21/2/16

Πολίτικη κουζίνα: ένας τόπος μνήμης

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ

Pablo Picasso, Τυφλός Μινώταυρος καθοδηγούμενος από νεαρή κοπέλα Ι, 22.9.1934, οξυγραφία, 25,1 x 34,8 εκ.


ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΕΡΜΕΝΤΖΟΠΟΥΛΟΣ, Η επινόηση του τόπου. Νοσταλγία και μνήμη στην πολίτικη κουζίνα, εκδόσεις Opportuna, Πάτρα 2015, σελ. 168

Το τελευταίο βιβλίο του Χρήστου Δερμεντζόπουλου, ακαδημαϊκού δασκάλου και ερευνητή της ανθρωπολογίας της Τέχνης και της ιστορίας και θεωρίας του Κινηματογράφου, εξετάζει με τρόπο ενδελεχή και ενδιαφέροντα το φαινόμενο της απήχησης της ταινίας του Τάσου Μπουλμέτη «Πολίτικη Κουζίνα» σε ένα κοινό εξόχως ευρύ, ετερόκλητο και ετερογενές. Με διεπιστημονική προσέγγιση και ανθρωπολογική οπτική διερευνά την απρόσμενη μαζική κινητοποίηση και ευαισθητοποίηση ενός αδιάφορου μέχρι τότε κοινού, που έμοιαζε να έχει απολέσει οριστικά τους στενούς επικοινωνιακούς δεσμούς με την εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή και τους προβληματισμούς των Ελλήνων δημιουργών της έβδομης τέχνης.
Ο συγγραφέας, ισορροπώντας με αριστοτεχνικό τρόπο ανάμεσα στο απαιτητικό δοκίμιο (αυστηρή επιστημονική συγκρότηση, διεξοδικές θεωρητικές αναφορές, αναλυτική, πολυσυλλεκτική βιβλιογραφία) και το τερπνό, ευανάγνωστο και ευάρεστο ανάγνωσμα, τεκμηριώνει με μεθοδολογική σαφήνεια και δόκιμα κοινωνιολογικά και ανθρωπολογικά εργαλεία την υπόθεσή του, και ταυτόχρονα αφηγείται με απολαυστικό τρόπο το χρονικό αυτής της ιδιάζουσας περίπτωσης συλλογικής αφύπνισης και αποδοχής. Την πρωτοτυπία της συγκεκριμένης έρευνας, η οποία εστιάζει, όχι στην ανάδειξη των καλλιτεχνικών, αισθητικών και λοιπών στοχεύσεων του δημιουργού και των προθέσεων του έργου, αλλά στον τρόπο υποδοχής, πρόσληψης και ερμηνείας του από το κοινό, επισημαίνει στον πρόλογό του ο διακεκριμένος ανθρωπολόγος Σωτήρης Δημητρίου.

Πώς όμως κατόρθωσε η ταινία «Πολίτικη Κουζίνα» να συνεγείρει το απαθές και μάλλον καχύποπτο στις εκάστοτε καλλιτεχνικές απόπειρες των συγχρόνων του Ελλήνων κινηματογραφιστών «πλατύ κοινό», συσπειρώνοντάς το και συγκεντρώνοντάς το ομαδόν στις σκοτεινές αίθουσες; Πώς απέκτησε δηλαδή τη λειτουργικότητα και αμεσότητα των ταινιών του λαοφιλούς ΠΕΚ, του «παλιού ελληνικού κινηματογράφου» που αγάπησαν οι γηραιότεροι θεατές, χωρίς να καταφύγει σε στυλιστικές λαϊκότροπες ευκολίες και αντιγραφές και χωρίς να απογοητεύσει και να απομακρύνει τους νεότερους οπαδούς του ΝΕΚ, του «νέου ελληνικού κινηματογράφου» των δημιουργών ή του ΣΕΚ, «του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου» της τελευταίας εικοσαετίας, με τις ανανεωμένες θεματικές, τις διαφορετικές αισθητικές αντιλήψεις και τις πειραματικές αναζητήσεις;
Ο συγγραφέας, με μια σειρά συνεντεύξεων θεατών από όλη την ελληνική επικράτεια, ανιχνεύει τους λόγους που συνετέλεσαν σ’ αυτήν την καθολική και ομόθυμη κατάφαση. Αναζητά τις αιτίες που οδήγησαν στην αξιοσημείωτη σύγκλιση μεταξύ των προθέσεων του δημιουργού, του περιεχομένου του έργου και ενός κοινού με πολυποίκιλα χαρακτηριστικά ηλικίας, φύλλου, οικονομικής, κοινωνικής και μορφωτικής κατάστασης, ώστε στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία η ταινία να αναδειχθεί σε ένα καθολικό μιντιακό γεγονός. Κάτι που αποδεικνύεται από τα εντυπωσιακά νούμερα των εισιτηρίων αλλά και το μεγάλο διάστημα που η ταινία παρέμεινε στις ελληνικές αίθουσες. Ταυτόχρονα όμως, ορμώμενος από το ερώτημα που θέτει, επιχειρεί μια εμπεριστατωμένη αναδρομή στις τομές, τις ασυνέχειες και τις πολώσεις που παρουσιάζει η κινηματογραφική παραγωγή στη χώρα μας, προσθέτοντας μια ψηφίδα στις κατά τα άλλα ελλιπείς και αποσπασματικές έρευνες που αφορούν στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου ως κοινωνικού και πολιτισμικού φαινομένου.
Η Πολίτικη κουζίνα, μια κλασική ταινία μυθοπλασίας που διολισθαίνει ανάμεσα στα είδη, αφού μπορεί να χαρακτηρισθεί κοινωνική, πολιτική, ιστορική, κωμωδία ή δράμα, λειτουργεί πρωτίστως σαν μια αναστοχαστική περιπλάνηση σ’ ένα οριστικά χαμένο παρελθόν. Η αφηγηματική πλοκή φέρνει τον θεατή πίσω στην Κωνσταντινούπολη της δεκαετίας του 1950. Στην πόλη-σύμβολο της απώλειας και του τραύματος στο συλλογικό φαντασιακό, όχι μόνον της αποδεκατισμένης ελληνικής κοινότητας που την κατοικούσε. Η ταινία με όχημα το μαγείρεμα των μεζέδων της πολίτικης κουζίνας, τις ηδονικές μυρωδιές των μπαχαρικών και τη μείξη τους, την τελετουργία της προετοιμασίας των φαγητών, την ευωχία των πλούσιων γεύσεων και του συμποσιασμού που σφυρηλατεί άρρηκτους οικογενειακούς και κοινοτικούς δεσμούς, κάνει μια επίκληση στην ατομική και συλλογική μνήμη. Εγκαθιδρύει έναν αναγνωρίσιμο τόπο μνήμης και νοσταλγίας στον οποίο ο καθείς από τους θεατές ξεχωριστά μπορεί να έχει θέση και αναφορά. Με αφορμή την επικείμενη επίσκεψη του Κωνσταντινουπολίτη παππού στην Αθήνα που δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ, παρακολουθεί τον ήρωα και αφηγητή, έναν Έλληνα της Κωνσταντινούπολης, σαραντάρη πλέον, σε μια σειρά ανακλήσεων και αναδρομών σε τόπους και χρόνους. Να μετεωρίζεται ανάμεσα στην Αθήνα που εγκαθίσταται μικρό παιδί και ζει μέχρι σήμερα και στην Πόλη των παιδικών του χρόνων, ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα. Η ταινία, με αυτόν τον εναλλακτικό τρόπο διαχείρισης της μνήμης και ερμηνείας του παρελθόντος, χωρίς αναγωγές σε εθνοκεντρικής αντίληψης στερεότυπα, οπτικοποιεί την απρόσμενη και αδόκητη αποστέρηση του γενέθλιου τόπου και την οδυνηρή απώλεια των συνεκτικών δεσμών της παιδικής ηλικίας: των αγαπημένων χώρων, των προσφιλών προσώπων, των καθημερινών πρακτικών και τελέσεων. Των βεβαιοτήτων δηλαδή που συγκροτούν την εικόνα εαυτού, την ταυτότητα και την αίσθηση του «ανήκειν» σε έναν οικείο και αναγνωρίσιμο κόσμο.
Η Πολίτικη κουζίνα, ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα αφηγηματικού κινηματογράφου, λειτουργεί σαν οπτική πολιτισμική μνήμη. Όπως διαπιστώνει ο συγγραφέας στην έρευνά του η οποία εστιάζει στο κοινό, μέσω του μηχανισμού της νοσταλγίας ανασύρει μια έντονη συναισθηματική φόρτιση. Μεταποιώντας το ιστορικό και πραγματολογικό υλικό του παρελθόντος κατασκευάζει έναν τόπο μνήμης και εμπειρίας, τον οποίο επισκέπτεται ο θεατής για να τον κατοικήσει αναστοχαστικά στη διάρκεια της προβολής. Όχι ως παθητικός δέκτης, αλλά ως υποκείμενο που αντιδρά, μετέχει σε τελέσεις, σωματοποιεί τις αισθητήριες προσλήψεις, κατανοεί τα ιστορικά γεγονότα και εγγράφεται με αυθορμησία στο κοινό πολιτισμικό πλαίσιο. Μέσω των φιλμικών αναπαραστάσεων σκέφτεται, συμπάσχει, συγκινείται και συνοδοιπορεί.

Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας 

Δεν υπάρχουν σχόλια: