ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΠΙΖΑΝΙΑ
Κωστής Βελώνης, Flight to Nowhere, 2015, πέτρα, ξύλο, ακρυλικό, 44 x 19 x 38 εκ. |
ΆΓΓΕΛΟΣ ΝΤΑΛΑΧΑΝΗΣ, Ακυβέρνητη
παροικία. Οι Έλληνες στην Αίγυπτο από την κατάργηση των προνομίων
στην έξοδο 1937– 1962. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2015
Ο παροικιακός ελληνισμός, από τον 18ο
αιώνα έως τον 20ό, και στις διάφορες περιοχές της ευρωπαϊκής ηπείρου, της
Μεσόγειου, των ΗΠΑ και της Αυστραλίας όπου κυρίως σχηματίστηκε ιστορικά, έχει
τύχει εμβριθείς αναλύσεις από τους Έλληνες ιστορικούς που έχουν ασχοληθεί αλλά
και πολλές δοξαστικές τιράντες του είδους των θαυματουργών ελληνικών θυλάκων
ανά τον πλανήτη. Η αλήθεια είναι πως η Ελλάδα είναι μια από τις λίγες, μάλιστα
μικρές χώρες με τόσο μεγάλη διασπορά σε πολλές χώρες που αθροίζεται σχεδόν
τόσος πληθυσμός όσος και εντός της χώρας. Και αυτό μόνο του συνιστά ένα
επιστημονικό ζήτημα προς μελέτη ασφαλώς σημαντικό. Ωστόσο, είναι αυτονόητο πως
και ο παροικιακός ελληνισμός διέπεται από τον κανόνα της ιστορικότητας, μάλιστα
ανά εποχή και κατά παροικία. Είναι ακριβώς αυτός ο κανόνας στον οποίο θεμελιώνει
την μελέτη του ο κ Α. Νταλαχάνης για την ελληνική παροικία της Αιγύπτου. Με μια
έξυπνη επιστημονική επιλογή παρακάμπτει την μακρά δοξασμένη περίοδο αυτής της
παροικίας και την εξετάζει κατά την διάρκεια της ιστορικής της φθοράς. Αυτό το
τελευταίο χαρακτηριστικό, η μελέτη της φθοράς των Ελλήνων της Αιγύπτου από το
1937 έως το 1962 αποτελεί το δεύτερο σημαίνον χαρακτηριστικό της μελέτης αυτής.
Οι πρώτοι Έλληνες στην Αίγυπτο εμφανίζονται
περίπου από τα μέσα του 18ου αιώνα όταν τα πλοία των Ελλήνων καραβοκυραίων
εδραίωναν βαθμιαία την εμπορική κυριαρχία τους στα λιμάνια της Αλεξάνδρειας και
της Δαμιέτης. Στην καμπή προς τον 19ο αιώνα η εκστρατεία του Ναπολέοντα στην
Αίγυπτο και οι εκκλήσεις του Α. Κοραή προς τους Έλληνες να πολεμήσουν στο
πλευρό του στρατηλάτη ώθησε και άλλες κατηγορίες Ελλήνων στην περιοχή. Ωστόσο η
σταθερότερη εγκατάσταση ξεκινάει μετά την ήττα του Γάλλου Αυτοκράτορα όταν ο
Μοχάμεντ Άλι επιδίωξε και πέτυχε να προσελκύσει ανθρώπους από εκείνα τα
κοινωνικά στρώματα που έλειπαν από την περιοχή και ήταν αναγκαία για τον
εκσυγχρονισμό και την μερική αυτονομία της Αιγύπτου που καθιέρωσε. Έτσι έμποροι
Έλληνες, ναυτικοί και όλα τα συνοδευτικά επαγγέλματα άρχισαν να εγκαθίστανται
στα λιμάνια αυτής της τόσο παλαιάς όσο και νέας, τότε, χώρας, και η παροικία
διευρύνθηκε περαιτέρω με την διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ. Κάτω από την
αγγλική προστασία, ακριβέστερα ως βρετανικό προτεκτοράτο, έως την τυπική
ανεξαρτησία της Αιγύπτου το 1922, οι Έλληνες από λίγες δεκάδες στις αρχές του
19ου αιώνα έφτασαν κατά τον Μεσοπόλεμο τις 76.000. Η ισχυρή ελκτική δύναμη ήταν
ασφαλώς το προνομιακό καθεστώς εν σχέση με τον ιθαγενή πληθυσμό το οποία
άλλωστε κάλυπτε όλες τις ξένες εθνικές ομάδες που ήταν εγκατεστημένες στην
Αίγυπτο, Αρμένιοι, Ιταλοί, Γάλλοι κτλ. Τα προνόμια όλων και μαζί των Ελλήνων
κατοχύρωνε ως μείζων αποικιοκρατική δύναμη της περιοχής η Μ. Βρετανία. Οι
Έλληνες εμπορευόντουσαν αγροτικά προϊόντα, κυρίως μπαμπάκι για τα νηματουργία
της Αγγλίας. Αλλά επιπλέον όλες αυτές οι ένθετες ελίτ διατηρώντας τα συμφέροντά
τους στενά συνδεδεμένα, αν όχι εξαρτημένα από την βρετανική μητρόπολη εδραίωναν
την κυριαρχία της στην χώρα, ουσιαστικά έως τον Νάσερ το 1952.
Ο κ. Α. Νταλαχάνης παρουσιάζει με
μεθοδολογικά εύτακτο, ίσως υπερβολικά σεμνό τρόπο και λόγο, σχεδόν όλα τα
δεδομένα της περιόδου που εξετάζει. Παρά τα πολλά και σημαντικά απογραφικά και
στατιστικά στοιχεία που χρησιμοποιεί ως αποδεικτική θεμελίωση των ερμηνειών
του, αποτέλεσμα προφανούς εκτεταμένης έρευνας σε ποικίλα ιστορικά αρχεία,
αποφεύγει τις στατιστικές εκζητήσεις που συνήθως στρεβλώνουν την ιστορική
πραγματικότητα. Και έντεχνα, αναπλάθοντας την μνήμη σε ιστορικό δεδομένο μας
ειδοποιεί διά στόματος ενός επιζώντα αιγυπτιώτη ήδη από την εισαγωγή πως καλό
είναι να αφήσουμε κατά μέρος τα στερεότυπα: “Μα τι νομίζεις; Πως εδώ όλοι ήταν
βαμβακάδες; Φτωχολογιά ήταν”.
Οι Έλληνες της Αιγύπτου ήταν
διασκορπισμένοι σε δεκαπέντε περιοχές από το Πορτ Σάιντ και το Σουέζ έως την
Μάρσα Ματρούχ με επίκεντρο το Κάιρο και προφανώς την Αλεξάνδρεια. Με εξαίρεση την
ελίτ των “βαμβακάδων”, κλασικοί μεγαλέμποροι, ο πληθυσμός της παροικίας
απασχολούνταν σε πολλά επαγγέλματα όλα γύρω από το εμπόριο, την ναυτιλία με
αρκετό εργατόκοσμο και υπαλληλία άφθονη. Και αυτοί οι τελευταίοι μαζί με
δασκάλους ελληνικών σχολείων αποτέλεσαν
την πραγματική βάση ανάπτυξης της επιρροής του ΚΚΕ, ή λιγότερο σεμνά τις
κοινωνικές ομάδες που διαφοροποιήθηκαν ιδεολογικά εξαπολύοντας εσωτερικές
κοινωνικές εντάσεις και ενίοτε συγκρούσεις στην πολύ ανέφελη ιδεολογικά και
αρκετά ανέμελη πολιτικά έως τότε παροικία.
Δύο ερωτήματα αναδύονται και διατρέχουν την μελέτη του κ Α. Νταλαχάνη.
Σε τι οφείλεται η σημαντική ανάπτυξη της ελληνικής παροικίας της Αιγύπτου, και
επίσης για ποιο λόγο τα μέλη όλα με την επίνευση και τα έργα της οικονομικής
ελίτ των βαμβακάδων παρέμεναν στο μεταίχμιο μεταξύ της μακράς αιγυπτιακής τους
ταυτότητας και της ελληνικής τους προέλευσης.
Ο συγγραφέας με την επιλογή του να
ξεκινήσει την μελέτη του από το 1937 σχεδόν απαντάει στο πρώτο ερώτημα και
φυσικά το διαπραγματεύεται περαιτέρω. Στην ελληνική παροικία άρχισε να
εκδηλώνεται η κρίση όταν τα προστατευτικά προνόμια καταργήθηκαν, δηλαδή το
1937. Και η κρίση αυτή παροξύνθηκε με την επικράτηση του Νάσερ, ενός καθεστώτος
που είχε χαρακτηριστεί από τους Άγγλους και τους Γάλλους εθνικιστικό, κατ'
ουσίαν επειδή κατέλυσε τον διεθνισμό της αποικιοκρατίας των εν λόγω χωρών στην
Αίγυπτο. Πόσο μάλλον που η αιγυπτιακή κυβέρνηση εθνικοποίησε την διώρυγα το
1956 και αργότερα τις περιουσίες. Οι ωραίοι αυτοί Έλληνες, λοιπόν, δεν κατόρθωσαν
να επιβιώσουν κοινωνικά και οικονομικά χωρίς τα αποικιοκρατικά προνόμια, ενώ
αρκετοί από την φτωχολογιά της παροικίας μετανάστευσαν έως και την Αυστραλία.
Οι πλουσιότεροι επέστρεψαν στην Ελλάδα και ακόμη στην πραγματική τους πατρίδα,
την Αγγλία.
Η διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας, αντιλαμβάνομαι από τις αναλύσεις
του κ. Α. Νταλαχάνη, είχε μια άλλη κάπως πολυπλοκότερη σημασία. Η διατήρηση
αυτή εκδηλώθηκε με τα πολλά σχολεία, αν και τα περισσότερα τεχνικά και
επαγγελματικά, τις εκκλησίες αλλά και ποικίλες εκδηλώσεις που έγιναν άλλοτε με
την επίνευση και άλλοτε με τις δωρεές των ισχυρών, αν και το ελληνικό κράτος
είχε σχετική δράση. Ίσως για τους μικρούς της παροικίας να ήταν καημός, νόστος.
Για τους ισχυρούς όμως η ταυτότητα ήταν συνδεδεμένη με τα προνόμια. Τα προνόμια
τα οποία εγκυόταν η Βρετανία προϋπέθεταν μια διάκριση όχι μόνο κοινωνική αλλά
και εθνική, γεγονός που έθετε τουλάχιστον τους ισχυρούς της ελληνικής παροικίας
σε πλεονεκτική θέση έναντι του ιθαγενούς πληθυσμού, αλλά ταυτοχρόνως σε λίγο πολύ
ίση μοίρα έναντι των παροικιών των άλλων εθνοτήτων. Ίσως για αυτό δεν ήταν ούτε
Έλληνες ούτε Αιγύπτιοι, έμειναν για πάντα Αιγυπτιώτες.
Ο κ. Α. Νταλαχάνης αν και αποφεύγει τον
θεωρητικό διάλογο με τις επιστημονικές έννοιες, ωστόσο τις χρησιμοποιεί στην
ανάλυσή του, και πόσο εύστοχα. Aκόμη
νοιάζεται να έχει το βιβλίο του προσιτό χαρακτήρα περιγραφής, αλλά κάθε άλλο παρά περιγραφικός
είναι. Φαντάζομαι, λοιπόν, πως στο πνεύμα των πολύπλοκων απαιτήσεων που έθεσε
στην έρευνά του, επέλεξε και τον ωραίο τίτλο του βιβλίου του δημιουργώντας ένα
αδελφό του γνωστού μυθιστορήματος του Σ. Τσίρκα με το οποίο συνομιλεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου