ΤΟΥ
ΜΑΣΣΙΜΟ ΚΑΤΣΟΥΛΟ
Uta Siebert, Trophaee, 2007, μολύβι σε χαρτί, 50 x 70 εκ. |
Την
επόμενη μέρα του θανάτου του Ουμπέρτο Έκο (Αλεσσάντρια του Πιεμόντε 1935 -
Μιλάνο 2016), η ιταλική Κρατική Τηλεόραση μετέδωσε ένα σύντομο βίντεο, όπου ο
καθηγητής διανύει με βήμα αργό τον λαβύρινθο της ιδιωτικής του βιβλιοθήκης. Σε
περίπου ενάμισι λεπτό, μπροστά στα μάτια μας παρελαύνουν χιλιάδες και χιλιάδες
βιβλία (άγνωστο πόσα, ίσως και στον ίδιο τον Έκο): βιβλία πρόσφατα και παλαιά,
εκδόσεις σπάνιες, πολύτιμες ή συνηθισμένες, προσελκύουν τον θαυμασμό και την
περιέργειά μας, και μοιάζουν να μας καλούν να τα φυλλομετρήσουμε, με την
υπόσχεση ότι μπαίνουμε σ’ ένα θησαυροφυλάκιο αμύθητων γνώσεων και σκέψεων, να
βρούμε στις σελίδες τους τα σκορπισμένα αποσπάσματα του πολιτισμού μας. Σαν σε
παιγνίδι κατόπτρων, βλέπουμε ν΄ αναδύονται σιγά σιγά τα διαδοχικά στρώματα της
τοιχογραφίας της ανθρώπινης σκέψης: από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη έως τον
Χέγκελ, περνώντας από τους πιο ασήμαντους φιλοσόφους του Μεσαίωνα. Κοιτάζοντας
τις εν λόγω εικόνες, ο νους μας πάει αυτόματα στη μεγαλειώδη βιβλιοθήκη του
μυθιστορήματος Το όνομα του ρόδου (Il nome della rosa: 1980), στις λαβυρινθώδεις αίθουσες (μεταφορά του
νου του ανθρώπου και των περίπλοκων σκέψεών του) του μοναστηριού όπου
εξελίσσονται οι συναρπαστικές περιπέτειες ετούτης της θαυμάσιας τοιχογραφίας
του Μεσαίωνα∙ ένα χωνευτήριο πολλαπλών λογοτεχνικών ειδών: αστυνομικό,
φιλοσοφικό, ιστορικό, δοκιμιογραφικό κτλ. Ένα από τα αριστουργήματα του
μεταμοντερνισμού.
Και, κατ΄ αναλογίαν, ο νους μας πάει και στις εξίσου τεράστιες και
μεταφορικές βιβλιοθήκες, τις γεννημένες από την μπαρόκ φαντασία του Jorge Louis Borges, το όνομα του οποίου αντηχεί φανερά και όχι τυχαία στο
όνομα του απαίσιου βιβλιοθηκάριου του εν λόγω μυθιστορήματος: Jorge da Burgos. Σε αντίθεση, όμως, με τον Jorge, για τον Έκο, τα βιβλία δεν
ήτανε απόρθητα φρούρια, τα οποία θα έπρεπε να διαφυλαχτούν πάση θυσία, να
ζήσουν σε μια απάνθρωπη μοναξιά, κι ούτε ήταν η κιβωτός όπου βλοσυροί μοναχοί
θησαύριζαν γνώσεις αμετάδοτες, που δεν θα έπρεπε να διαδοθούν (όπως το περίφημο
χειρόγραφο του δευτέρου βιβλίου της υποτιθέμενης αριστοτελικής Ποιητικής, όπως φαντάζεται ο Έκο), αλλά
ήταν ένας, ίσως ο αποτελεσματικότερος, τρόπος ν’ ανοιχτεί ο άνθρωπος σε
άγνωστες ενδοχώρες, για να ρίξει τα τείχη που κλείνουν τον νου του. Τα βιβλία
ήταν για τον Έκο σαν πλοίο πάντα έτοιμο να σαλπάρει στην αναζήτηση πρωτόγνωρων
κόσμων, για να ζήσουμε όλοι πολλές ζωές σε τόπους και χρόνους όπου ποτέ μας δεν
ζήσαμε, να έρθουμε σε συνεχή επαφή με τα μεγάλα πνεύματα που, πετραδάκι πετραδάκι,
από την ελληνική αρχαιότητα κι έπειτα, χτίσανε το κτίριο του δικού μας
πολιτισμού (όπου με τον “δικό μας” δεν εννοείται ο δυτικός, αλλά ο πολιτισμός
όλης της ανθρωπότητας). Ερωτηθείς από έναν δημοσιογράφο, γιατί να είναι
σημαντικό να διαβάζουμε και για ποιο όφελος, ο Έκο απάντησε: “γιατί όποιος δεν
διαβάζει, όταν φτάσει σε ηλικία εβδομήντα χρόνων θα έχει ζήσει μόνο μια ζωή:
την δική του. Όποιος, όμως, διαβάζει, θα έχει ζήσει 5000 χρόνια: θα ζούσε όταν
έζησε ο Κάιν ... όταν ο Λεοπάρντι θαύμαζε το άπειρο* ... γιατί το
διάβασμα είναι μια αθανασία προς τα πίσω”. Και σε όσους τον ρωτούσαν εάν όλα αυτά τα βιβλία που
είχε στα ράφια τα είχε διαβάσει, απαντούσε ότι είναι φυσικό να νιώσει κανείς
δέος μπροστά τόσα πολλά βιβλία, να καταληφθεί από την αγωνία της ανεκπλήρωτης
γνώσης και, συνεπώς, η ερώτηση δικαιολογείται, αλλά πρέπει να σκεφτούμε ότι μία
βιβλιοθήκη δεν είναι «αποθήκη βιβλίων, αλλά εργαλείο εργασίας». Ή μάλλον -προσέθεσε-
«τα πιο σπουδαία είναι τα βιβλία που δεν έχεις διαβάσει».
Ο Μεσαίωνας ήταν, απ΄ τα φοιτητικά του χρόνια, το αγαπημένο του έδαφος: σ΄
αυτόν τον τομέα εξέδωσε σπουδαία έργα. Για την αισθητική και την φιλοσοφία,
κυρίως, ανοίγοντας νέους δρόμους και καινούργιες προοπτικές, χάρις στην
σημειολογική προσέγγιση στα κείμενα και στην ολιστική του γνώση των θεμάτων. Κι
ήταν, στην Ιταλία, από τους κορυφαίους μελετητές της αριστοτελικής παράδοσης
και του Αγίου Θωμά Ακινάτη, του σημαντικότατου, δηλαδή, φιλοσόφου του Μεσαίωνα,
για την επίδραση που άσκησε στον Ντάντε Αλιγκιέρι και στην κοσμοθεωρία του
μεγάλου Φλωρεντινού.
Για όλα αυτά που είπαμε, Το όνομα του
ρόδου, το έργο που τον έκανε διάσημο στο ευρύτερο κοινό, δεν είναι παρά η
κορυφή του παγόβουνου, οι ρίζες του οποίου εδραιώνονται σταθερά στις ευρύτερες
γνώσεις του Έκο περί της εποχής και του περιβάλλοντος όπου σκηνοθετείται η
αφηγηματική πράξη. Στις περίπου πεντακόσιες σελίδες του βιβλίου (μεταφρασμένες
σε δεκάδες γλώσσες, ανάμεσα στις οποίες και στα ελληνικά, το 1986) στον ανίδεο
αναγνώστη περί του Μεσαίωνα προσφέρεται το σοφό απόσταγμα από πολύχρονες
σπουδές και δοκίμια σχετικά με τα σημαντικότερα θέματα που διατάρασσαν εκείνα
τα ανήσυχα χρόνια: χριστολογικά δόγματα, θεολογικές λογομαχίες, αιρέσεις,
μάχες, φιλοσοφικές συζητήσεις. Και ακόμα, οι βίαιες συγκρούσεις περί της
φτώχειας της Εκκλησίας και περί του διχασμού της ανάμεσα σε δύο πάπες, τα πάθη
και τα βάσανα των απλών ανθρώπων και των επωνύμων συμπυκνώνονται εκεί σε
μυριάδες πρίσματα που σχηματίζουν τις πολλαπλές και αντιθετικές όψεις της
εποχής όπου η Ευρώπη αναγεννάται από τις στάχτες του σκοτεινού της παρελθόντος
(η αφηγηματική πράξη εμφανίζεται τον ΙΔ΄ αιώνα, λίγο μετά τον θάνατο του
Ντάντε, το 1321) και προμηνύει το «φθινόπωρο του Μεσαίωνα» σύμφωνα το ορισμό
του Huizinga. Πίσω από κάθε σελίδα διαφαίνονται
δεκάδες κείμενα (μεταφρασμένα ή εν συνόψει), έρευνες που ο καθηγητής Έκο είχε
ήδη σταλάξει στα επιστημονικά του βιβλία. Να, λοιπόν, ένα παράδειγμα του πώς
εκείνη η θαυμάσια ιδιωτική βιβλιοθήκη ανοίγεται προς τα έξω, λειτουργεί δηλαδή
ως φορέας μιας κυκλοφορίας γνώσεων προορισμένων για το ευρύτερο κοινό και
κυρίως για τους μη ειδικούς, οι οποίοι δεν θα διάβαζαν ποτέ τους ένα, π.χ.,
χριστολογικό δοκίμιο ή ένα φιλοσοφικό σύγγραμμα.
Η
επιτυχία του μυθιστορήματος τοποθέτησε τον Έκο στο παγκόσμιο λογοτεχνικό
προσκήνιο. Μόλις δέκα χρόνια μετά ακολούθησε άλλη μια επιτυχία: Το εκκρεμές του Φουκώ (1988), το πιο
διανουμενίστικο και αγαπημένο του μυθιστόρημα, πλήρες φιλοσοφίας. Μετά
εμφανίστηκαν Το νησί της προηγούμενης
μέρας (1994), Ο Μπαουντολίνο (2000),
Το κοιμητήριο της Πράγας (2010),
εξίσου μεγάλες επιτυχίες. Όμως, ο Έκο, πριν εμφανιστεί (σε αρκετά προχωρημένη
ηλικία: 48 ετών) στην μυθιστοριογραφία είχε ήδη στο βιογραφικό του πολλές
σημαντικότατες σπουδές για την σημειωτική (βλ. λ.χ. Σημειώματα σημειολογίας, Πραγματεία γενικής Σημειωτικής, Η απούσα δομή),
την φιλοσοφία (βλ. Το αισθητικό πρόβλημα
στον Θωμά Ακινάτη) αλλά και για την γλώσσα της τηλεόρασης και για το πώς η
τηλεόραση έχει αλλάξει την καθημερινή μας γλώσσα. Το ενδιαφέρον για αυτό το
θέμα τον απασχολούσε για πολλά χρόνια: από το 1954, όταν, αμέσως μετά την
αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο του Τορίνο, δέχθηκε την θέση του Διευθυντή
Πολιτιστικού Προγράμματος στην τότε νεοιδρυθείσα RAI, την Κρατική Ιταλική Τηλεόραση.
Εκεί είχε αναλάβει την ευθύνη να «ενώσει» την ιταλική γλώσσα, πέρα από τις
μυριάδες τοπικές διαλέκτους, και να βελτιώσει το μορφωτικό επίπεδο των Ιταλών,
οι περισσότεροι των οποίων είχαν με κόπο τελειώσει την πέμπτη δημοτικού. Αυτή η
θέση του έδωσε την ευκαιρία να δει την κοινωνία μέσα από τα μάτια των ΜΜΕ, που
τότε μονοπωλούνταν και ελέγχονταν από την κυβέρνηση, και να αναλύσει το πώς η
τηλεόραση μεταμόρφωνε ραγδαία την ζωή και τις συνήθειες, ειδικά των απλών
ανθρώπων. Από εκεί η πεποίθησή του, παράδοξη, αλλά όχι αβάσιμη, ότι ο πατέρας
της ιταλικής ενιαίας γλώσσας δεν ήταν ο Ντάντε αλλά η RAI, και το πιο δημοφιλές πρόσωπο
της εποχής: ο τηλεπαρουσιαστής Mike Bongiorno. Άλλωστε, ο
κόσμος των ΜΜΕ δεν έπαψε ποτέ να τον απασχολεί ούτε μετά την παραίτησή του από
την RAI, προπαντός τα
τελευταία χρόνια, όταν ο Μπερλουσκόνι εκμεταλλεύτηκε την τηλεόραση για να γίνει
πρωθυπουργός και να αλλάξει την γλώσσα της πολιτικής (και να αφαιρέσει την
ηθική από την πολιτική ζωή του τόπου).
Ουμανιστής
με την πλήρη σημασία της λέξης, ο Έκο ήταν εν πρώτοις ένας δάσκαλος, και στην
διδασκαλία αφιέρωνε πάντα όλη του την ενέργεια. Ούτε η διεθνής φήμη τον
απέτρεψε ποτέ από τις ακαδημαϊκές του υποχρεώσεις και από την επαφή με τους
φοιτητές: σε ολόκληρες γενεές φοιτητών, χάρισε, ανάμεσα στα άλλα, κι ένα
πολύτιμο έργο, που είναι ίσως το σημαντικότερό του στον τομέα της διδασκαλίας,
έστω κι αν είναι ένα απλό βιβλιαράκι, σχεδόν ταπεινό εν συγκρίσει με τ’ άλλα
του έργα: Πώς γίνεται μία διπλωματική
εργασία (1975), απαραίτητη πυξίδα για τους νέους φοιτητές, κυρίως τώρα που
διαπλέουν στο mare magnum των επιπόλαιων
και πολλές φορές λανθασμένων πληροφοριών που κυκλοφορούν ανεξέλεγκτα στο
διαδίκτυο.
Το
τελευταίο πόνημα του Έκο, ακόμα αδημοσίευτο, τιτλοφορείται Pape Satan Aleppe, από έναν ασήμαντο και αινιγματικό στίχο του Ντάντε,
που ο Έκο θεωρούσε τέλειο για να περιγράψει, με τον λακωνικό τρόπο των τίτλων,
την «ρευστή» κοινωνία μας που, ακόμα κι αν είναι διαρκώς «συνδεδεμένη» στα κοινωνικά
δίκτυα, έχει πια χάσει την ικανότητα να μιλάει και να ακούει, και οι λέξεις
έχουν γίνει διάσπαρτα σημεία που δεν είμαστε πια σε θέση να τις συλλάβουμε στην
απώτερή τους έννοια.
* «Το άπειρο» («L’infinito») είναι ο τίτλος ενός φημισμένου
ποιήματος του μεγάλου Ιταλού ποιητή Τζάκομο Λεοπάρντι.
Ο Μάσσιμο Κατσούλο είναι κλασικός
φιλόλογος και μεταφραστής νεοελληνικής λογοτεχνίας στα ιταλικά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου