Ευχαριστώ από καρδιάς
τους συντελεστές της έκδοσης αυτού του εξαιρετικού βιβλίου με κείμενα και για
τον Κώστα Φιλίνη, καθώς και τους σημερινούς ομιλητές, παλιούς συντρόφους και
φίλους του.
Αισθάνθηκα την ανάγκη να πω λίγα λόγια για τον
πατέρα μου. Το βιβλίο περιλαμβάνει όλα τα βασικά κείμενα της πολιτικής του
πορείας. Μια πορεία δεμένη αδιάρρηκτα με το κομμουνιστικό και ευρύτερο αριστερό
κίνημα. Αναγκαστικά υπάρχουν ελάχιστα για την περίοδο του Εμφυλίου και των 8
χρόνων στην παρανομία, από το 1947 στο 1955, καθώς και των 11 χρόνων της πρώτης
φυλακής, από το 1955 μέχρι το 1966, όταν αντικειμενικά είχα τη δυνατότητα να
έχω την πιο συχνή επαφή μαζί του. Είναι γενικά αποδεκτό πως η εκτίμηση αυτών
των χρόνων όπου το Κόμμα ήταν παράνομο και η ηγεσία του στο εξωτερικό υπό την
άμεση εποπτεία του ΚΚΣΕ, χρειάζεται ακόμη πολύ μελέτη. Ο Φιλίνης πάντως, από όσα
φαίνονται και σε σχετική συνέντευξη που έδωσε αργότερα, έμεινε στην Ελλάδα αφοσιωμένος
στη δύσκολη δουλειά για την επιβίωση του Κόμματος και του κινήματος, έφυγε για
ένα χρόνο μονάχα και επέστρεψε ξανά στην Αθήνα υποστηρίζοντας τον Πλουμπίδη,
έξω από συνωμοσιολογίες, μέχρι που πιάστηκε.
Με τον πατέρα μου
γνωριστήκαμε καλύτερα και δεθήκαμε μέσα σε δύσκολα χρόνια και ειδικές στιγμές. Στην
αρχή του Εμφυλίου ήρθε μερικές φορές κρυφά στο σχόλασμα του νηπιαγωγείου μου.
Μετά το σταμάτησε: το παιδί σιγά-σιγά τον εντόπιζε στη γωνία του δρόμου και όλο
αυτό έγινε τρομερά επικίνδυνο. Με την ένταση της τρομοκρατίας, η επαφή ήταν πια
αδύνατη. Οι ασφαλίτεςς έρχονταν και ανέβαιναν απροειδοποίητα τη σκάλα του
σπιτιού στην οδό Αναγνωστοπούλου για να τον βρουν.
Μια μέρα ξαφνικά ήρθε, μέσω
τρίτου, ένα πακέτο στο σπίτι μας με μια μεγάλη κούκλα, ένα μαύρο κοριτσάκι
μάρκα «χελώνα». Με πρόταση της μητέρας μου, Μαρίας, της δώσαμε το όνομα Σέζα,
μιας μαύρης αγωνίστριας που είχε τότε εκτελεστεί στην Αφρική. Τον πατέρα μου τον
πρωτοείδα ξανά όταν πιάστηκε το 1955, ήταν 5 Αυγούστου, μετά από πολλές μέρες
ανακρίσεων στην Ασφάλεια. Τον είδα βράδυ αργά στο Μεταγωγών Πειραιά, πριν τον
μεταφέρουν στην Κέρκυρα. Δεν επιτρεπόταν επισκεπτήριο και έγινε εξαίρεση για να
δει το παιδί του την τελευταία στιγμή. Ήταν βράδυ στο Μεταγωγών, ο αστυφύλακας
φώναξε «Φιλίνης» και τότε είδα έναν άνδρα πολύ νέο, ήταν τότε μόλις 34 ετών, να
σηκώνεται γρήγορα από το πάτωμα όπου ήταν στοιβαγμένοι στη σειρά πάνω σε
σεντόνια 8 με 10 άτομα. Ήρθε στο άνοιγμα του κελιού με το διάδρομο, αγγίξαμε τα
δάκτυλα πίσω από τα κάγκελα και μιλήσαμε για λίγα λεπτά.
Στην μεγάλη δίκη του στο
στρατοδικείο μετά πέντε χρόνια είχαμε την ευκαιρία να βρεθούμε μαζί για περισσότερο
χρόνο. Με σύστησε στους συντρόφους του που δικάζονταν από κοινού. Ήμουν εκεί στη
διάρκεια της απολογίας του που κράτησε μέχρι αργά τα μεσάνυκτα. Μίλησε, όπως
πάντα, επαγωγικά, με σαφήνεια και στοιχεία, με θάρρος και ευγένεια.
Καταδικάστηκε και αυτός σε ισόβια, πράγμα που με ξαλάφρωσε, γιατί τότε
φοβόμασταν όλοι θανατικές καταδίκες. Πέρασε στη συνέχεια και άλλα 6 χρόνια στη
φυλακή: μετά από την Κέρκυρα τον είδα σε επισκεπτήρια στην Αλικαρνασσό και στο
Ιτζεδίν, τέλος στην Αίγινα, όπου πιά μπορούσαμε να μιλάμε πιο άνετα.
Όλα αυτά τα χρόνια
αλληλογραφούσαμε, με τη σφραγίδα της λογοκρισίας από κάτω, εκείνος πολύ τακτικός
εγώ λιγότερο. Σιγά-σιγά, όπως και αργότερα όταν ήταν κρατούμενος επί Χούντας,
καταφέραμε να βρούμε και μερικούς κώδικες, για ζητήματα προσωπικά είτε
πολιτικά, που μας έδιναν τη δυνατότητα να συνεννοηθούμε κάπως καλύτερα. Αυτό
ιδιαίτερα φαίνεται μετά το ’68, στην περίοδο αναζήτησης νέων δρόμων στο κίνημα
γενικότερα μετά τη διάσπαση, όπου μετά και εγώ παίρνω μια δική μου πολιτική πορεία.
Παρά τις διαφορετικές επιλογές, και, σε μια περίοδο, παρά ορισμένες δικές μου
ιδεολογικές αγκυλώσεις, βρισκόμασταν σε κοντινούς δρόμους στο ζήτημα της
ανεξαρτησίας του κινήματος από την τότε ΕΣΣΔ, στα θέματα της ειρήνης, της
Ευρώπης, του ανεξάρτητου συνδικαλισμού, σε θέματα δημοκρατίας. Ήμασταν μαζί
όταν ήταν υποψήφιος Δήμαρχος στην Αθήνα το 1985, βρεθήκαμε μαζί στον Συνασπισμό
το 1989 και μετά στον ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Φιλίνης έμεινε
ενταγμένος σε όλη του τη ζωή σε μια πορεία που συνειδητά είχε αποφασίσει ήδη
μέσα στην Αντίσταση της Κατοχής ως μέλος τότε του ΚΚΕ και ΕΠΟΝίτης. Ζούσε πάντα
σαν μέλος αυτής της γενιάς, που ένωσε τον κόσμο ευρύτερα ενάντια στον κατακτητή
με όραμα ένα φωτεινό μέλλον. Για αυτή τη γενιά μίλησε στους στρατοδίκες του
όταν ανέφερε τον σκοτωμένο στην κατοχή συμμαθητή του στο Πολυτεχνείο Νείλο
Μαστραντώνη, που «αν ζούσε σήμερα θα ήταν ένας μεγάλος επιστήμων και ένας
μεγάλος μαθηματικός». Ο Ιάνης Ξενάκης που μαζί με άλλους διακόσιους αυτής της
γενιάς σώθηκε στο Παρίσι χάρη στον Οκτάβιο Μερλιέ με το ταξίδι του Ματαρόα,
έβλεπε στον Φιλίνη αυτόν που έμεινε από τους παλιούς συντρόφους του
Πολυτεχνείου μέσα στην Ελλάδα και συνέχιζε ως αγωνιστής και διανοητής. Νομίζω
ότι ο Φιλίνης ένοιωθε μέχρι το τέλος ένας τέτοιος εκπρόσωπος αυτής της γενιάς,
αναφερόμενος πάντα στους παλιούς του συντρόφους.
Όταν αργότερα γύρω στα 90
του χρόνια τινάζονταν ξαφνικά μετά τον ύπνο, έλεγε συχνά «πρέπει να φύγω, έχω
ραντεβού στον Πειραιά, με περιμένουν», το άκουσα πάνω στο προσκέφαλό του και εγώ
η ίδια, αλλά μου το έλεγε και η Ζωή, η γυναίκα του, που στάθηκε δίπλα του μέχρι
το τέλος.
Το ότι έχει βγει μαρξιστής μέσα από το κίνημα
της Εθνικής Αντίστασης, νομίζω ότι τον καθιστά ικανό μέχρι το τέλος της ζωής
του να αναγνωρίζει τον ρόλο των μαζικών κινημάτων και να προσβλέπει στην έννοια
της ηγεμονίας του Γκράμσι «δίχως προκαταλήψεις ταξικές, διαταξικές ή και
αταξικές», όπως ο ίδιος ο Φιλίνης λέει μέσα στη γνωστή του συνέντευξη για τον
Γκράμσι, που περιλαμβάνεται σε αυτόν τον τόμο με τα κείμενά του.
[Τα κείμενα της
Λουτσιάνας Κατσελίνα και Άννας Φιλίνη διαβάστηκαν στην παρουσίαση του βιβλίου,
στις 5 Οκτωβρίου 2015]
Μαριλένα Ζαμπούρα, Translated, μικτή τεχνική, 160 x 130 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου