Προδημοσίευση από το βιβλίο του Ερνστ Τόλλερ, Ήμουν ένας Γερμανός. Η αυτοβιογραφία ενός επαναστάτη, μτφρ.
Μιλτιάδη Αργυρόπουλου, σελ. 432, που κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις
εκδόσεις Ερατώ
Ανδρέας Βούσουρας, In a sentimental mood (Ο ΒΕΡΝ ΣΤΗΝ ΠΡΕΒΕΖΑ), 2015, εγκατάσταση (λεπτομέρεια) |
ΤΟΥ
ΕΡΝΣΤ ΤΟΛΛΕΡ
Σπάνια οι βιογραφίες επιτυγχάνουν την
πολυπλοκότητα της ατομικής ύπαρξης, πολλές πλευρές της «ανθρώπινης ολότητας»
παραμένουν αφώτιστες, όλα τα στιγμιότυπα πρέπει, σύμφωνα με μια φράση της
Καρολίνε φον Γκύντεροντε, να διαμορφώνουν και να καθιστούν κατανοητό το ένα,
ιδιαίτερα σε ένα βιβλίο που, όπως αυτό, παρουσιάζει τον άνθρωπο στη δημόσια
δράση του.
Σε αυτό το βιβλίο δεν παρουσιάζεται
μόνο η δική μου νιότη, αλλά η νιότη μιας γενιάς, μαζί και με λίγες σελίδες
ιστορίας. Αυτή η γενιά βάδισε πολλούς δρόμους, ακολούθησε ψεύτικους θεούς και
ψεύτικους ηγέτες, πάντοτε όμως αγωνιζόταν για την καθαρότητα και τις επιταγές
του πνεύματος. Όποιος επιθυμεί να κατανοήσει την κατάρρευση του 1933, πρέπει να
γνωρίσει τα γεγονότα του 1918 και 1919 στην Γερμανία, τα οποία διηγούμαι εδώ.
Είχαν διδαχθεί άραγε τίποτα οι άνθρωποι
από τις θυσίες και τα βάσανα, από την καταστροφή και τα χτυπήματα της μοίρας,
από τον θρίαμβο του αντιπάλου και την απελπισία του λαού, είχαν καταλάβει το
νόημα, τη νουθεσία και το χρέος εκείνων των καιρών;
Οι Δημοκρατικοί, που παραχώρησαν την
δημοκρατία στους εχθρούς τους.
Οι Επαναστατικοί, που, μπροστά σε
θεωρίες και συνθήματα, ξέχασαν τη θέληση και την απόφαση του ανθρώπου.
Οι Συνδικαλιστές, που, μπροστά σε
γεμάτα ταμεία, παρέβλεψαν την αυξανόμενη δύναμη του εχθρού που έμελλε να τους
σαρώσει μαζί με τα ταμεία τους.
Οι Γραφειοκράτες, που έπνιξαν την
ειλικρίνεια, την τόλμη, την πίστη.
Οι Δογματικοί, που, χαμένοι σε
αερολογικούς διαξιφισμούς, έχασαν την ευκαιρία να θέσουν στον λαό σαφείς και
μεγάλους στόχους.
Οι Συγγραφείς, που δημιούργησαν ένα
ιδεώδες πορτραίτο του αγωνιζόμενου εργάτη και απογοητεύτηκαν όταν συνάντησαν
τον πραγματικό εργάτη, με την αδυναμία και τη δύναμή του, τη μικρότητα και το
μεγαλείο του.
Οι Πολιτικοί του ρεαλισμού, που
στάθηκαν κουφοί στη μαγεία του λόγου, τυφλοί στην ισχύ της ιδέας, βουβοί μπρος
στη δύναμη του πνεύματος.
Οι Φετιχιστές της οικονομίας, που
αποκάλεσαν «μικροαστικά ελαττώματα» τις ηθικές δυνάμεις του λαού και τις
μεγάλες παρορμήσεις των ανθρώπων, τη λαχτάρα για ελευθερία, για δικαιοσύνη, για
ομορφιά.
Όχι, τίποτα δεν έμαθαν μέσα σε
δεκαπέντε χρόνια, όλα τα ξέχασαν και τίποτα δεν έμαθαν. Και πάλι απέτυχαν, και
πάλι εξώκειλαν, και μαστιγώθηκαν και βασανίστηκαν. Βαυκάλιζαν τον λαό με
ψεύτικες διαβεβαιώσεις από μέρα σε μέρα, από μήνα σε μήνα, από χρόνο σε χρόνο
ώσπου εκείνος, κουρασμένος από τα παραμύθια, αναζήτησε παρηγοριά στη
ζοφερότητα. Η βαρβαρότητα θριαμβεύει, ο εθνικισμός και το φυλετικό μίσος και η
αποθέωση του κράτους τυφλώνουν τα μάτια, το νου, τις καρδιές. Πολλοί
προειδοποίησαν, προειδοποίησαν χρόνια πριν. Το ότι οι φωνές μας έσβησαν είναι
δική μας ευθύνη, η μεγαλύτερή μας ευθύνη.
Από ψεύτικους λυτρωτές περιμένει ο λαός
τη σωτηρία, όχι από τη δική του γνώση, την δική του εργασία, την δική του
υπευθυνότητα. Πανηγυρίζει για τα δεσμά που ο ίδιος χαλκεύει για τον εαυτό του
κατ’ εντολή των δικτατόρων, για ένα πιάτο φακές αστραφτερής κενοδοξίας ξεπουλά
την ελευθερία του και θυσιάζει τη λογική.
Γιατί ο λαός κουράστηκε από τη λογική,
κουράστηκε από τη σκέψη και τον συλλογισμό∙ τι πέτυχε, ρωτά, η λογική τα
τελευταία χρόνια, σε τι μας βοήθησαν αντιλήψεις και γνώσεις; Και πιστεύει
αυτούς που περιφρονούν το πνεύμα, που διδάσκουν ότι η λογική ευνουχίζει τη
θέληση, καταλύει τις ψυχικές ρίζες, καταστρέφει το κοινωνικό θεμέλιο, ότι όλα
τα δεινά, δημόσια και ιδιωτικά, είναι έργα δικά της. Ωσάν η λογική να είχε ποτέ
πρυτανεύσει, ωσάν να μην ήταν ακριβώς η παράλογη έλλειψη μεθόδου εκείνη που
έσπρωξε στον γκρεμό την Γερμανία και την Ευρώπη ολόκληρη!
Παντού η ίδια παράλογη πίστη στην
έλευση ενός ανθρώπου, του Ηγέτη, του Καίσαρα, του Μεσσία, που θα
θαυματουργήσει, θα επωμισθεί την ευθύνη για τους μελλούμενους καιρούς, θα
διευθύνει τις ζωές όλων, θα εξορκίσει τον φόβο, θα εξαλείψει τη δυστυχία, θα
δημιουργήσει τον νέο λαό, την περίλαμπρη αυτοκρατορία, ναι, δυνάμει της
ουράνιας προέλευσής του θα μεταμορφώσει τον γέρικο, αδύναμο Αδάμ.
Παντού η ίδια παράλογη επιθυμία να
βρεθεί ο ένοχος που θα επωμισθεί την ευθύνη για τους παρελθόντες καιρούς, στον
οποίο θα μπορούμε να φορτώσουμε την δική μας αποτυχία, τα δικά μας λάθη, τα
δικά μας εγκλήματα∙ αχ, είναι ο αρχαίος εξιλαστήριος αμνός των προϊστορικών
χρόνων, μόνο που σήμερα, αντί ζώων, είναι άνθρωποι που προορίζονται για θυσία.
Οι συνέπειες είναι φρικτές. Ο λαός
μαθαίνει να λέει ναι στα κατώτερα ένστικτά του, στην πολεμοχαρή λαγνεία του για
βία. Πνευματικές και ηθικές αξίες, κατακτημένες με κοπιώδη και μαρτυρική πάλη
αιώνων, παραδίδονται στον χλευασμό και το μίσος των κρατούντων. Ελευθερία και
ανθρωπιά, αδελφότητα και δικαιοσύνη – δηλητηριασμένες φράσεις, πέταμα τους
πρέπει στα σκουπίδια!
Μάθε την αρετή του βαρβάρου, να
πυροβολείς, να μαχαιρώνεις, να ληστεύεις, καταπίεσε τον αδύναμο, εξόντωσέ τον
κτηνωδώς και αδιακρίτως, ξέμαθε να συναισθάνεσαι τον πόνο του άλλου, μην ξεχνάς
ποτέ ότι γεννήθηκες εκδικητής, εκδικήσου για τις προσβολές του σήμερα, για τις
προσβολές του χθες και για εκείνες που τυχόν θα υποστείς αύριο, νιώσε περήφανος, είσαι ένας ήρωας, καταφρόνησε την
ειρηνική ζωή και τον ειρηνικό θάνατο, η ύψιστη ευτυχία της ανθρωπότητας είναι ο
πόλεμος.
Μάθε ότι το αίμα μόνο είναι που
διαμορφώνει, κτίζει και εξυψώνει έναν λαό. Θέλεις να μάθεις τι σχέση έχουν αυτά
με το αίμα σε μια χώρα που έχουν κατοικήσει και διασχίσει αμέτρητες φυλές, μην
ρωτάς, πίστευε! Και το ότι ρωτάς ακόμα είναι ύποπτο, πρόσεξε μην σε
καταχωρίσουμε στις τάξεις εκείνων που πρέπει να εξαλειφθούν από την επιφάνεια
της Γης. Διότι εμείς ορίζουμε ποιος δικαιούται να ζήσει και ποιος πρέπει να
πεθάνει για την δική μας ευημερία.
Και η Ευρώπη; Σαν ένας μικρός μεσίτης
που περιμένει την εξέλιξη του απογευματινού χρηματιστηρίου προσδοκώντας νέα
κέρδη, κι ένας σεισμός τον καταπλακώνει μαζί με το χρηματιστήριο, έτσι κρατά η
Ευρώπη την ανάσα της. Επειδή χίλιοι πολεμοκάπηλοι κερδίζουν δισεκατομμύρια από
οβίδες και βόμβες, από δηλητηριώδη αέρια και λοιμογόνους βακίλους, κι επειδή
αυτά τα ματωμένα δισεκατομμύρια αποκαλούνται εθνικές αξίες, σιωπούν οι λαοί.
Ο γιατρός ξέρει πως, στον άνθρωπο
εκείνον που συνταράζεται από σωματικές και ψυχικές κρίσεις και δεν ξέρει πού να
στραφεί, αλλά παραμένει χωρίς στόχο και περιπλανιέται χωρίς κατεύθυνση, ξυπνούν
επιθυμίες θανάτου, κυριαρχούν μέσα του όλο και περισσότερο, τον δελεάζουν να
αναλωθεί ανεπίγνωστα και να περιπέσει στη χαοτικότητα.
Από αυτήν την βαριά ασθένεια πάσχει η
γηραιά Ευρώπη. Στον τυφώνα του πολέμου, που επίκειται απειλητικός με ολοένα
ανερχόμενες εξοπλιστικές μετοχές, ρίχνεται η Ευρώπη, στον γκρεμό της
αυτοκτονίας.
Έγιναν όλα λοιπόν για το τίποτα, οι
πνευματικοί κόποι και τα δεινά των ανθρώπων, η αυταπαρνητική εργασία των πιο
μεγαλόψυχων και η θυσία των πιο γενναίων, και σε εμάς έμεινε μόνον ο δρόμος
προς το σκοτάδι του νεκρικού ύπνου;
Πού είναι η νεολαία της Ευρώπης; Εκείνη
που αναγνώρισε ότι διερράγησαν οι νόμοι του παλαιού κόσμου, που υπέμενε την
αποσύνθεσή τους κάθε μέρα και κάθε ώρα; Ζούσε και δεν ήξερε για ποιον σκοπό.
Ήθελε να δουλέψει και οι πύλες των εργοταξίων έμεναν γι’ αυτήν κλειδωμένες.
Λαχταρούσε κατευθυντήριους στόχους προς εκπλήρωση των μεγάλων και τολμηρών
ονείρων της, και την παρηγορούσαν με τη μέθη του κενού.
Ακολουθεί πράγματι τους ψευδοπροφήτες,
πιστεύει το ψέμα και περιφρονεί την αλήθεια; Περιμένει μέχρι να πνίξει ο
πόλεμος τις πόλεις στα αέρια, να ρημάξει τις υπαίθρους, να δηλητηριάσει τους
ανθρώπους, πιστεύει ότι τότε μόλις θα έρθει η δική της ώρα, η δική της δράση, η
δική της νίκη; Δεν βλέπει ότι πάνω σε ερειπωμένο έδαφος ο νέος κόσμος θα
φαίνεται διαφορετικός απ’ ό,τι τον ονειρεύεται σήμερα;
Όταν ένα πλοίο πέφτει σε καταιγίδα στον
Ατλαντικό, ο καπετάνιος έχει πολλά μέσα στη διάθεσή του, ώστε να μετριάσει την
ανάκρουση των κυμάτων και να αποτρέψει τους κινδύνους∙ άνθρωποι τον βοηθούν και
μηχανές, δεν χρειάζεται να φοβάται την πείνα, τα αμπάρια ξεχειλίζουν ψωμί και
ρουχισμό και κάρβουνα. Αν όμως το πλοίο τσακιστεί και οι άνθρωποι παραδέρνουν
αρπαγμένοι από σανίδες, σε τι τον βοηθούν τότε θέληση, ενεργητικότητα και
λογική;
Πού είστε, σύντροφοί μου στην Γερμανία;
Βλέπω τις χιλιάδες που οχλαγωγούν γιορτάζοντας την απώλεια της ελευθερίας, τον
καυτηριασμό του πνεύματος. Τις χιλιάδες που, εξαπατημένοι και παραπλανημένοι,
πιστεύουν αληθινά ότι η βασιλεία της δικαιοσύνης επί Γης είναι κοντά. Τις
χιλιάδες που λαχταρούν να μιμηθούν τη νεολαία της Γερμανίας που θυσιάστηκε στην
Φλάνδρα και να βαδίσουν στον θάνατο αλαλάζοντας και τραγουδώντας.
Πού είστε, σύντροφοί μου; Δεν σας βλέπω,
ξέρω ωστόσο ότι ζείτε. Στον παγκόσμιο πόλεμο ένας άνδρας, μέσα σε εκατομμύρια
ανδρών, έγινε η φωνή της αλήθειας και της ειρήνης, και ο τάφος της φυλακής δεν
στάθηκε αρκετός να πνίξει την φωνή του Καρλ Λίμπκνεχτ. Σήμερα είστε εσείς οι
κληρονόμοι του. Έχετε υπερβεί τον φόβο που ταπεινώνει και υποβιβάζει τον
άνθρωπο. Στην σιωπηλή, ακάματη εργασία σας δεν λογαριάζετε καταδίωξη και
κακομεταχείριση, φυλακή και θάνατο.
Σε αυτό το βιβλίο δεν θα έπρεπε να
εξωραϊστούν ούτε το λάθος και η ενοχή, ούτε η αποτυχία και η ανεπάρκεια, τόσο
οι δικές μου όσο και των άλλων. Αν θες να είσαι ειλικρινής, πρέπει να
γνωρίζεις. Αν θες να είσαι γενναίος, πρέπει να κατανοείς. Αν θες να είσαι
δίκαιος, δεν επιτρέπεται να ξεχνάς. Όταν ο ζυγός της βαρβαρότητας πιέζει,
οφείλει κανείς να αγωνίζεται και να μην σιωπά. Όποιος σωπαίνει σε τέτοιους
καιρούς, προδίδει την ανθρώπινη αποστολή του.
Ανήμερα
του εμπρησμού των βιβλίων μου στην Γερμανία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου