13/12/15

Η Κάδμω της Μέλπως Αξιώτη

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Γιάννης Ψυχοπαίδης, Πορτραίτο Γ.Χ., ακρλυλικό σε μουσαμά, 100 x 100 εκ.


ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΚΑΚΑΒΟΥΛΙΑ

Συγγραφέας, σου λέει ο άλλος! Που δεν είχες γράμματα από προσωπικότητες να σου λένε το ένα και τ’ άλλο, επαίνους φυσικά. Δεν είχες τα λεγόμενα «κατάλοιπα», δεν έχεις κληρονόμους, να σε τυπώνουν μετά θάνατον. […] Τι θα μπορείς να γίνεις όταν δεν θα είσαι πια άνθρωπος; Τίποτα το εγκόσμιο. Ένα μικρό μαμουνάτο στην ακρογιαλιά, απολιθωμένο, που θα το βρει τυχαία κανένα παιδί...
                             
Η μελέτη του έργου και της ζωής της Μέλπως Αξιώτη συμβάλλει σε ενδιαφέρουσες και ακόμα ανοιχτές, υπό διερεύνηση, πτυχές της ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας, μεταξύ άλλων και σε ζητήματα που αφορούν την τύχη μιας ολόκληρης γενιάς λογοτεχνών-πολιτικών εξόριστων.  
Η Αξιώτη είχε τη διπλή ατυχία να εκδώσει τόσο το πρώτο (1938) όσο και το τελευταίο της (1972) βιβλίο μέσα σε δικτατορίες (του Μεταξά, των Συνταγματαρχών). Όταν γράφει την Κάδμω, η συγγραφέας έχει πλέον από χρόνια εγκαταλείψει τη συγγραφή κειμένων με ρητό πολιτικοϊδεολογικό προσανατολισμό και έχει ήδη ανοιχτεί με τα ποιητικά (Κοντραμπάντο, 1959· Θαλασσινά, 1961-1962) και άλλα βιβλία της σε μια νέα γραφή. Κι ενώ στο αμέσως προηγούμενο βιβλίο της, Το σπίτι μου (1965), το οποίο γράφει ενώ ζει ακόμα εκπατρισμένη, ονειρεύεται τον δικό της τόπο, το νησί και την πατρίδα της, στην Κάδμω, διήγηση που γράφει έχοντας πια επιστρέψει, αυτό ακριβώς το όνειρο του «σπιτιού» εξαφανίζεται.
Δυσκολίες επαναπατρισμού αντιμετώπισαν οι περισσότεροι πολιτικοί πρόσφυγες του Εμφυλίου που επέστρεψαν ύστερα από πολλά χρόνια, την ίδια περίπου εποχή, από τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, ωστόσο η Αξιώτη ήταν ήδη εξαιρετικά εξασθενημένη από τις κακουχίες· είναι 68 ετών, βασανίζεται από την έλλειψη οικογενειακής εστίας, θαλπωρής και προσωπικής ζωής. Η αίσθηση της διαρκούς εξορίας, του ανέστιου πλάνητα, θα την ακολουθήσει μέχρι το τέλος. Τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής της είναι τραγικά. Νιώθει αβοήθητη, αγωνιά κάθε στιγμή.

Παρ’ όλα αυτά όμως, με την παρότρυνση και την ουσιαστική στήριξη της Νανάς Καλλιανέση και του Γιάννη Ρίτσου, αποφασίζει να ξαναγράψει, αποσπασματικά, σε μικρές δόσεις, την ιστορία της Κάδμως, να τη συνεχίσει δηλαδή από εκεί που την είχε αφήσει στο προηγούμενο βιβλίο της. Η Κάδμω γράφεται μεσούσης της δικτατορίας του 1967 – το 1970 έχουν μόλις εκδοθεί τα Δεκαοχτώ κείμενα, καταγγελία των λογοτεχνών κατά της λογοκρισίας και της σιωπής που επέβαλλε το καθεστώς. Η συμβολή του Γιάννη Ρίτσου, και πάλι, ήταν σημαντική. Παλαιόθεν έμπιστός της στα εκδοτικά, υπήρξε ο πρώτος και προνομιακός αναγνώστης της Κάδμως, συνομιλητής και στήριγμα, ενθάρρυνε τη Μέλπω να γράφει. Η Κάδμω εκδόθηκε από τις εκδόσεις Κέδρος τον Ιούνιο του 1972. Η Αξιώτη βρισκόταν ήδη στη Μύκονο, τελευταίο καλοκαίρι της ζωής της, όταν παρέλαβε πέντε αντίτυπα του βιβλίου της και έζησε την τελευταία της χαρά. Από το φθινόπωρο του 1972 και μετά η υγεία της επιδεινώθηκε ραγδαία.
Το μικρό αυτό βιβλίο, Η Κάδμω, είναι σπονδυλωτά διαρθρωμένο. Περιλαμβάνει συνολικά 13 ολιγοσέλιδες διηγήσεις σαν μικρά κεφάλαια. Αδρή και καθόλου αυστηρή ή γραμμική η χρονική σειρά που ακολουθείται στα κεφάλαια, αρχίζει με το συγγραφικό βάπτισμα της Κάδμως στην προπολεμική Αθήνα και τελειώνει με τον επαναπατρισμό της ύστερα από δεκαοχτώ χρόνια εξορίας και τη συγγραφή του τελευταίου της βιβλίου. Η αφήγηση είναι ασυνεχής, συνειρμική, με συχνές διακοπές και αντίστοιχη τυπογραφική διάταξη σε μικρές παραγράφους, χωρισμένες κάποιες φορές με μεγάλα κενά. Η επιλογή αφηγηματικού προσώπου περιλαμβάνει κυρίως ‒αλλά όχι μόνο‒ δευτεροπρόσωπη αφήγηση, ενώ η ματιά αλλάζει: πότε εσωτερική, στραμμένη στις αναμνήσεις και στα συναισθήματα της ηρωίδας, κυρίως στις πρώτες ενότητες, πότε εξωτερική, περιγραφική, καθώς η ηρωίδα επισκέπτεται ιταλικές πόλεις ή μέρη της Αθήνας μετά τον επαναπατρισμό της.
Το όνομα Κάδμω που η Αξιώτη επινοεί για την ηρωίδα της, φωνολογικά σύμμετρο του ονόματος Μέλπω, προέρχεται από τον ήρωα Κάδμο, πιθανόν λόγω του αρχαίου μύθου για την ιστορία της γραφής που συνδέεται με το όνομά του, ίσως και λόγω των περιπλανήσεών του προς αναζήτηση της αδελφής του Ευρώπης. Η Κάδμω, η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, είναι το μυθιστορηματικό προσωπείο της συγγραφέως, μια υπερπερσόνα που έχει ήδη εμφανιστεί για πρώτη φορά στο προηγούμενο έργο της Αξιώτη, Το σπίτι μου (1965). Εκεί, είναι η πολύπαθη συγγραφέας, ζει σε «μακρινά μέρη ψυχρά», γράφει ένα βιβλίο για το «νησί εκείνο», τη Μύκονο, λαχταρά να γυρίσει στην πατρίδα. Εδώ, η Κάδμω μόλις έχει επιστρέψει από τα δεκαοχτώ χρόνια της εξορίας, κοιμάται την πρώτη νύχτα και «ονειρεύεται επεισόδια». Καθιστή σε ένα κρεβάτι, με τα μάτια κλειστά, βλέπει σαν «ταινία» τη ζωή της. Ανακαλεί εντυπώσεις και αισθήματα, γεγονότα και εποχές: τα παιδικά χρόνια στη Μύκονο, τα προπολεμικά χρόνια στην Αθήνα, την εποχή που πρωτογράφει λογοτεχνία, την Κατοχή, τα δύσκολα χρόνια της εξορίας, τη χαρά της επιστροφής και την επακόλουθη απογοήτευση, τη μοναξιά, μια ιλιγγιώδη αίσθηση του τέλους. Μας μιλά για το παρελθόν της, μια ζωή κομμένη στα δύο: η ζωή στην Ελλάδα και η ζωή εκτός. Μέσα από μια ελεύθερη όσο και συναρπαστική γραφή, που συνθέτει μυθοπλασία, στοχασμό και εξομολογητική αφήγηση, η Αξιώτη μυθολογεί τη ζωή της. Πρόκειται για ένα κείμενο αυτοβιογραφικής μυθοπλασίας, με στοιχεία μεταμυθοπλασίας, όταν και όπου τονίζεται η ίδια η πράξη της συγγραφής.
Πρωτοεμφανιζόμενη πεζογράφος με τις Δύσκολες νύχτες της (1938), η Αξιώτη ξεχώρισε αμέσως για την αγάπη της στον προφορικό λόγο, το ζευγάρωμα της ντοπιολαλιάς (παραμύθια, ιστορίες ανθρώπων του τόπου της) με τρόπους του λογοτεχνικού μοντερνισμού. Φυσικότητα στο λογοτεχνικό παιχνίδι και μια βαθιά αίσθηση του λόγου, που αβίαστα περνά στο χαρτί· η λογοτεχνία της Αξιώτη είναι μια λογοτεχνία με ρίζα και η γραφή της γραφή με ανάσα. Στην Κάδμω ξαναβρίσκει τον προπολεμικό συγγραφικό εαυτό της. Με μια βασική διαφορά: ενώ τα δύο προπολεμικά πεζά της, Δύσκολες νύχτες (1938) Θέλετε να χορέψομε Μαρία; (1940), μιλούν για την αθωότητα και την επώδυνη ωρίμανση, το ερωτικό σκίρτημα και το κάλεσμα για το μεγάλο ταξίδι που λέγεται «ζωή», το τελευταίο της βιβλίο κατακλύζεται από πικρία για μια βασανισμένη ζωή, για το χρόνο που τελειώνει, την εγκατάλειψη, τη φθορά, το θάνατο. Χαμένες λέξεις, χαμένοι άνθρωποι, ξεχασμένα βιβλία και γραπτά.

Το δεύτερο πρόσωπο


Από την πρώτη πρώτη αράδα της Κάδμως η Αξιώτη επιλέγει τον εσωτερικό μονόλογο σε δεύτερο πρόσωπο, πράγμα που διευκολύνει την αφηγήτρια να παίζει (με) τον εαυτό της σαν να πρόκειται για άλλον ή για άλλα πρόσωπα. Το δεύτερο ενικό πρόσωπο άλλοτε «δείχνει» το κοριτσάκι στο σπίτι της Μυκόνου, άλλοτε τη νεαρή συγγραφέα στην Αθήνα, τα πρώτα συγγραφικά πετάγματα, άλλοτε την εξόριστη και περιπλανώμενη συγγραφέα στις Λαϊκές Δημοκρατίες της Ευρώπης ή στην Ιταλία.
Γιατί όμως επιλέγει το δεύτερο πρόσωπο; Προκύπτει μόνο ως επιστέγασμα της εγνωσμένης αγάπης της στον προφορικό λόγο και στην «κουβεντιαστή» αφήγηση, όπως είχε φανεί από το πρώτο της βιβλίο, Δύσκολες νύχτες (1938) ή τον τίτλο του δεύτερου, Θέλετε να χορέψομε Μαρία; (1940), ή ακόμη και από την ευκαιριακή, παιγνιώδη χρήση δευτεροπρόσωπης αφήγησης στο προηγούμενο βιβλίο της, Το σπίτι μου (1965); Ίσως αυτήν τη φορά η αίσθηση της μοναξιάς, η ανάγκη για συντροφιά, καθημερινή κουβέντα, διάλογο ‒ας είναι και με τον εαυτό της‒ να ήταν η αφορμή για την επιλογή της. Στην αφηγηματική «σκηνή» που φτιάχνει η συγγραφέας οι τρεις ρόλοι ‒αφηγήτρια, κεντρική ηρωίδα, συνομιλήτρια‒ παίζονται από το ίδιο πρόσωπο.
Οι αφηγήσεις σε δεύτερο πρόσωπο είναι αφηγήσεις ανοιχτές, «φιλοξενούν» μια ποικιλία από εσύ και εγώ και τους πιθανούς συνδυασμούς τους. Η φόρμα της δευτεροπρόσωπης αφήγησης που κυριαρχεί εδώ απελευθερώνει αφηγηματικές δυνάμεις, κάνει εύκολο το πέρασμα από την οικειότητα στην απόσταση, από την αυτοαποξένωση στην συμφιλίωση με τον εαυτό, από την αυτολύπηση στην αυτοπαρηγορία, από την απόγνωση στη λυτρωτική αναβίωση ευτυχισμένων στιγμών. Αν υπολογίσουμε και το περιεχόμενο του βιβλίου, ένας πικρός απολογισμός ζωής, η απόγνωση πριν από το τέλος, φαίνεται πως η επιλογή του δεύτερου προσώπου δεν είναι απλώς μια έξυπνη «τεχνική» επιλογή, αλλά δίνει στο κείμενο τη διάσταση μιας σκοτεινής μυθοπλασίας, μια αίσθηση ότι το «εσύ» είναι παγιδευμένο και σημαδεμένο από μια αναπόφευκτη μοίρα.
Μπορεί η Αξιώτη με την ανοιχτή δευτεροπρόσωπη αφήγηση ‒και όχι μόνο‒ σε τούτο το βιβλίο να βρίσκει πάλι έναν νέο τρόπο να εκφράσει την αγάπη της στην «ομιλούσα» γραφή, όμως ταυτόχρονα συμβάλλει και στην ιστορία του είδους στην ελληνική λογοτεχνία. Η Κάδμω είναι από τα λίγα πρώτα κείμενα νεοελληνικής πεζογραφίας που συστηματικά αξιοποιεί τη δύναμη και τη δυναμική του δεύτερου προσώπου, η χρήση του οποίου, με καταγωγή από τη λογοτεχνική ρητορική αποστροφή, έδωσε νέες προοπτικές και δημιουργικές δυνατότητες στη μυθοπλασία. Η διαλογική σχέση που βρίσκεται στον πυρήνα της δευτεροπρόσωπης αφήγησης επιτρέπει μια σε βάθος αναπαράσταση των ανθρώπινων σχέσεων, εκείνων μάλιστα που είναι εύθραυστες, αντιφατικές, με ρωγμές και εντάσεις· αποδίδει, επίσης, πολύ καλά την εσωτερική προοπτική, τις σκέψεις και τους συνειρμούς ενός νου, την εσωτερική ομιλία «εις εαυτόν», η οποία ευνοεί τη συναισθηματική φόρτιση του λόγου αλλά και τη δημιουργία ενσυναίσθησης.
Η «οικογένεια» του είδους στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία του 19ου αιώνα περιλαμβάνει τρία σπουδαία κείμενα δευτεροπρόσωπης μυθοπλασίας. Πρώτο, χρονολογικά, το διήγημα του Ναθάνιελ Χόθορν The Haunted Mind (1835)· αμέσως μετά, το διήγημα “Fantasticheria” (1879) του Σικελού Giovanni Verga· και τρίτο στη σειρά το διήγημα «Ολόγυρα στη λίμνη» (1892) του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Η παράδοση συνεχίστηκε και τον 20ό αιώνα, με το προδρομικά καινοτόμο Absalom Absalom (1936) του Γουίλιαμ Φώκνερ, ενώ το είδος άνθησε πραγματικά με την έκδοση του πολυσυζητημένου La Modification (1957) του Μισέλ Μπυτόρ, δείγμα του γαλλικού νέου μυθιστορήματος (nouveau roman). Έκτοτε, και ειδικά  στις δεκαετίες 1960 και 1970, αυξήθηκε κατακόρυφα η παραγωγή αφηγημάτων σε δεύτερο πρόσωπο, εξακολουθώντας μέχρι και σήμερα να εμπνέει συγγραφείς και να εμπλουτίζει νέα είδη, όπως τη λογοτεχνία της μικρής λεγόμενης φόρμας. Πολλοί μελετητές αναζήτησαν τους λόγους της άνθησης και έκρηξης της δευτεροπρόσωπης αφήγησης τα τελευταία πενήντα χρόνια, φιλοσοφικούς, λογοτεχνικούς, κοινωνικούς λόγους. Εκτεταμένες θεωρητικές μελέτες που έγιναν μετά το 1990 κατέληξαν στο ότι η αφήγηση σε δεύτερο πρόσωπο είναι μέρος του τρόπου με τον οποίο εξελίσσεται η μυθοπλασία, δηλαδή μέσα από την τάση της να παίρνει μονοπάτια νέα και πετυχημένα και να τα εξελίσσει ακόμη περισσότερο.
Στο είδος της δευτεροπρόσωπης αφήγησης ανήκουν όσα πεζά έργα επιλέγουν το δεύτερο πρόσωπο για να αφηγηθούν την ιστορία του πρωταγωνιστή τους. Οι μελετητές μιλούν για ένα πρωτεϊκό είδος αφήγησης, αλλά και για μια «αφύσικη» κατάσταση εξιστόρησης, αφού δεν φαίνεται να είναι καθαρός ο λόγος για τον οποίο θα έλεγες σε κάποιον τη δική του ιστορία. Επειδή το δεύτερο πρόσωπο συνδέεται με το διάλογο και την προσφώνηση (address function), η παρουσία του σε ένα αφηγηματικό κείμενο συχνά είναι αμφίσημη, δεν έχει σταθερή αναφορά. Ο «εσύ»-ήρωας της αφήγησης μπορεί να είναι ένας πραγματικός, άλλος συνομιλητής, μπορεί να είναι ο τωρινός, σοφότερος εαυτός του αφηγητή, μπορεί να είναι ένας ανύπαρκτος, φανταστικός ή και ‒ τώρα πια ‒ νεκρός αποδέκτης· μπορεί να είναι και όλα αυτά μαζί. Η Monika Fludernik, σημαντικότατη ερευνήτρια του είδους, διαχώρισε τη διπλή κειμενική λειτουργία του δεύτερου προσώπου στη μυθοπλασία σε δείξη και αναφορά, σε ένα ξεκάθαρο επικοινωνιακό επίπεδο και σε ένα ξεκάθαρο διηγητικό επίπεδο. Η ιδιαιτερότητα της δευτεροπρόσωπης αφήγησης, λοιπόν, έγκειται στο ότι συνδυάζει δύο καταστάσεις, την επικοινωνία μεταξύ αφηγητή και κεντρικού ήρωα και τη διήγηση για την ιστορία της ζωής του κεντρικού αυτού ήρωα. Όταν μάλιστα ο ήρωας αυτός ταυτίζεται με τον σοφότερο, νεότερο ή τωρινό εαυτό του αφηγητή, τότε η δευτεροπρόσωπη αφήγηση έχει αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Αυτή είναι η περίπτωση της Κάδμως.
Στα χέρια της Αξιώτη το δεύτερο ενικό πρόσωπο, φυσικοποιημένο, αόρατο και οργανικό στοιχείο της αφήγησης, αποκτά άλλη δυναμική. Η αφηγήτρια μεταμορφώνεται σε κεντρική ηρωίδα των διηγήσεών της («εσύ»), απευθύνεται στον εαυτό της, φτιάχνει φανταστικούς διαλόγους, αλλά και αμέσως μετά μιλάει σαν να πρόκειται για ένα τρίτο, ξένο, απόν πρόσωπο. Άλλοτε είναι γεμάτη αρνητικά συναισθήματα, πικρία, απελπισία και αυτοαπαξίωση, άλλοτε ξεχνιέται σε μια νοσταλγία για τα παλιά ή ονειρεύεται την προπολεμική Αθήνα, τα πρώτα συγγραφικά της πετάγματα ή τα ωραία ταξίδια της στην Ιταλία. Σε αυτήν τη διαλεκτική θερμής ταύτισης και ψυχρής απόστασης από τον εαυτό της, κομβικά λειτουργική είναι η χρήση του δεύτερου προσώπου. Επίκεντρο των διηγήσεων δεν είναι αυτό καθαυτό το παρελθόν, μια αυτοβιογραφική οργανωμένη απόδοσή του, αλλά τα απομεινάρια του στη μνήμη της και η τωρινή αίσθηση του εαυτού της, καθώς νιώθει εξασθενημένη και αβοήθητη την ώρα που προσπαθεί να θυμηθεί, στα όρια του χρόνου, λίγο πριν από το τέλος.

Η Κάδμω κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Κέδρος

Η Μαρία Κακαβούλια διδάσκει θεωρία της αφήγησης, υφολογία και ρητορική στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Δεν υπάρχουν σχόλια: