Οριζόμενος μέσα στην παράδοση της νεοελληνικής φιλολογίας και τον
Δημαρικό κανόνα, αλλά και ερχόμενος σε επαφή, από «πρώτο χέρι», με τα νέα
θεωρητικά ρεύματα της δεκαετίας του 1960, κατάφερε να δημιουργήσει την
αναγκαία, και επί δεκαετίες εκκρεμούσα, τομή στη νεοελληνική φιλολογία; Το
διαρκές κριτήριο της Πάπισσας Ιωάννας.
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Το πεδίο της φιλολογίας έχει τη δικιά του πειθαρχία και συνεκτικότητα,
τους δικούς του ρυθμούς, την ιστορικότητά του, την αυτάρκειά του. Δεν θα είχα
να εισφέρω, παρά ελάχιστα, στην ύλη του και τη συζήτησή του.
Αντίστοιχα, το πεδίο της λογοτεχνίας έχει τη δικιά του ιστορικότητα, η
οποία κατά τη γνώμη μου εδράζεται προνομιακά επί της ιστορίας των μορφών, έχει
τους δικούς του, εξοντωτικούς ρυθμούς, δηλαδή τη μάχη του με τον χρόνο.
Αντίθετα με το πεδίο της φιλολογίας, στο οποίο, κατά τη φιλική ρήση του Ντίνου
Γεωργούδη, «ο χρόνος είναι απέραντος».
Τέλος, η συγχρονική κριτική, έστω και αν προϋποθέτει τον μόχθο και τα
πορίσματα της φιλολογίας, κινείται εξ ορισμού σε αχαρτογράφητα νερά, όπου θα
πρέπει να διαγνώσει και να επισημάνει όσα καινούρια κομίζονται εις τέχνην, τη
στιγμή που συμβαίνουν ως λογοτεχνικά γεγονότα.
Υπό αυτή την έννοια, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η φιλολογία
εργάζεται κυρίως πάνω στις παραδοχές της συνέχειας, ενώ η λογοτεχνία πάνω στις
προϋποθέσεις της ρήξης. Τέλος, η συγχρονική κριτική, είναι αναγκασμένη, σε
«θερμό», δηλαδή παροντικό χρόνο, να διακρίνει, να ξεδιαλέγει τις συνέχειες και
τις ρήξεις, ώστε να καταφέρει να αναδείξει τα κομιζόμενα εις τέχνην.
Μετέχων στα δύο τελευταία πεδία, δηλαδή της λογοτεχνίας και της
συγχρονικής κριτικής, θα ήθελα να εισφέρω τις ζητήσεις της σύγχρονης
λογοτεχνίας, ειδικότερα της πεζογραφίας, καθώς και αυτές της συγχρονικής
κριτικής. Εστιάζοντας φυσικά στον Παναγιώτη Μουλλά, δηλαδή στις ζητήσεις των
δύο αυτών πεδίων με ορίζοντα το έργο του.
Ένα πρώτο ερώτημα αφορά το είδος της κριτικής που υπηρέτησε ο Μουλλάς.
Και, κατ’ αρχήν, οφείλουμε να απαντήσουμε αν πρόκειται για κριτική ή για
φιλολογία. Με βάση τα προηγούμενα, ας διαβάσουμε μια προγραμματική θέση του
Παναγιώτη Μουλλά, η οποία εκφέρεται από το πιο επίσημο, θα έλεγα, βήμα, δηλαδή
προλογίζοντας το βιβλίο του Τσβετάν Τοντόροφ, Κριτική της κριτικής: όπως ευθέως δηλώνει ο Μουλλάς, μιλώντας για
τα τεκταινόμενα στη θεωρία κατά τη δεκαετία του 1960, «αυτό που παρουσιάζεται ως πεμπτουσία της ρήξης αποτελεί, σε τελευταία
ανάλυση, μια κομψή μεταμόρφωση της συνέχειας».
Κανείς δεν θα διαφωνήσει ότι η συνολική διαδρομή της λογοτεχνίας, όπως
και αυτή της κριτικής, συνιστά μια ακολουθία. Τι ακολουθία, όμως; Κατά τη γνώμη
μου, μια ακολουθία συνεχειών, ρήξεων, και ασυνεχειών. Με αυτή την έννοια, η
θέση του Παναγιώτη Μουλλά, που μόλις ανέφερα, δηλαδή ότι «αυτό που παρουσιάζεται ως πεμπτουσία της ρήξης αποτελεί, σε τελευταία
ανάλυση, μια κομψή μεταμόρφωση της συνέχειας», αποτελεί μια συντηρητική
θέση, ή μάλλον την υπεράσπιση μιας συντηρητικής αδράνειας του φιλολογικού
πεδίου.
Βέβαια, όπως ο ίδιος σπεύδει να διευκρινίσει λίγες γραμμές πιο κάτω, «ό,τι
ξεσπάει φανερά, σε μια συγκεκριμένη στιγμή, δεν παύει να προαναγγέλλεται, ή να
προετοιμάζεται, ή και να συνοδεύεται συχνά, από ένα σύνολο διαδικασιών ή
σχέσεων ή φαινομένων. Οι κεραυνοί εν αιθρία σπανίζουν συνήθως στην ιστορία του
πνεύματος».
Μια διαπίστωση με την οποία ο καθένας επίσης θα μπορούσε να
συμφωνήσει. Πρόκειται όμως για μια διαπίστωση που δεν μας λύνει κανένα
πρόβλημα. Γιατί αν «οι κεραυνοί εν αιθρία σπανίζουν», το ερώτημα είναι αν θα
επαναπαυθούμε στην έκταση της αιθρίας, που όντως καταλαμβάνει το συντριπτικά
μεγαλύτερο μέρος του χρόνου και του χώρου, ή θα επικεντρώσουμε στους
«κεραυνούς». Αν δηλαδή θα αποδεχθούμε τη συνέχεια, και θα την εμπεδώσουμε, αναπαράγοντάς
την, ή, αν θα επικεντρώσουμε στις ρήξεις, ώστε να εξαγάγουμε μια καινούρια
εικόνα της λογοτεχνικής ακολουθίας.
Και γιατί, παρακαλώ, μας χρειάζεται μια καινούρια εικόνα; Δεν μας
χρειάζεται, κατ’ ανάγκην. Δεν αποτελεί αυταξία μια καινούρια εικόνα. Είναι όμως
αναγκαία, όταν η εικόνα που έχουμε, για τη λογοτεχνία και τη διαδρομή της,
δηλαδή η αφήγησή τους, είναι πλέον αναντίστοιχη με τον τρόπο που βλέπουμε τη
λογοτεχνία, και εν γένει την τέχνη, καθώς και τη διαδρομή τους. Όταν είναι
αναντίστοιχη με τον τρόπο που πλέον γράφουμε λογοτεχνία, κάνουμε τέχνη, βιώνουμε
τη διαδρομή τους, όταν είναι αναντίστοιχη με τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο
και ζούμε τη ζωή, αφού οι μορφές,
δηλαδή οι τρόποι που μας είχε κάποτε
παράσχει η τέχνη, έχουν πλέον παλιώσει. Και είναι εφικτή αυτή η καινούρια
εικόνα, η καινούρια αφήγηση, όταν έχουν υπάρξει, είναι διαθέσιμοι, οι τρόποι
και τα εργαλεία για να φτιαχτεί αυτή η νέα εικόνα, αυτή η νέα αφήγηση, τρόποι
της τέχνης και τρόποι της θεωρίας.
John Bock, Χωρίς τίτλο, 2012, κολλάζ, 33 x 10 εκ. |
Στον Παναγιώτη Μουλλά είναι διαθέσιμοι όλοι οι τρόποι και τα εργαλεία
που αλλάζουν εκ βάθρων, παγκόσμια, την εικόνα που έχουμε για τη λογοτεχνία.
Αναφέρομαι προφανώς στην «έκρηξη» της θεωρίας, απ’ τη δεκαετία του 1960 και
εντεύθεν. Μια έκρηξη η οποία βέβαια «προετοιμάζεται», κατά το προαναφερθέν
σχήμα του Μουλλά, από τους ρώσους φορμαλιστές και τον Μιχαήλ Μπαχτίν. Αυτή,
βέβαια, είναι μια φιλολογική ανάγνωση της έκρηξης της θεωρίας, ως συνέχειας. Σε
μια κριτική ανάγνωση, θα έπρεπε να πούμε
πως η «έκρηξη» πραγματώνεται, αρκετά χρόνια πριν, από τους ρώσους φορμαλιστές
και τον Μιχαήλ Μπαχτίν. Και πρόκειται για μια στιγμή ρήξης, σκανδαλωδώς
υποτιμημένη στη συνείδηση του λογοτεχνικού πεδίου, για λόγους πολιτισμικής
ηγεμονίας, αλλά και ιδεολογίας. Η συνέχεια αφορά την ανακάλυψη των ρώσων
φορμαλιστών και του Μπαχτίν, από τους γάλλους θεωρητικούς, μέσω του Τσβετάν
Τοντόροφ και της Τζούλιας Κρίστεβα. Μα και αυτή η «ανακάλυψη», στα συμφραζόμενα
της γαλλικής θεωρητικής σκέψης, έχει συνέχεια, δίνει μια πρωτοφανή ώθηση στις
θεωρητικές σπουδές, και μας κομίζει νέα εργαλεία, νέες επεξεργασίες, εν τέλει
μια νέα εικόνα της λογοτεχνίας. Με αυτό τον τρόπο, ή αν θέλετε υπό αυτή την
οπτική, είναι επίσης μια στιγμή ρήξης.
Γνώστης όλων αυτών των διεργασιών και θεωρητικών εργαλείων ο
Παναγιώτης Μουλλάς, είχε, ενδεχομενικά αλλά και πραγματολογικά μιλώντας, τη
δυνατότητα να διακόψει τη μακρά παράδοση εμπειρισμού, που μέχρι σήμερα
στοιχειώνει, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, τη νεοελληνική φιλολογία και κριτική.
Με αυτή την έννοια, ο Παναγιώτης Μουλλάς συνιστά μια ιστορική δυνατότητα, μια
κορυφαία ιστορική δυνατότητα θα έλεγα, που δεν ευοδώθηκε. Μια δυνατότητα ρήξης,
διά της υπέρβασης της Δημαρικής παράδοσης.
Νομίζω πως πλησιάζω επικίνδυνα στο σημείο, είτε να παρεξηγηθώ, είτε,
κυρίως, να αδικήσω τον Παναγιώτη Μουλλά. Ο οποίος υπήρξε άξιος φιλόλογος, όπως
προ πολλού έχει κρίνει η ίδια η φιλολογία. Όπως υπήρξαν, και υπάρχουν, πολλοί
ακόμη άξιοι φιλόλογοι. Μόνο που, από τους περισσότερους δεν θα μπορούσε κανείς να
«απαιτήσει», κάτι επιπλέον. Τον Μουλλά όμως οφείλουμε να τον κρίνουμε αλλιώς,
γιατί εκφράζει τη δυνατότητα αλλαγής παραδείγματος. Δυνατότητα η οποία
τεκμαίρεται ως βάσιμη, μέσα από τα ίδια τα κείμενα που έχει γράψει.
Σε τι ακριβώς αναφέρομαι; Το λέει ο ίδιος ο Μουλλάς, εκεί όπου ορίζει τη
θεωρητική τομή του Ρομάν Γιάκομπσον: «όταν πρωτομιλάει για τη λογοτεχνικότητα και για την τεχνική ως ‘μοναδικό ήρωα’ της
λογοτεχνίας» (1919), είναι φανερό ότι κάτι αλλάζει σημαντικά στο τοπίο της
κριτικής. Είναι φανερό πως έχουμε να κάνουμε με μια ‘μεταξίωση των αξιών’ που
θα έλεγε και ο Νίτσε. Όχι πια τα συγκεκριμένα λογοτεχνικά έργα, ούτε καν η
λογοτεχνία, αλλά η λογοτεχνικότητα, δηλαδή ‘ό,τι κάνει ένα ορισμένο έργο να
είναι λογοτεχνικό’». Και συνεχίζει, με τον Τοντόροφ, ο οποίος: «όταν χρειάζεται
να καθορίσει τις αρμοδιότητες της ποιητικής
το λέει καθαρά ‘η επιστήμη αυτή δεν ασχολείται πια με την υπαρκτή λογοτεχνία,
αλλά με την πιθανή λογοτεχνία∙ με άλλα λόγια: με αυτή την αφηρημένη ιδιότητα
που συνιστά τη μοναδικότητα του λογοτεχνικού φαινομένου: τη λογοτεχνικότητα’».
Είναι νομίζω σαφές σε τι αναφέρομαι όταν μιλώ για τον Δημαρικό κανόνα.
Και είναι επίσης νομίζω σαφές, σε ποια υπέρβαση αναφέρομαι: από την «υπαρκτή»
φιλολογία και κριτική, στην «πιθανή» φιλολογία και κριτική.
Γιατί, έναν αιώνα μετά την τομή του Γιάκομπσον, δηλαδή τη ρήξη με την
παραδεδομένη προσέγγιση της λογοτεχνίας, στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της
λογοτεχνίας που γράφεται, καθώς και της κριτικής και της φιλολογίας, συνεχίζουν
να πρωταγωνιστούν το «στόρυ» και οι λογοτεχνικοί «χαρακτήρες», αντί η
λογοτεχνικότητα και η τεχνική να είναι ο «μοναδικός ήρωας» της λογοτεχνίας και
της συζήτησης για αυτήν.
Μιλάω για μια παθολογία, την οποία ο ίδιος ο Μουλλάς την έχει
περιγράψει έξοχα: «Πού τοποθετείται εν τέλει ο ερμηνευτής; Συνήθως πουθενά. Όλοι
το ξέρουμε: ο επιστημονικός λόγος είναι (τουλάχιστον οφείλει να είναι)
τριτοπρόσωπος, απρόσωπος, παντογνώστης, αντικειμενικός. Χωρίς ύφος, χωρίς
φαντασία, χωρίς ‘εγώ’. Θιασώτες αυτής της (στενά θετικιστικής) αντίληψης
υπάρχουν παντού. Αφθονούν. Φροντίδα τους: να βεβαιώνουν (χωρίς να ερωτούν), να
θεωρητικολογούν (χωρίς να στοχάζονται), να περιγράφουν (χωρίς να κρίνουν). Και
ακόμη: να γράφουν ανιαρά και στερεότυπα, παραθέτοντας ξένες ιδέες και
εφαρμόζοντας δουλικά μεθόδους-συνταγές».
***
Ας μεταφέρουμε τώρα το πεδίο αναφοράς μας στον νεοελληνικό 19ο
αιώνα, τον οποίο ο Μουλλάς έχει μελετήσει ιδιαίτερα, δίνοντάς μας σημαντικά
κείμενα, και ειδικότερα ας μείνουμε στο πεδίο της πεζογραφίας. Όσον αφορά το
γενικό σχήμα του Μουλλά, όπως αποτυπώνεται στο βιβλίο του με τον δηλωτικό τίτλο
Ρήξεις και συνέχειες. Μελέτες για τον 19ο
αιώνα, ακολουθεί την περιοδολόγηση του Κ. Θ. Δημαρά, τοποθετώντας την τομή
περί το 1880.
Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι φθάνοντας στο σημείο όπου αναφέρεται στην
Πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη,
την αντιμετωπίζει ως ένα, σημαντικό βέβαια, συμβάν, κάπου ανάμεσα όμως σε
Ραγκαβή και Σούτσο. Στο σχήμα του Μουλλά, η πεζογραφία του 19ου
αιώνα καταγράφεται ως μια συνέχεια, μέχρι τη στιγμή της «αλλαγής», «γύρω στα
1880», ενώ, εισαγωγικά, δεν παραλείπει να χαρακτηρίσει τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη ως «μείζον έργο».
Θέλω να πω, ότι απέναντι στην Πάπισσα
Ιωάννα, όσον αφορά δηλαδή αυτό το όντως μείζον έργο της πεζογραφίας μας,
όχι μόνο του 19ου αιώνα αλλά μέχρι σήμερα, ο Μουλλάς αρνείται να του
δώσει τη θέση του, δηλαδή να ορίσει τη ρήξη, ή μάλλον το ρήγμα, που συνιστά η Πάπισσα στην όλη διαδρομή της
πεζογραφίας μας.
Και ο λόγος που ελέγχω τον Μουλλά είναι πως σε αυτό το βιβλίο του έχει
ήδη σημειώσει αρκετά, και εντυπωσιακά πράγματα για την Πάπισσα. Κατ’ αρχήν, έχει θέσει το ερώτημα: είναι ιστορικό
μυθιστόρημα; Για να απαντήσει: «Όμως ο Ροΐδης πριμοδοτεί όχι την αφήγηση αλλά
τη σάτιρα, όχι τη φαντασία αλλά την έρευνα, όχι τη μυθοποίηση αλλά την
απομυθοποίηση, όχι τη θυμική έξαρση αλλά την κριτική». Ναι, ο Μουλλάς δεν είναι
ανυποψίαστος απέναντι στην Πάπισσα.
Είναι δε ενδεικτικό, ότι στις τελευταίες σελίδες αυτού του βιβλίου του
επανέρχεται στην Πάπισσα, και μάλιστα
με θεωρητικά εργαλεία και παραδείγματα δηλωτικά: Καβάφης, Προυστ, Μπαρτ,
Φλωμπέρ, Ίταλο Καλβίνο.
Για να σημειώσει, επί της τεχνικής του Ροΐδη: «Ο αφηγητής της Πάπισσας δεν παύει να υπονομεύει κωμικά
τις συμβάσεις του είδους που υπηρετεί: η τριτοπρόσωπη ‘αντικειμενική’ αφήγηση,
εντελώς φυσική και κυρίαρχη στο ιστορικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα,
διακόπτεται συχνά με την παρουσία ενός πρώτου προσώπου, που απευθύνεται άμεσα
στους αναγνώστες και στις αναγνώστριες, σχολιάζει την επικαιρότητα, εκφέρει
κρίσεις και χαρακτηρισμούς ή εξομολογείται τα αφηγηματικά του προβλήματα, ακόμα
και τις προσωπικές του αδυναμίες ή προτιμήσεις. Έτσι, οι συγκρούσεις των λέξεων
αποκτούν ευρύτερο νόημα. Είναι ταυτοχρόνως συγκρούσεις εποχών, ανθρώπινων (ή
και αφηγηματικών) συμπεριφορών, ρηματικών χρόνων, λογοτεχνικών ειδών,
αισθητικών ή ιδεολογικών επιλογών».
Ναι, αυτά τα εντυπωσιακά σημειώνει ο Μουλλάς για την Πάπισσα. Γνωρίζοντας, φυσικά, ότι όλα
αυτά τα χαρακτηριστικά δεν υπάρχουν σε κανένα άλλο νεοελληνικό μυθιστόρημα, το
οποίο μάλιστα να διαθέτει κι ένα τόσο επεξεργασμένο ύφος, όπως το ροΐδειον
ύφος. Γνωρίζοντας, φυσικά, πως έτσι η Πάπισσα
αποτελεί ένα διαρκές μέτρο και κριτήριο για τη νεοελληνική πεζογραφία. Κριτήριο
τομής, και ρήξης, όχι μόνο με την ισχνή πεζογραφική παράδοση πριν το 1866, αλλά
κυρίως με εκείνη που ακολούθησε έκτοτε, και συνεχίζει απτόητη μέχρι σήμερα.
Γιατί αισθητικά, αφηγηματολογικά, κλπ, η Πάπισσα,
όντως δεν είχε συνέχεια, επί έναν αιώνα. Όπως δήλωνε με εκπληκτική αφέλεια ο
Άλκης Αγγέλου, «ούτε ως είδος ούτε ως γραφή, μπορούσε
να οδηγήσει πουθενά».
Και όμως, οδήγησε, βρήκε τη συνέχειά της, όταν η νεοηθογραφία που
υποδύθηκε τον μοντερνισμό στην καθ’ ημάς πεζογραφία μάς άφησε χρόνους, και
σχεδόν «απ’ το πουθενά», δηλαδή από τη γόνιμη κοίτη της Πάπισσας, προέκυψε το ρεύμα της πολυφωνικής μεταμυθοπλασίας, με τον
Θανάση Βαλτινό και τον Γιάννη Πάνου. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι ο Άλκης
Αγγέλου ήταν αυτός που εισηγήθηκε τη μη έκδοση του βιβλίου του Γιάννη Πάνου, ...από το στόμα της παλιάς Remington..., από τις εκδόσεις Ερμής.
Το 2006, τέσσερις νεώτεροι πεζογράφοι, ο Τάσος Χατζητάτσης, ο Θωμάς
Σκάσσης, ο Μισέλ Φάις, και ο ομιλών, επίγονοι ή συνεχιστές ή συμμέτοχοι σε αυτό
το ρεύμα, συγκροτούμε, εισφέροντας από ένα κείμενο ο καθένας, έναν τόμο, φόρο
τιμής στα 25 χρόνια από την έκδοση της Remington. Όμως, ένας
τέτοιος συλλογικός τόμος χρειάζεται κι έναν πρόλογο, που να τον συνέχει. Σε
ποιον άλλο θα μπορούσαμε να απευθυνθούμε, που όχι μόνο να προσθέτει εγκυρότητα
στην προσπάθειά μας, αλλά και να αντιλαμβάνεται τι ακριβώς κάνουμε; Απευθύνομαι
λοιπόν στον Παναγιώτη Μουλλά, ο οποίος δέχεται, ευχαρίστως. Στον πρόλογό του
μάλιστα ορίζει και το ακριβές στίγμα της Remington ως: «την
ολοκλήρωση μιας λογοτεχνικής πορείας συνδεδεμένης κυρίως με τον μοντερνισμό».
Γιατί αυτό ακριβώς κάνει η Remington: εξαντλεί τον μοντερνισμό, και ψαύει
δρόμους πέρα απ’ τον ορίζοντα προσδοκιών του.
Από αυτό το δρόμο, δηλαδή με ένα επιπλέον επιχείρημα, μπορούμε να
επανέλθουμε στο αρχικό ερώτημα, αν ο Παναγιώτης Μουλλάς τελικά επέλεξε το πεδίο
της κριτικής ή αυτό της φιλολογίας. Οι ζητήσεις, λοιπόν, της σύγχρονης
λογοτεχνίας, ειδικότερα της πεζογραφίας, όπως και αυτές της συγχρονικής
κριτικής, αναδεικνύουν ως επείγουσα ανάγκη την κριτική μελέτη της Πάπισσας Ιωάννας, καθώς και τη
συνακόλουθη τοποθέτησή της μέσα στη διαδρομή της νεοελληνικής πεζογραφίας, ως
το κορυφαίο σημείο ρήξης, που μάλιστα υπερβαίνει, και ανατρέπει, την κυρίαρχη,
Δημαρική εικόνα αυτής της διαδρομής.
Όμως, ο Παναγιώτης Μουλλάς επέλεξε να μην ανταποκριθεί σε αυτή τη
ζήτηση, αλλά, στο πεδίο της πεζογραφίας του 19ου αιώνα, να μας δώσει
την εξαιρετική μελέτη του για το έργο του Βιζυηνού. Αυτή η επιλογή είναι μια
επιλογή φιλολόγου, με σημαντικά αποτελέσματα, όχι όμως μια επιλογή κριτικού, η
οποία δεσμεύεται από άλλες παραμέτρους. Γιατί η κριτική επιλέγει τις
προτεραιότητές της, και μιλά από τη θέση και υπό την οπτική του ιστορικού παρόντος
– όπως έκανε άλλωστε ο Κ. Θ. Δημαράς στον καιρό του, οργανώνοντας και εμπεδώνοντας
τα αισθητικά προτάγματα της γενιάς του ’30. Ως κορυφαίο φιλόλογο οφείλουμε
λοιπόν να τιμούμε, και να κρίνουμε, τον Παναγιώτη Μουλλά, εντάσσοντας σε αυτή
την ιδιότητα και τις υποδειγματικές κριτικές του εργασίες, και όχι να τον ταυτίζουμε
με άλλα πράγματα από αυτά που επέλεξε να κάνει και να είναι. Και αυτή την τιμή
οφείλουμε να την αποδίδουμε απλόχερα, όπως άλλωστε έπραξε κι αυτό το συνέδριο.
[Εισήγηση στο συνέδριο «Ελληνική λογοτεχνική κριτική», αφιερωμένο στη
μνήμη του Παναγιώτη Μουλλά, στην ενότητα «Θεωρητικά ζητήματα της κριτικής», που
οργάνωσε το Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης,
4-6 Δεκεμβρίου 2015, στην Κομοτηνή.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου