7/2/16

Μπετίνα

Ανάσκελα η ξανθή χαρά, η τροφαντή παιδούλα, με αυθάδεια και χάρη, κλωτσάει κι αψηφά τον ήλιο που ανατέλλει, τους νόμους τους αιώνιους περιγελά κι εμπαίζει, με περισσή χαρά και νάζι, αυτάρεσκα τυρβάζει: η πράξη είναι η αρχή, κι η θέληση ο τρόπος.
Από τον Όλυμπο ψηλά, ο Δίας ο μουρντάρης, κρυφογελώντας αναδεύει τ’ άσπρα γένια του, κι έχει το βλέμμα του για ώρες καρφωμένο, στους ατέλειωτους σπασμούς τής αγωνίας, που συνταράζουν το εφηβικό, ωραία καμωμένο σώμα, ακούγοντάς την πώς κραυγάζει και σαν λύκαινα ουρλιάζει, σαν θηρίο, χαρούμενη, ελεύθερη, κρουστή και λιγωμένη, πώς, τώρα, κάτω απ’ το μεσημεριανό, το άγριο το φως, τα σκέλια της ανοίγει, σπονδή προσφέροντας στον ουρανό, σε όλους τους θεούς από καταβολής του κόσμου, πώς σαν μετάληψη το μέλι της σταλάζει, στην άμμο την καυτή, την αλεξανδρινή, την πάντα διψασμένη, ενώ περιστερές πολλές, του κάθε χρώματος και είδους, πάνω της τριγυρίζουν, και όλο τιτιβίζουν, σαν μάρτυρες του θαύματος, της ηδονής συνένοχες, του πάθους παραστάτες.
   Λίγο πιο πέρα, ο Αλί, ο ποιητής της θάλασσας της μαύρης, αθέατος σ’ απόσκιο καταγώγιο, σιγοσφυρίζοντας τα πίνει στην υγειά της, μοιρολογώντας τα μιλιούνια ομορφόπαιδα, που όπου να ’ναι καταφθάνουν, με μάτια έκπληκτα και γλώσσα κρεμασμένη, με άνθη, με γραβάτες, με νιάτα και λαμπρή στολή και άτια της ερήμου, με πολυποίκιλτες ωδές, χρυσά σπαθιά, ή και μακριά ντουφέκια, γυρεύοντας στο νέκταρ της να βρουν αθανασία.
Αυτός γυναίκα την κατέστησε, την τροφαντή παιδούλα, κι έχει ακόμα πάνω του, στο σώμα του να ζέχνει, τον φλογερό ιδρώτα τού κορμιού της, αφού το πανηγύρι τους μόλις στο γλυκοχάραμα ετέλεψε και πάει.
Σκύβει λίγο στον κόρφο του, την ευωδιά τής σάρκας της μυρίζει, τη χάρη της Μπετίνας μακαρίζει, χαμογελά, και ευτυχής μονολογεί: «Δεκαεφτά τα χρόνια σου κι οι νύχτες μας∙ το πιο πολύ θα ήταν ρομαντζάδα».
*Το σύντομο αυτό πεζό αφιερώνεται στη Λίνα Μώρα.

ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: