ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΝΕΟ ΔΙΣΚΟ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ
ΓΑΛΙΑΤΣΟΥ
ΤΟΥ ΘΑΝΟΥ ΜΑΝΤΖΑΝΑ
Οι περισσότεροι – ιδιαίτερα αν διακονούν
οι ίδιοι την μία ή την άλλη – ανήκουν και εκφράζονται είτε με την μουσική είτε
με την ποίηση. Κάποιοι άλλοι όμως, πολύ λιγότεροι, μπορεί να «νυμφεύονται» την
μία από αυτές αλλά την απατούν συστηματικά, ερωτοτροπώντας ασύστολα με την άλλη
ενώ η πρώτη έχει επίγνωση της απιστίας σε ένα απολύτως συναινετικό διανοητικό
ménage a trois. Ο Μανώλης Γαλιάτσος είναι ένας από τους τελευταίους, αν και
φυσικά πρώτιστα και πάνω από όλα είναι μουσικός συνδιαλεγόταν πάντα και με τον
ποιητικό λόγο. Στο πρώτο μισό περίπου της μέχρι τώρα δημιουργικής του
διαδρομής, όταν λειτουργούσε ως τραγουδοποιός, έγραφε ο ίδιος τους στίχους των
τραγουδιών του. Για ένα μεγάλο διάστημα στη συνέχεια έκανε μόνον ορχηστρικούς δίσκους, τώρα όμως
που – χωρίς να εγκαταλείπει καθόλου την ορχηστρική μουσική – δείχνει να επιστρέφει
σε ένα βαθμό στην τραγουδοποιία η «παράλληλη» αυτή σχέση του επισημοποιείται με
την επιλογή του να μελοποιεί ποιήματα εκλεκτών, αν και όχι απαραίτητα διασήμων,
Ελλήνων ποιητών.
Η ολίγον μακροσκελής αυτή εισαγωγή ήταν
απαραίτητη για να γίνουν πιο κατανοητά όσα θα ακολουθήσουν αναφορικά με τον
τελευταίο του δίσκο «Το Αργό Πέρασμα Των Ημερών» που ο θεματικός του άξονας –
σε όλους τους δίσκους του υπάρχει ένας τέτοιος, περισσότερο ή λιγότερο ορατός –
είναι, όπως φαίνεται ήδη από τον τίτλο, ο στοχασμός του πάνω στο πέρασμα του
χρόνου, Για να το θέσω απλούστερα, τα πάντα ρει μεν και πολύ δύσκολα μπορούμε
να αμφισβητήσουμε την αδυσώπητη αλήθεια της φράσης του Ηρακλείτου, δεν έχουμε
όμως το δικαίωμα να αναρωτηθούμε αν η ροή, του χρόνου εν προκειμένω, είναι το
παν; Ο Μ. Γαλιάτσος – και οφείλω να πω ότι συμφωνώ απόλυτα μαζί του –
αποφαίνεται κατηγορηματικά ναι και τον προβληματισμό του επάνω σε αυτό το
ζήτημα καταθέτει και αναπτύσσει σε αυτό το CD.
Το αν ο χρόνος κυλά – ή, πιο σωστά, μας
δίνει την αίσθηση – γοργά ή αργά σχετίζεται με την ποσοτική του διάσταση, τι
γίνεται όμως με την ποιοτική; Γιατί, όσο παράδοξο και αν φαίνεται σε κάποιους,
σαφέστατα υπάρχει και αυτή...Και, συνειδητοποιώντας το ή μη, ο Γαλιάτσος
εκκινεί και τελικά μάλλον και εστιάζει σε αυτήν, στην πυκνότητα του χρόνου και
όχι στην ποσότητα του. Γιατί αναμφίβολα υπάρχουν στιγμές που είναι πυκνότερες
από άλλες, είναι οι περιπτώσεις που η «κάθετη» διάσταση του χρόνου, τα όσα
συμβαίνουν σε εκείνο το συγκεκριμένο σημείο του, επιβάλλεται και κυριαρχεί στην
οριζόντια, την ατέρμονα διαδοχή των στιγμών του, το σύνολο του.
Οι διαφορετικές φυσικά για τον καθένα
τόσο πυκνότερες των άλλων αυτές στιγμές
είναι τα αληθινά προσωπικά μας ορόσημα, πολύ διαφορετικά από τα τυπικά
που ορίζουν τα κάθε είδους ημερολόγια και εντέλει εκείνες οι οποίες νοηματοδοτούν
το πέρασμα του χρόνου, την ίδια την έννοια του. Κάνοντας λοιπόν κατά κάποιο
τρόπο μουσική πράξη την Σαββοπουλική ρήση «γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα κι
εμείς τους δίνουμε ένα σχήμα» (από το «Πρωτοχρονιές Του Ραδιοφώνου», το υπέροχο
αληθινά «κρυμμένο» τραγούδι του «Ο Χρονοποιός» του ’99) ο Γαλιάτσος επιχειρεί
να εντοπίσει τις δικές του ανάλογες στιγμές. Και καθώς φυσικά δεν μπορεί να
γνωρίζει αυτές που θα έρθουν στρέφεται σε αυτές που έχουν παρέλθει, αναζητώντας
τις...και όταν δεν τις βρίσκει στοχάζεται πάνω στην απουσία ή την έλλειψη τους,
όσων τουλάχιστον εν δυνάμει θα μπορούσαν να είναι τέτοιες. Πόσες και ποιες
άραγε, μήπως εντέλει όλες και αυτό ακριβώς είναι το μέγα ζήτημα;
Με την πράξη του αυτή ο Γαλιάτσος επί
της ουσίας ξαναπιάνει το νήμα του χρόνου αλλά αντίστροφα, ακολουθώντας το προς
τα πίσω...Νοσταλγικός αλλά όχι νοσταλγός, μελαγχολών αλλά όχι μελό, ρομαντικός
όχι με την αγοραία, γλυκερή έννοια αλλά με την αυθεντική του πνευματικού
κινήματος, ενός συνεχούς έσωθεν sturm und drang, η μουσική του γλώσσα, με τον
γήινο, παλλόμενο ήχο των εγχόρδων, των πνευστών και του πιάνου του είναι σα να
δίνει «υλική» υπόσταση στο χρόνο. Και είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον ότι κάνοντας ακριβώς
αυτό, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, εγκαταλείπει την αποκλειστικά
ορχηστρική φόρμα και στρέφεται στην ποίηση, για την ακρίβεια την χρησιμοποιεί
σαν αφετηρία ακόμα και για τις ορχηστρικές συνθέσεις του δίσκου. Οι υπόλοιπες
είναι μελοποιήσεις έξι συνολικά ποιημάτων του Θεοφάνη Τάση, δύο του Γιάννη
Στίγκα, άλλων δύο του Γιώργου Βέη και του Αλλεν Γκίνσμπεργκ, σε μετάφραση
επίσης του Γιώργου Βέη.
Το ότι για το συγκεκριμένο θέμα ο
Γαλιάτσος εκκίνησε από τον ποιητικό λόγο έχει ενδιαφέρον καταρχήν γιατί ένα από
τα κοινά στοιχεία της μουσικής και της ποίησης είναι ότι ο χρόνος είναι
θεμελιώδες στοιχείο της ίδιας τους της φύσης με την μορφή του μέτρου ή, πιο
απλά, του ρυθμού. Η ποίηση επίσης, ανεξάρτητα από την εκάστοτε θεματολογία της,
προσπαθεί πάντα, διά της καταδύσεως στον πυρήνα των εννοιών των λέξεων και μη
μένοντας στο περιγραφικό κέλυφος τους όπως τις περισσότερες φορές συμβαίνει
στην πεζογραφία, να κάνει αυτό ακριβώς που επιχειρεί και ο Γαλιάτσος εδώ, να
δώσει «υλική» υπόσταση στο χρόνο. Και το πραγματώνει ακριβώς αποκρυσταλλώνοντας
με ελάχιστες λέξεις, κάποτε ακόμα και ανάμεσα τους, τις πυκνότερες των στιγμών,
εκείνες που αξίζουν αληθινά.
Οι αληθινοί, οι σπουδαίοι ποιητές του
σήμερα ουσιαστικά σε όλο το έργο τους αναζητούν αυτές τις στιγμές και φυσικά
γνωρίζουν πολύ καλά πόσο λίγες, σπάνιες και για αυτό εξαιρετικά πολύτιμες
είναι, ο κίνδυνος να μην τις βιώσεις ή και να τις απωλέσεις στη συνέχεια
ελλοχεύει πάντα. «Γράφοντας με υπομονή/σ’ ένα φρεσκοπλυμένο φύλλο μαρουλιού/τον
πανικό», όπως τόσο γλαφυρά το αποτυπώνει ο Γιώργος Βέης στο «Αυτόγραφα» που
διόλου συμπτωματικά μελοποιεί εδώ ο Γαλιάτσος...
Είναι προφανές βέβαια ότι η ποίηση,
ειδικά τέτοια ποίηση, όπως και η μουσική του Γαλιάτσου – και όχι μόνο σε αυτή
την περίπτωση – απευθύνεται μόνο σε...συνενόχους. Σε άλλους εξωμότες των
σιωπών, συνωμότες των στιγμών, μηδέποτε μειοδότες ή χειρότερα προδότες των
παθών και ευτυχώς ποτέ καταδότες των ψυχών και μεταπράτες, σε προσωπικό ή και
δημιουργικό επίπεδο, των εύκολων λυγμών...Σε εκείνους που μπορούν να
αντιληφθούν το υπόρρητο μήνυμα που απευθύνει ένα άλλο ποίημα του Γιώργου Βέη το
οποίο όχι μόνο για εμένα αλλά πιστεύω και για τον Γαλιάτσο - καθώς είναι το
μόνο που επέλεξε να ερμηνεύσει ο ίδιος - αποτελεί το κομβικό κείμενο/κομμάτι εδώ:
Η
νυχτοπεταλούδα αναγγέλλει πάντα
ή
την άφιξη σου ή τον ερχομό μου
τη
διάρκεια δηλαδή των ψευδαισθήσεων.
Είναι φανερό ότι ο Γ. Βέης μετέρχεται
εδώ τη φόρμα και σε μεγάλο βαθμό προσεγγίζει το κρυπτικό περιεχόμενο των
ιαπωνικών χαϊκού, πράγμα πολύ φυσικό για αυτόν καθώς είναι βαθύς γνώστης όχι
μόνον ενός μεγάλου μέρους της ασιατικής λογοτεχνίας αλλά έχει έρθει και σε
πολύχρονη επαφή με την κουλτούρα μα και τον τρόπο ζωής αυτής της περιοχής του
πλανήτη. Και ένα από τα καθοριστικότερα στοιχεία της ασιατικής φιλοσοφίας και
ειδικότερα της ιαπωνικής είναι μια πολύ διαφορετική από την ημέτερη δυτική – και
λίγο ως πολύ βουδιστική στην βάση της – θεώρηση του χρόνου. Αντίθετα από την
εμμονή των δυτικών με την τεχνητή κατάτμηση του χρόνου με διάφορες προφάσεις
και σε διάφορα μεγέθη οι Ιάπωνες τον αντιλαμβάνονται ως ένα συνεχές, αρραγές
σύνολο που απλά το υποκείμενο σε κάποιο σημείο του αρχίζει και σε ένα άλλο
παύει να υπάρχει...Ιδού λοιπόν η έμπρακτη, χωρίς μάλιστα να έχει προηγηθεί
κάποια συνειδητή διαδικασία, αίσθηση της υλικής υπόστασης του χρόνου. Και καθώς
τα χαϊκού προσπαθούν να συντονίσουν και τελικά να ταυτίσουν τον εσωτερικό
ρυθμό/χρόνο τους με τον αντικειμενικό, αυτόν που συνηθίζουμε να λέμε
πραγματικό, θα μπορούσαμε να πούμε και ότι επιτελούν το αντίστροφο των
φανατικών της εμπειριοκρατίας και του υλισμού της δυτικής λογοτεχνίας,
«υλοποιούν» δηλαδή την πνευματικότητα αντί να την υποτάσσουν στην πνιγηρή
κυριαρχία της ύλης όπως συμβαίνει πλέον στον κόσμο των αισθήσεων μετατρέποντας
τον έτσι σε ένα συνονθύλευμα
προκατασκευασμένων ηθελημένων ψευδαισθήσεων. Πρόκειται για μια υπέρβαση που
κατά την ταπεινή μου γνώμη οφείλει να είναι το ζητούμενο σε κάθε δημιουργική
δραστηριότητα και την οποία ουκ ολίγες φορές επιτυγχάνει και η μουσική του
Γαλιάτσου...
Κριτική όμως δεν σημαίνει μόνον
αποτίμηση του κρινόμενου έργου αλλά και ερμηνεία του, μια ερμηνεία που μπορεί
να είναι και διαφορετική, παράλληλη ή και να αντιδιαστέλλεται με αυτή που του
δίνει ο δημιουργός του, σε κάποιες περιπτώσεις ο ίδιος μπορεί και να μη την
έχει καν σκεφτεί. Ασκώντας λοιπόν το δικαίωμα της ελευθερίας του κριτικού θα πω
ότι αν ο χρόνος έχει «υλική» υπόσταση τότε θα έχει και είδωλο στον καθρέφτη
όπως κάθε αντικείμενο. Ολοι φαντάζομαι έχουμε προσπαθήσει να φανταστούμε πως θα
ήταν αν μπορούσαμε να βλέπαμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη καθώς απομακρυνόμαστε
από αυτόν, με έναν άλλο τρόπο και όχι γυρνώντας το κεφάλι γιατί αυτόματα αυτό
κάνει την αίσθηση πολύ διαφορετική...Είναι μια εμπειρία που είναι αδύνατο να
βιώσουμε, αξίζει όμως νομίζω να προσπαθήσουμε να «δούμε» πως θα έβλεπε ο χρόνος
τον εαυτό του σε μια τέτοια περίπτωση. Να πηγαίνει προς τα πίσω, ώστε το
παρελθόν να γίνεται μέλλον; Ή μήπως, καθώς απομακρύνεται, το παρόν να
μετατρέπεται αυτόματα σε μέλλον που θα μπορούσε ίσως να ξαναγίνει παρελθόν,
διαφορετικό από αυτό που υπήρχε ως τότε ή και το ίδιο;
Μπορεί βέβαια να τον τρόμαζε η εμπειρία
αυτής της εικόνας, μιας άγνωστης και για αυτό μη ελέγξιμης πιθανότητας...Και
για αυτό να απέστρεφε το βλέμμα του από τον καθρέφτη και να το έστρεφε σε κάτι
άλλο, πιο γνώριμο, πιο οικείο και για αυτό και πιο παρήγορο. Το σημείο τομής
των ορθογωνίων αξόνων των ισάριθμων πλευρών του, της αντικειμενικής και της
εσώτερης....Εκεί που τέμνονται οι δύο διαστάσεις του, η οριζόντια και η κάθετη,
τις ελάχιστες φορές που συμβαίνει αυτό, οριοθετώντας έναν...τοπόχρονο, εκείνα
τα ελάχιστα σημεία που κάνουν τελικά να αξίζει αυτό που λέγεται ζωή. Έναν
ανεκτίμητο τοπόχρονο τον οποίο, μέσω της απτής σχεδόν πλέον μετα-μνήμης, μπορεί
και πρέπει ίσως κανείς να τον επισκέπτεται στο διηνεκές, να βιώνει ξανά την
εμπειρία του, να εμβαπτίζεται σε αυτήν και να αντλεί δύναμη για τη συνέχεια,
τόση που ίσως και να μπορεί ακόμα και να επαναλαμβάνει εκ νέου, ξανά και ξανά,
την ίδια συγκυρία αλλά υπό άλλες συνθήκες...Κάνει σαφώς μια διαφορά από το «αχ,
τι ωραίες αναμνήσεις», έτσι δεν είναι;
Και επειδή ο χρόνος, εκτός από
πανδαμάτωρ, είναι και σοφότερος όλων μας μπορεί τότε να είχε να δώσει μια
χρήσιμη συμβουλή σε όλους εμάς, τα αθύρματα της ροής του, καταδικασμένα να
μετεωριζόμαστε για πάντα σε ένα σύμπαν πολύ πιο αχανές από αυτό του χώρου που
μας περιβάλλει...Απλά να τον μιμηθούμε, να αποστρέψουμε δηλαδή με τη θέληση μας
το βλέμμα από τον καθρέφτη. Γιατί μόνον όταν κοιτάξεις έξω και πέραν από τον
εαυτό σου, ξεφύγεις από την μόνιμη αυτοαναφορικότητα που καθορίζει την ύπαρξη
μας από τη στιγμή που γεννιόμαστε, μπορείς να κάνεις την όποια υπέρβαση, ακόμα
και του ακατανίκητου χρόνου...Για να φέρω ένα μόνο παράδειγμα από το
προαναφερθέν ποίημα του Γ. Βέη έτσι μπορείς ακόμα και να αλλάξεις το
διαζευκτικό ή στον στίχο «την άφιξη σου ή τον ερχομό μου» με συζευκτικό και.
Κάποιοι μπορεί να αποκαλούν αυτή την
υπέρβαση έρωτα, κάποιοι άλλοι δημιουργικότητα, άλλοι ανθρωπισμό...δεν έχει
καμία σημασία, στην πραγματικότητα είναι το ίδιο πράγμα, η μετάβαση από το ένα
στο όλο, από το εγώ στο εμείς, από το
υποκείμενο στην ίδια την μεγάλη αφήγηση και ιδιαίτερα στα συμφραζόμενα
της, εκεί που, όπως συνήθως, κρύβεται όλη η αλήθεια και η ουσία της. Και τότε
μπορείς να σταθείς απέναντι στον μεγάλο προσωκρατικό και να του πεις με
παρρησία, ναι, τα πάντα ρει, αλλά δεν είναι το παν η ροή του χρόνου...όχι όταν
με τη νόηση και τη θέληση μου μπορώ πια να εστιάσω σε εκείνα τα σημεία της που εγώ κάνω διαφορετικά από όλα τα
υπόλοιπα.
(Ολες τις συνθέσεις, τις ενορχηστρώσεις
και την παραγωγή του «Το Αργό Πέρασμα Των Ημερών» υπογράφει ο Μανώλης
Γαλιάτσος, τέσσερα τραγούδια ερμηνεύει ο Ανδρέας Καρακότας και από ένα η
υψίφωνος Μαριάνθη Σοντάκη και ο ίδιος ο
δημιουργός. Το CD
κυκλοφορεί από την MLK)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου