ΤΗΣ
ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΚΑΡΕΛΑ
ΜΑΡΙΑ
ΚΟΥΡΣΗ, Το κρυφό πρόβατο, δίγλωσση
έκδοση, μτφρ. στα αγγλικά Χρήστος Τριανταφύλλου, Εκδοτική Αθηνών, σελ. 24
Αυτό που εντυπωσιάζει στο Κρυφό Πρόβατο της Μαρίας Κούρση είναι μια ένταση στο ερμηνευτικό
πλαίσιο του βιβλίου: παρά την αφαιρετικότητα και τον αποδομημένο λόγο, ή χάρη
σε αυτόν, το νόημα σχηματίζεται «μαγικά», ήτοι εξόχως υπαινικτικά, είναι όμως ξεκάθαρο.
Η Κούρση οδηγεί τον αναγνώστη εκεί που θέλει,
αφήνοντάς τον να αναρωτιέται, «γιατί το μυαλό μου πήγε εκεί;» Επιβάλλει έτσι
και δεύτερη και τρίτη ανάγνωση, μέχρι να εντοπίσει κανείς στο κείμενο μια νύξη,
έναν ψίθυρο, σχεδόν όπως λύνεις έναν γρίφο. Κατά σύστημα, δεν δείχνει να την
ενδιαφέρει να εννοήσει κάτι. Έτσι, δεν πρόκειται για καλοστημένο παιχνίδι, που
όμως τελικά θα είναι παιχνίδι, διεκδικώντας το άλλοθι της αθωότητας. Συνεχώς
δίνει την αίσθηση, δηλαδή την καθησυχαστική ασφάλεια στον αναγνώστη, ότι οι
λέξεις τής «ξεφεύγουν», αλλά μετά αυτές κάνουν τα μαγικά τους. Λέξεις
καθημερινές, σχεδόν κοινές, που δεν λάμπουν στη βιτρίνα, αλλά όμως έχουν τη
δυνατότητα, όπως με έκπληξη (ελεγχόμενη και βαθμιαία) διαπιστώνει εκ των
υστέρων ο αναγνώστης, να δημιουργούν εντάσεις αλλά και νοηματικές συνάψεις.
Όπως ανάμεσα στους πρώτους και τους τελευταίους στίχους της συλλογής:
Στα
σκουπίδια μέσα έπεσε τ’ όνομά μου
θα λερωθώ
για να το βρω
να
μοιάζει πάλι με Μαρία
.....
Αδειάζω
τα σκουπίδια όπου πάνε
Και την
ευγένεια που τα κρατούσα
Σύμφωνα με τον Σαρτρ, ο ποιητής είναι κάποιος που
δεν χρησιμοποιεί τη γλώσσα αλλά την
υπηρετεί. Αξιοποιεί τις λέξεις, που δεν είναι πλέον το σημαίνον που μας αποκαλύπτει τον κόσμο, την αλήθεια, αλλά γίνονται κάτι, γίνονται αντικείμενο∙ όχι πια το
πρίσμα μέσω του οποίου αντιλαμβανόμαστε το σημαινόμενο, αλλά ο καθρέφτης που από
τη μια υφίσταται ως αντικείμενο από μόνος του και από την άλλη αντανακλά στον
ποιητή την εικόνα του.
Άραγε τα
ποιήματα που είπε
Ντρέπονται;
[Είναι η
μανία του να μοιράζει
Όσα του
λείπουν]
Άραγε τα
ποιήματα που είπε
Μετανιώνουν;
[Που
ανακατεύονται σε ομιλίες εύκολες
ξεκούραστων
ανθρώπων]
(Τα ψηλά
δέντρα της γαλλικής επαρχίας, 2009)
Στο Κρυφό
Πρόβατο, μέσα από ένα ιδιαίτερο, και χαρακτηριστικό
της Κούρση παιχνίδισμα ανάμεσα στη γλώσσα και το νόημα, αναδύεται μια ιστορία
με αρχή μέση και τέλος. Η απόλαυση έρχεται σε κύματα· πρώτα επανέρχεσαι γιατί αρχίζει να διακρίνεται μια
εικόνα, και στη συνέχεια ανακαλύπτεις σιγά σιγά την ιστορία. Και μετά τη διαβάζεις, ξανά και ξανά, γιατί απολαμβάνεις
την αφήγηση. Ενώ στις προηγούμενες συλλογές της, παρά τον προσωπικό τόνο που
κυριαρχεί, η Κούρση δεν είναι τόσο αφηγηματική, το ύφος γραφής, τουλάχιστον
στις τελευταίες συλλογές, είναι σχεδόν ταυτόσημο: οι στίχοι της βγαίνουν σαν
αναστεναγμός, έτσι όπως τους κόβει και περνάει από τον ένα στον άλλο. Δίνει έτσι
σταθερά την εντύπωση ότι διηγείται δύο ζωές:
από τη μια ένα παράπονο στον παρατατικό, και από την άλλη την ποιήτρια
που διασχίζει την καθημερινότητα παγωμένη.
«Από πού μας ήρθε, πώς μας προέκυψε αυτή η παράταιρη
φωνή, που επιπλέον είναι τόσο διακριτική, ώστε να αρνείται, σχεδόν πεισματικά,
ακόμα και τα εθιμοτυπικά περάσματα από τα χρηματιστήρια των κοινωνικών
αξιώσεων, με αποτέλεσμα σχεδόν να την αγνοούμε; Αισθάνεται τόσο σίγουρη για το
ήχο της, είναι απολύτως αυτάρκης ή απλώς αφελής, αφού δεν καλλιεργεί κανέναν
διακειμενικό συσχετισμό, δεν αξιοποιεί τον αναμφισβήτητο πλούτο της οικουμένης
για να αποκτήσει ένα κάποιο έρμα, ένα στίγμα υπεράνω πάσης αμφιβολίας, πράγμα
που επιπλέον θα διευκόλυνε τη δουλειά κριτικών και γραμματολόγων;» (Κ.Β. «Μια
ποιήτρια»). Παρ’ όλα αυτά, η ποίησή της λειτουργεί, έχοντας ενσωματώσει ως
χαρακτηριστικό της τον σνομπισμό προς την επικοινωνιακή πλευρά του νοήματος. Δεν
αναφέρομαι στην πολυσημία του έργου τέχνης, αλλά περισσότερο στην ιδέα του Καμύ,
ότι ένας συγγραφέας γράφει πάντα για να διαβαστεί. Η Κούρση, είναι σαν να
ερωτοτροπεί με μια γλώσσα χωρίς ακροατή, αλλά μετά αναδύεται το νόημα – σαν να
καιροφυλακτεί.
Η Κατερίνα Καρέλα είναι δρ Φιλοσοφίας
Jean Cocteau, Δαφνοστεφανωμένος Ορφέας, 1951, λάδι σε μουσαμά, 80 x 65 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου