ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΡΟΖΑΝΗ
Περικλής Γουλάκος, Δυτική Όχθη, 2009, μικτή τεχνική σε χαρτί, 57 x 70 εκ. |
ΦΩΤΗΣ ΚΑΓΓΕΛΑΡΗΣ, Το Βλέμμα και το Είναι στην Ψύχωση, εκδόσεις Άγκυρα, σελ. 400
Πώς
μπορούμε να σκεφτούμε το υποκείμενο; Με όρους επιθυμίας ή με όρους ριζώματος;
Και επιπλέον, τι συνδέει την επιθυμία με το ρίζωμα; Ο Φώτης Καγγελάρης, στο υπό
συζήτηση έργο του, αποφαίνεται: “Ο άνθρωπος ως υποκείμενο του σημαίνοντος είναι
επίσης υποκείμενο του εξαιρετικού ελληνικού σημείου ‘ριζικό’, και με την έννοια
της ρίζας ως καταγωγής, δηλαδή επιτέλεσμα της επιθυμίας του Άλλου, και με την
έννοια του πεπρωμένου, αφού το αίνιγμα που θα κληθεί να απαντήσει και,
ενδεχομένως, να λύσει είναι σε συνάρτηση με την έννοια της ρίζας ως καταγωγής.
Είναι ο αλγόριθμος της επίπτωσης της καταγωγής και του πεπρωμένου του
σημαίνοντος: ριζικό = αίνιγμα / επιθυμία Άλλου”.
Μπορούμε
να πούμε: το υποκείμενο ταυτίζεται με την επιθυμία του να είναι υποκείμενο,
αλλά συγχρόνως να είναι και επιθυμία του Άλλου. Μπορούμε, επίσης, να πούμε:
αυτό είναι ένα αίνιγμα, το οποίο το υποκείμενο αδυνατεί να λύσει, τόσο για τον
εαυτό του όσο και για τον Άλλον. Ίσως η οδός προς τη λύση -που δεν είναι,
βέβαια, η λύση- διέρχεται αναγκαστικά από την επιθυμία, οπότε το αίνιγμα στο
σύνολό του καθίσταται αίνιγμα περί της επιθυμίας ως σημαίνοντος κάποιου άλλου
σημαίνοντος, δηλαδή ως αλυσίδας σημαινόντων.
Αυτή
η αλυσίδα ίσως μας οδηγήσει στο ρίζωμα. Διότι πώς αλλιώς μπορούμε να εκλάβουμε
το ρίζωμα του υποκειμένου, παρά μόνον ως ρίζωμα της επιθυμίας του Άλλου μέσα
στο υποκείμενο; Ωστόσο, η ίδια η επιθυμία είναι “επιτέλεσμα της επιθυμίας του
Άλλου”. Αυτό, ασφαλώς, θα πρέπει να σημαίνει ότι η επιθυμία δεν είναι νόημα
αλλά σημασία, η οποία προβαίνει καθ' οδόν προς την άπειρη πληθυντικότητα. Η
επιθυμία του υποκειμένου να είναι υποκείμενο οδηγεί το υποκείμενο κατ'
ευθείαν προς την επιθυμία του Άλλου, είναι, δηλαδή, επιθυμία της επιθυμίας.
Επιθυμώ να είμαι υποκείμενο σημαίνει τελικά επιθυμώ την επιθυμία του Άλλου να είναι
υποκείμενο, και δεξιώνομαι αυτή την πληθυντική επιθυμία, “γραπωμένος” από
αυτήν, αποκαλύπτοντας το ρίζωμα ως καταγωγική περιοχή της επιθυμίας στην
επιθυμία του Άλλου, την οποία αποδέχομαι ως αναγκαία συνθήκη της δικής μου
επιθυμίας να είμαι υποκείμενο. Έτσι, ο Άλλος καθίσταται το αίνιγμα και της
επιθυμίας και του επιθυμητού.
Το
αίνιγμα αυτό ανατρέπει το Καρτεσιανό υποκείμενο, το υποκείμενο-είδωλο που
καθρεφτίζεται μέσα στον καθρέφτη του Εγώ, και κατ' αυτόν τον τρόπο, όπως
επισημαίνει ο Φώτης Καγγελάρης, “επινοείται ένας κόσμος εντός του οποίου
τοποθετείται το υποκείμενο ως υποκείμενο του εαυτού του”. Πράγματι, το αίνιγμα
του Άλλου, ως καταγωγής-ριζικού του υποκειμένου και της επιθυμίας του, ακυρώνει
το “άρα” του ergo
sum, έστω και αν
το cogito
ενθηκεύει ως αρχή του την ασάφεια - ασάφεια υπαρκτική- του Dubito. Εξάλλου, η ίδια η γλώσσα, με την
οποία το υποκείμενο επιχειρεί να εγκαθιδρύσει τον εαυτό του ως υποκείμενο,
θρυμματίζεται ως συμβολική σημασία μπροστά στο αίνιγμα της επιθυμίας του και
του επιθυμητού.
Πέραν
αυτού, ένα άλλο αίνιγμα εισχωρεί στο αίνιγμα: ο Emmanuel Levinas αποφαίνεται: “το επιθυμητό είναι
στο τέρμα, το επιθυμητό είναι τέλος”. Και προσθέτει, σα να θέλει να ερμηνεύσει
το αίνιγμα: “Η επιθυμία ως σχέση με τον κόσμο περιλαμβάνει μιαν απόσταση
ανάμεσα σε μένα και στο επιθυμητό και, συνεπώς, ανάμεσα σε μένα και στον χρόνο
που βρίσκεται μπροστά μου - και συνάμα μια κτήση του επιθυμητού που προηγείται
της επιθυμίας”.
Ποια
είναι η απόσταση ανάμεσα στο υποκείμενο και στο επιθυμητό του υποκειμένου; Και
με ποιον τρόπο πρέπει να εννοήσουμε το πρωτείο του επιθυμητού, το οποίο
προηγείται της επιθυμίας; Μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη στον Levinas, όταν αξιωματικά δηλώνει: “το
ασυνείδητο παίζει τον ιδιάζοντα ρόλο του 'πριν' από τον κόσμο”. Άρα, πρέπει να
εικάσουμε ότι το επιθυμητό κατοικεί το ασυνείδητο, δηλαδή κατοικεί μέσα στο
“πριν” του κόσμου και του υποκειμένου. Ακριβέστερα, είναι το “πριν” του
υποκειμένου. Αλλά το υποκείμενο μιλά μετά. Η γλώσσα του είναι η γλώσσα
του “μετά” και είναι η γλώσσα της επιθυμίας του και άρα η γλώσσα που δεξιώνεται
το αίνιγμα της επιθυμίας του Άλλου.
Πράγματι,
το επιθυμητό είναι το inconnu της
επιθυμίας και ως inconnu
προηγείται της επιθυμίας. Με λεβινασικούς όρους, θα λέγαμε ότι το επιθυμητό
είναι η ύπαρξη και η επιθυμία είναι το υπάρχον. Αλλά επειδή η επιθυμία είναι το
όντως υπάρχον, γι' αυτόν τον λόγο η ύπαρξη, δηλαδή το επιθυμητό, βρίσκεται
ταυτοχρόνως πριν και μετά την επιθυμία. Όπως βεβαιώνει ο Levinas, “αυτή η θέση του επιθυμητού πριν
και μετά την επιθυμία είναι το γεγονός ότι έχει δοθεί”.
Άρα,
θα πρέπει ασφαλώς να υποθέσουμε ότι το υποκείμενο και η άπειρη πληθυντικότητα
της επιθυμίας του να είναι επιθυμία του Άλλου, είναι μια δοσμένη
συνθήκη, μια ανθρώπινη συνθήκη που έχει χαριστεί. Το αίνιγμα είναι πάντα το
δοσμένο. Διότι το δοσμένο inconnu
του υποκειμένου, πριν και μετά την επιθυμία του, είναι πράγματι συνάρτηση του
Άλλου, και τελικά ενός Απολύτως Άλλου: ας τον ονομάσουμε Πατέρα - ένα κενό
σημαίνον που είναι μη αναγνωρίσιμο και βέβαια μη αναγώγιμο. Διότι το “πριν” δεν
μπορεί να ανάγεται στο “μετά”. Μπορεί μάλιστα αυτό να είναι το προπατορικό
αμάρτημα του υποκειμένου: πεπρωμένο του σημαίνοντος και συνάμα ριζικό.
Ο
Στέφανος Ροζάνης είναι καθηγητής Φιλοσοφίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου