ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΝΟΖΗΣ, Το χαρτόκουτο, εκδόσεις
Πατάκη, σελ. 130
Τα κιβώτια αγνώστου περιεχομένου από καταβολής κόσμου ασκούν μια
ιδιαίτερη γοητεία σ’ αυτόν που τα ανοίγει μετά από χρόνια ανακαλύπτοντας ένα κουβάρι
από λησμονημένα ετερόκλητα αντικείμενα. Όταν μέσα από την ιδιότυπη αυτοσχέδια
κρύπτη ανασύρονται τελετουργικά και με συγκινησιακή φόρτιση, φωτογραφίες, ερωτικά
γράμματα, πρωτόλεια κείμενα, ραβασάκια, άδεια κουτιά από τσιγάρα, αφιερώσεις,
εισιτήρια, τετράδια ποιημάτων, προφυλακτικά, σχολικοί έλεγχοι, αποκόμματα
συναυλιών, αναπτήρες, χαλασμένες κασέτες, ιατρικές εξετάσεις. Όταν αναδύονται από
την αφάνεια και τη λήθη πραγματάκια ασήμαντα και άχρηστα που φέρουν πάνω τους
τα ίχνη και τα αποτυπώματα μιας ολόκληρης εποχής. Ένας σωρός από ευτελή προσωπικά
ενθυμήματα που ζωντανεύουν με την ανακλητική δύναμη της υλικής τους υπόστασης ένα
ονειρώδες παρελθόν από καιρό καταχωνιασμένο κάτω από τη σκόνη των ημερών.
Το μυθιστόρημα του Κώστα Καβανόζη,
σύντομο και αιχμηρό, έχει τη μορφή ψηφίδων που προσεγγίζουν, άλλοτε νοσταλγικά
και άλλοτε αμφίθυμα, όχι πάντως με εξιδανικευτική διάθεση, τη σκληρή και
αμήχανη εποχή της μετάβασης από την παιδική αθωότητα στην ενηλικίωση. Τα είκοσι
τρία μικρά κεφάλαια που συνθέτουν το μωσαϊκό της μυθοπλασίας επεξεργάζονται τη διαδικασία
της οδυνηρής μεταμόρφωσης σώματος και ψυχής, που αποσταθεροποιεί τις
βεβαιότητες του χθεσινού ανέμελου αγοριού προικίζοντάς το με μια φωνή που χάνει
τις ευαίσθητες τονικότητες της, ένα σώμα που αλλάζει μέρα τη μέρα, έναν εύθραυστο
ψυχισμό που πασχίζει ασμένως να αντιμετωπίσει τις διαφορετικές προκλήσεις και με
τη γενετήσια επιθυμία να αφυπνίζεται και να επιβάλλει τις δικές της διαδρομές
προς την απόλαυση και την ηδονή.
Ο αφηγητής ανοίγει ένα χαρτόκουτο, το δικό του κιβώτιο μνήμης, και
ατενίζει μαζί με τον αναγνώστη από την ασφάλεια της ενήλικης θεώρησης μια
ξεχασμένη αμήχανη εφηβεία με αγωνίες και τολμηρά όνειρα, ανεκπλήρωτους έρωτες
και οδυνηρές χυλόπιτες, σχέσεις αιμοδιψείς, μοιραίες και αδιέξοδες, ερωτικούς
πειραματισμούς και αποτυχημένες απόπειρες συνουσίας. Περιδιαβαίνει σε αστεία
περιστατικά, σκοτεινούς φόβους και ανομολόγητες ενοχές καθώς η αναζήτηση της
ταυτότητας και η εξερεύνηση της σεξουαλικότητας γίνεται ένα ταξίδι
διακινδύνευσης και το πέρασμα από την παιδικότητα στον ενήλικο εαυτό μια
διαβατήρια τελετουργία με σεισμικές δονήσεις και τεκτονικούς κραδασμούς. Και
ανάμεσα στα τεκμήρια της μνήμης που διαδέχονται το ένα το άλλο παρεισφρέουν
αντιστικτικά σκηνές από το σήμερα αυτού του άντρα που ετοιμάζεται να γίνει
πατέρας. Υπεύθυνος δηλαδή για τη ζωή ενός άλλου ανθρώπου και ίσως να είναι αυτή
ακριβώς η αγωνία που πυροδοτεί την ανάγκη της αναπόλησης και της διαχείρισης του
συγκεκριμένου υλικού. Στη ροή της αφήγησης παρεμβάλλονται επίμονα όνειρα και παράξενοι
εφιάλτες, αγγελιοφόροι του άρρητου, που μιλούν για δυστοπίες και καταστάσεις
εγκλεισμού και αποξένωσης και σημαίνονται με πλάγια γράμματα. Καθώς και
φωτογραφίες ασπρόμαυρες χωρίς ευκρίνεια. Εικόνες παλιομοδίτικες, σκοτεινές και
θολές, που αναδύουν μια μελαγχολία, από έρημα χωράφια, λασπωμένες δημοσιές,
επαρχιακά σπίτια, γυμναστικές επιδείξεις και σημειώματα με παιδικά γράμματα ποτισμένα
από την πρωτόγνωρη απόγνωση του αποχωρισμού. Και κάπου εκεί ένας μικρούλης
εαυτός, μια κουκίδα μέσα στον χειμωνιάτικο κάμπο που ατενίζει το φακό στριμωγμένος
στο παλτουδάκι του. Λίγο ντροπαλά, λίγο απορημένα και στο βάθος ο δρόμος που
χάνεται στην καταχνιά.
Η γλώσσα του συγγραφέα ιδιόρρυθμη και εκφραστική μοιάζει να αναζητά διστακτικά
τον δρόμο της. Προσπαθεί να βρει την ουσία της επικοινωνίας μέσα από επαναλήψεις
έμφασης ή αμηχανίας, ανατροπές στην συνήθη κανονικότητα της σύνταξης, μετέωρους
τονισμούς, απότομες παύσεις και αποσιωπήσεις, ανακολουθίες και ξαφνικές αλλαγές
στη διάθεση. Δοκιμάζει εκδοχές διατύπωσης και εκφοράς καθώς συνθέτει τους φθόγγους,
μηρυκάζει τα νοήματα και διακόπτει τον ειρμό της σκέψης με παρεμβολές από
σκέψεις και λόγια τρίτων που η μνήμη έχει φυλαγμένα, παρενθέσεις και νοηματικά
άλματα, σαν αυτά που κάνει η προφορική αφήγηση. Ο λόγος απαιτεί από τον
αναγνώστη ενεργητικότητα, εγρήγορση και απόλυτη συγκέντρωση για να ακολουθήσει
τον ρυθμικό τρόπο με τον οποίο οι λέξεις συντάσσονται, επαναλαμβάνονται και
παλινωδούν, σαν να δοκιμάζουν τα όρια και την αποτελεσματικότητά τους. Πρέπει επομένως,
για να ενταχθεί κάποιος στην ατμόσφαιρα του βιβλίου και να κατανοήσει τον
ποιητικό τρόπο του συγγραφέα, να μιλήσει το κείμενο και όχι να το διαβάσει
παθητικά. Έπιασα τον εαυτό μου κατά την ανάγνωση να απαγγέλλει σιωπηλά και τότε
να συντονίζεται με τη μουσικότητα του κειμένου και να αντιλαμβάνεται την
εσωτερική του νομοτέλεια και συνοχή.
Το ενδιαφέρον στην μυθιστορηματική πλοκή είναι η κατανομή των
συγκινησιακών φορτίων. Η εναλλαγή του σαρκασμού και της απόγνωσης, της λύπης
και της χαράς, του ενθουσιασμού και της απογοήτευσης που κάνει την αφήγηση να
ακροβατεί σ’ ένα ελάχιστο όριο. Να μιλά για αποχαιρετισμούς και ανολοκλήρωτα
πένθη, για ανεκπλήρωτους έρωτες και υπαρξιακές αγωνίες, για την απόρριψη και
την απώλεια. Να αγγίζει τα μικρά και τα μεγάλα ανεπούλωτα τραύματα που
ενταφιάζουμε σε μυστικές κρύπτες του ενδόμυχου εαυτού και ταυτόχρονα να
αποθεώνει τη δύναμη της ζωής που μας κάνει να λησμονούμε το βιολογικό μας πεπρωμένο
και να εφευρίσκουμε στρατηγικές επιβίωσης.
Για να συνεχίσουμε...
Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας
Γιάννης Ψυχοπαίδης, Πορτραίτο Ν.Κ., ακρυλικό σε μουσαμά, 100 x 100 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου