αιγυπτιακού
Εθνικιστικού Κινήματος, ο Ιμπραήμ Ελ Ουαρντάνι, δολοφονεί τον πρωθυπουργό της
Αιγύπτου Μπούτρος Γκάλι και συλλαμβάνεται. Στο δικαστήριο θα υποστηρίξει πως ο
Γκάλι ήταν πιο αγγλόφιλος κι από τους ίδιους τους Άγγλους, αφού είχε υπογράψει
τη σύμβαση για το Σουδάν, στα 1899, με τον λόρδο Κρόμερ, και κυρίως επειδή
συμμετείχε στην ‘υπόθεση του Ντενσουάι, όπου ήταν πρόεδρος του ειδικού
δικαστηρίου’.
Αν και η δίκη
του Ουαρντάνι έγινε ‘κεκλεισμένων των θυρών’, ο τύπος την κάλυπτε καθημερινά,
και υποβλήθηκαν πολλές αιτήσεις για την απονομή χάριτος. Στο καβαφικό αρχείο
έχουν σωθεί τα σχετικά αποκόμματα του τύπου, καθώς και ένα σημείωμα του ίδιου
του ποιητή : ‘Εις τον Ουαρδάνη’, γράφει ο Καβάφης, ‘ο Αιγυπτιακός λαός έδειξε
συμπάθεια […] Μετά την θανάτωσιν του δυστυχούς νέου, οι εκδηλώσεις της
συμπαθείας των Αιγυπτίων ήσαν πολλές. Ποιήματα εγράφησαν επαινώντας τον, οι
φοιτηταί διαφόρων ανωτέρων σχολών εφόρεσαν μαύρες κραβάτες για θλίψι, και
συναθροίσεις περί τον τάφον του εγένοντο κ’ εκεί συγκινημένα λόγια ειπώθηκαν
και χέρια φιλικά έφεραν άνθη ωραία’».
***
27
Ιουνίου 1906 2 μ.μ.
Σαν τόφεραν οι Χριστιανοί να το
κρεμάσουν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
η μάνα του που στην κρεμάλα εκεί κοντά
σέρνονταν και χτυπιούνταν μες στα χώματα
κάτω απ' τον μεσημεριανό, τον άγριον ήλιο
πότε ούρλιαζε, και κραύγαζε σα λύκος, σα θηρίο
και πότε εξαντλημένη η μάρτυσσα μοιρολογούσε
«Δεκαεφτά χρόνια μοναχά με τάζησες παιδί μου»
Κι όταν το ανέβασαν την σκάλα της κρεμάλας
κ' επέρασάν το σκοινί και τόπνιξαν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
κ' ελεεινά κρεμνιούνταν στο κενόν,
με τους σπασμούς της μαύρης του αγωνίας
το εφηβικόν ωραία καμωμένο σώμα,
η μάνα η μάρτυσσα κυλιούντανε στα χώματα
και δεν μοιρολογούσε πια για χρόνια τώρα∙
«Δεκαεφτά μέρες μοναχά», μοιρολογούσε,
«Δεκαεφτά μέρες μοναχά σε χάρηκα παιδί μου».
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
η μάνα του που στην κρεμάλα εκεί κοντά
σέρνονταν και χτυπιούνταν μες στα χώματα
κάτω απ' τον μεσημεριανό, τον άγριον ήλιο
πότε ούρλιαζε, και κραύγαζε σα λύκος, σα θηρίο
και πότε εξαντλημένη η μάρτυσσα μοιρολογούσε
«Δεκαεφτά χρόνια μοναχά με τάζησες παιδί μου»
Κι όταν το ανέβασαν την σκάλα της κρεμάλας
κ' επέρασάν το σκοινί και τόπνιξαν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
κ' ελεεινά κρεμνιούνταν στο κενόν,
με τους σπασμούς της μαύρης του αγωνίας
το εφηβικόν ωραία καμωμένο σώμα,
η μάνα η μάρτυσσα κυλιούντανε στα χώματα
και δεν μοιρολογούσε πια για χρόνια τώρα∙
«Δεκαεφτά μέρες μοναχά», μοιρολογούσε,
«Δεκαεφτά μέρες μοναχά σε χάρηκα παιδί μου».
Ιωσήφ Χουσεΐν Σελίμ
Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για ένα από τα πιο αδύναμα ποιήματα του
Καβάφη. Για να το θέσω αλλιώς, αν ο Καβάφης είχε γράψει μόνο τέτοια ποιήματα,
δεν θα ήταν σημαντικός ποιητής και δεν θα συζητούσαμε τώρα γι’ αυτόν. Όντως είναι
«πολιτικό» ποίημα, όμως δεν είναι καβαφικά «ιστορικό», γι’ αυτό ακριβώς δεν
προκύπτει ως ποίημα άξιο λόγου. Με αυτή την έννοια, είναι άστοχη, αν και
προφανής στη στόχευσή της, ως αγωνιώδης «χειρισμός» απέναντι στην αριστερή
καχυποψία, η απόφανση του Τσίρκα, ότι το ποίημα αυτό είναι «ισάξιος προάγγελος»
της «Μάνας του Χριστού», του Βάρναλη, και του «Επιτάφιου», του Ρίτσου.
Αντίθετα, ο Σαββίδης είναι προσεκτικός, χαρακτηρίζοντας το ποίημα ως «ένα
σχεδίασμα, πολύ προχωρημένο, για ποίημα εμπνευσμένο από την απαγχόνιση ενός
νεαρού Άραβα».
Ας έρθουμε τώρα στο ποίημα του Βάρναλη.
Ντενσουάι
27 Ιουνίου 1906
ήγουν
παντού τα πάντα κι όποιοι
παντού τα πάντα κι όποιοι
Στον φίλο μου Στρατή Τσίρκα
Τι κλάματα, κατάρες, ουρλιαχτά κι
αντάρα!
Ήλιος-φωτιά, μεσημεριάτης τ' Αλωνάρη
φλέγει την άμμο, την ανάσα και τα μάτια.
Μαννάδες αραπίνες μαβρομαντηλούσες
χτυπιούνται χάμου και δαγκώνουνε τα χέρια.
Γέροι και γράδες και μωρά και σκύλοι ουρλιάζουν.
Ήλιος-φωτιά, μεσημεριάτης τ' Αλωνάρη
φλέγει την άμμο, την ανάσα και τα μάτια.
Μαννάδες αραπίνες μαβρομαντηλούσες
χτυπιούνται χάμου και δαγκώνουνε τα χέρια.
Γέροι και γράδες και μωρά και σκύλοι ουρλιάζουν.
Παντόγυρα ομορφόπαιδα στα γιορτινά
τους
καβάλα και πεζούρα -κι όλα τους καινούρια:
νιάτα, στολή, σπαθιά, ντουφέκια- αθανασία!
Χαρούμενα και λέφτερα κ' ερωτεμένα
σε ξένον τόπο ξένοι αφέντες σταβροφόροι,
στο πανηγύρι του Θανάτου χορεφτάδες.
καβάλα και πεζούρα -κι όλα τους καινούρια:
νιάτα, στολή, σπαθιά, ντουφέκια- αθανασία!
Χαρούμενα και λέφτερα κ' ερωτεμένα
σε ξένον τόπο ξένοι αφέντες σταβροφόροι,
στο πανηγύρι του Θανάτου χορεφτάδες.
Στη μέση ο λόρδος καπετάνπασας,
κολόνα
πάνου στον άσπρο βουκεφάλα του, φαρμάκι
κατάχρυσο, θαμπώνει πιότερο απ’ τον ήλιο.
Άσπρα χέρια και μάγουλα, μοσκομυρίζει,
γαλάζιον αίμ’, αλλού κοιτάει, μακριά βιγλίζει.
Άντρας και δυο και τρεις φορές μπρος σε δεμένα
παλιόσκυλα, μα σαν κουρνιάζουνε στο πάρκο
τα κοτσύφια, στον μπάγκο γυναικούλα-μέλι!
πάνου στον άσπρο βουκεφάλα του, φαρμάκι
κατάχρυσο, θαμπώνει πιότερο απ’ τον ήλιο.
Άσπρα χέρια και μάγουλα, μοσκομυρίζει,
γαλάζιον αίμ’, αλλού κοιτάει, μακριά βιγλίζει.
Άντρας και δυο και τρεις φορές μπρος σε δεμένα
παλιόσκυλα, μα σαν κουρνιάζουνε στο πάρκο
τα κοτσύφια, στον μπάγκο γυναικούλα-μέλι!
Τέζα οι ξυπόλυτοι φελάχοι στη θελιά
τους
με μάτια πεταμένα, κρεμασμένη γλώσσα
ντροπιάζουνε την άγια εικόνα του Κυρίου!
Και στα παλούκια δίπλ’ άλλοι δεμένοι φταίχτες
τους κομματιάζει ο βούρδουλας κι αφτοί σπαράζουν,
στην αρχή ξεφωνάνε κ’ ύστερα σωπαίνουν...
Και τα μάβρα καθάρματα, που τους προδώσαν,
τους βαράνε περσότερο και χαχανίζουν.
με μάτια πεταμένα, κρεμασμένη γλώσσα
ντροπιάζουνε την άγια εικόνα του Κυρίου!
Και στα παλούκια δίπλ’ άλλοι δεμένοι φταίχτες
τους κομματιάζει ο βούρδουλας κι αφτοί σπαράζουν,
στην αρχή ξεφωνάνε κ’ ύστερα σωπαίνουν...
Και τα μάβρα καθάρματα, που τους προδώσαν,
τους βαράνε περσότερο και χαχανίζουν.
Όντας ανάσκελα η ξανθή χαρά του
Γκαίτε,
η παιδούλα Μπετίνα, κλώτσαγε τον ήλιο,
από τον Έλυμπο ψηλά ο μουρντάρης Δίας
κρυφογελώντας χάηδεβε τ’ άσπρα του γένια.
Όμοια ο τριπλός των χριστιανώνε Πηλοπλάστης
χαιρότανε να βλέπει τους αδικητάδες
να τους κουνάει ο Αιώνιος Νόμος στον αγέρα
κι άλλους να τους σωριάζει χάμου, κρέας κομμένο.
Μεγάλοι αμαρτωλοί, που θέλανε δικά τους
τα περιστέρια, τα καλύβια, την πατρίδα!
η παιδούλα Μπετίνα, κλώτσαγε τον ήλιο,
από τον Έλυμπο ψηλά ο μουρντάρης Δίας
κρυφογελώντας χάηδεβε τ’ άσπρα του γένια.
Όμοια ο τριπλός των χριστιανώνε Πηλοπλάστης
χαιρότανε να βλέπει τους αδικητάδες
να τους κουνάει ο Αιώνιος Νόμος στον αγέρα
κι άλλους να τους σωριάζει χάμου, κρέας κομμένο.
Μεγάλοι αμαρτωλοί, που θέλανε δικά τους
τα περιστέρια, τα καλύβια, την πατρίδα!
Κι ο Σατανάς, π’ όλο γελάει και
μοναχός του,
έκλαιγε τώρ’ απ’ το κακό του: - «Οι σατανάδες
του Κάτου Κόσμου τρισχειρότεροι από μένα»!
έκλαιγε τώρ’ απ’ το κακό του: - «Οι σατανάδες
του Κάτου Κόσμου τρισχειρότεροι από μένα»!
Γενάρης του 1964
*Το ποίημα αυτό είναι σαν απάντηση στο
ανέκδοτο ποίημα του Καβάφη, που δημοσιεύτηκε στο τεύχος της «Επιθεώρησης
Τέχνης» το αφιερωμένο στον Αλεξανδρινό ποιητή. Κ.Β.
Αν και το ποίημα είναι καλύτερο απ’ αυτό του Καβάφη, δεν εντάσσεται
στο σώμα της ποίησης του Βάρναλη, παρά ως πάρεργο. Άλλωστε, όπως είναι γνωστό,
ο Βάρναλης έχει σιωπήσει ως ποιητής, ήδη για τρεις δεκαετίες. Θα πρέπει όμως να
σημειώσουμε, ότι με αυτό το ποίημα στηρίζει τον Τσίρκα στην προσπάθειά του, ακόμα
και προσωπικά, και δίνει απλόχερα τη βοήθειά του, με το τεράστιο κύρος που έχει
στους αριστερούς αναγνώστες, ώστε να αποδεχθούν τον Καβάφη, ήτοι, τουλάχιστον
να τον διαβάσουν. Μια κίνηση ανυστερόβουλη, αλλά και μεγαλόθυμη, αφού στο κάτω
κάτω με τον Καβάφη είναι οιονεί ανταγωνιστές, ως ποιητές της ίδιας εποχής αλλά ως
και εισηγητές του ποιητικού μοντερνισμού.
Όμως, ο Βάρναλης δεν κάνει τις παραχωρήσεις του Τσίρκα, προς τα
στερεότυπα του αριστερού αναγνώστη∙ άλλωστε, αν το έκανε, θα ακύρωνε το δικό
του αισθητικό και ιδεολογικό στίγμα – ήταν αρκετά εστέτ, ώστε να μη γίνει
Τσίρκας... Βεβαίως ο Βάρναλης διευρύνει την «πολιτικότητα» του καβαφικού
ποιήματος, όμως εισάγει το μυθολογικό στοιχείο (ο Δίας κλπ), το
φιλοσοφικό/ρομαντικό (Γκαίτε κλπ), και κυρίως το ηδονικό, με όρους αυτόχρημα προκλητικούς, παρεμβαίνοντας βίαια
στην αφηγηματική οικονομία του δικού του ποιήματος. Έτσι, νομιμοποιεί και τον
«ηδονικό Καβάφη», και μάλιστα με μοντερνιστικούς τροπισμούς.
Ο «παραδοσιακός» (όπως και ο Καβάφης κάποτε, για την ακόμα κυρίαρχη και
ακόμα «εμπλουτιζόμενη» φιλολογία και κριτική «του ’30») Βάρναλης κάνει ένα
ποίημα ανοιχτά διακειμενικό, ένα ποίημα πάνω σε ένα άλλο ποίημα. Σήμερα, δε, που
ο καθ΄ ημάς συντηρητικός μοντερνισμός περνά σιγά σιγά στην αισθητική συγκατάβαση,
αυτή η κίνηση του Βάρναλη λειτουργεί ως μία ακόμη επίνευση για την επανανάγνωση
της ποίησής του, η οποία άλλωστε έχει ήδη αρχίσει τα τελευταία χρόνια, τόσο
φιλολογικά/κριτικά, όσο και λογοτεχνικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου