8/11/15

Τρυφερές μαχαιριές στη σκουριά της λήθης

ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ

Ειρήνη Μπαχλιτζανάκη, Ντέξιον, 2015 (λεπτομέρεια)


ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΑΔΑΣ, Αφρικανική σκόνη, εκδόσεις Γαβριηλίδη, σελ. 277

Μετά από μια πρώτη ματιά στην Πάτρα και τα περίχωρα, ο Βασίλης Λαδάς έστρεψε το βλέμμα στους μετανάστες και τους πρόσφυγες, που πριν λίγα χρόνια ήρθαν στην πόλη, για να περάσουν στην Ιταλία και από κει στη δική τους γη της επαγγελίας. Στη ζωή τους και στις σχέσεις τους με τους ντόπιους και τις αρχές είναι αφιερωμένα δύο μυθιστορήματά του, το Μουσαφεράτ (2008) και το βραβευμένο, Παιγνίδια Κρίκετ (2012).
Ο Λαδάς εστιάζει εδώ στην Πάτρα. Στη μικρομέγαλη πόλη «μιας μικρομέγαλης χώρας ανώριμης να βρει τα βήματά της – μιας χώρας-παιδί», την εκτεθειμένη στην αφρικανική σκόνη. «Η ονομασία αφρικανική σκόνη (…) δόθηκε από τους μετεωρολόγους. Η μικρομέγαλη πόλη τη βροχή που έρχεται από την Αφρική κάθε άνοιξη και φθινόπωρο την δέχεται από αιώνες πρώτη και καλύτερη. (..) Αλλά η μικρομέγαλη πόλη δεν έχει χρόνο για επιστημονικές αναλύσεις (…).Το γκρίζο ήταν οικείο χρώμα. Στις προσόψεις των δημοσίων κτιρίων, στα κοστούμια των πολιτικών. Τα βιβλιοπωλεία πωλούσαν κατά δεκάδες γκρι ερωτικές ιστορίες με μισοκρυμμένες, μισοφανερωμένες στάσεις του σεξ. (..) Μια άλλη σκόνη φόβιζε την πόλη: η λευκή σκόνη της ηρωίνης»
Η ιστορία πολύπλοκη, δομείται γύρω από τρία πρόσωπα. Το δημοσιογράφο Μαντά, το συνταξιούχο μεγαλοδικηγόρο Μαρίνο και τον φυσικοθεραπευτή Χάρη. Και οι τρεις βιώνουν άσχημα τον άμεσο μικρόκοσμό τους. Ο Μαντάς, μοναχοπαίδι κυνηγημένου κομμουνιστή που μένει πιστός στις αρχές του, χάνει νωρίς τους γονείς του, η Θάλεια τον αφήνει. Η γυναίκα του Μαρίνου με τις δύο του κόρες ζουν στις ΗΠΑ, δεν βλέπει ποτέ τα εγγόνια του. Ο αμφιθαλής αδελφός του Χάρη, Θόδωρος βουτηγμένος στα ναρκωτικά, ο ετεροθαλής, Παπαθάνου, λαμόγιο, τοπική βεντέτα, κοντά στο να εκλεγεί βουλευτής με το Αριστερό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Γύρω από αυτόν τον μελαγχολικό κύκλο οργανώνεται ένας δεύτερος από ανθρώπους τελείως ετερογενείς, πολιτικά, κοινωνικά, επαγγελματικά, χτυπημένους άγρια από τη ζωή, με επίκεντρο το σύλλογο των παιδιών με αναπηρίες «πέρασμα». Όλοι μαζί δίνουν χρώμα στην πόλη, ομορφαίνουν τη ζωή όλων. Τους συνδέουν τα παιδιά με ειδικές ανάγκες, δικά τους ή άλλων.
Η ιστορία αρχίζει από ένα πραγματικό συμβάν. Ο Μαντάς ανακαλύπτει ότι στο βρεφοκομείο Πατρών δώδεκα έκθετα βρέφη πέθαναν από ασιτία γιατί οι υπεύθυνοι κρατούσαν τα τρόφιμα για λογαριασμό τους. Για τις ανάγκες της έρευνας, που του επιτρέπει να αποδιώξει για λίγο της σκιά της Θάλειας, συναντά στο κέντρο της πόλης τον Μαρίνο. Ξαφνικά αντικρίζει ένα εντυπωσιακό θέαμα. Ενήλικες συνοδεύουν κάτω από τις ζεστές ακτίνες του ήλιου δεκάδες παιδιά με αναπηρίες. Ο Μαντάς δεν αποκομίζει τίποτε για την έρευνά του αλλά ξεχνά τα δικά, εκστασιάζεται. «Η αλλεπάλληλη εισβολή συναισθημάτων από το πρωί έμοιαζε σαν να έγινε για να τον αφυπνίσει από τη νάρκη της ρουτίνας της δουλειάς και τους εγωισμούς του. (…) Μετά την εγκληματική αναλγησία κατά των βρεφών έβλεπε χειροπιαστή στοργή και αγάπη για άλλα παιδιά μειονεκτούντα και ανήμπορα.
Από δω ξεκινάει η καταβύθιση σε ένα κόσμο που ξαναδίνει στη συντροφιά το χαμόγελο. «Τι έχει αυτός ο κόσμος που οι άλλοι τους βλέπουν στο χείλος του γκρεμού κι αυτοί νοιώθουν πώς είναι σε μια αμμουδιά με γαλήνια θάλασσα μπροστά τους;» σκεφτόταν ο Μαντάς; «Γιατί είναι τόσοι χαρούμενοι;¨Ήταν χαρούμενοι με τα ασήμαντα». Η απάντηση που γίνεται το μότο όλων έρχεται από ένα «γεροντάκο παιδίατρο»: «Μην καταδικάζεις ποτέ ένα παιδί που χαμογελάει».
Στη συνθήκη αυτή ξετυλίγονται απροσδόκητα συμβάντα, αναπάντεχες συναντήσεις ανάμεσα σε άλλοτε ισχυρούς που τους ενώνει τώρα ο πόνος. Νεκροί από ναρκωτικά όπως ο Θόδωρος, δολοφονίες, απόπειρες δολοφονίας. Αλλά και πόθοι. Όπως αυτός του πολυτεχνίτη σαρανταπεντάρη Αφγανού Ναζίμ, ξέμπαρκου στην Πάτρα επί μια δεκαετία, με άπταιστα ελληνικά «Να παντρευτώ θέλω», «να παντρευτώ να κάνω παιδιά, οικογένεια». Σκηνές αλλιώς όπως σ’ όλη τη χώρα. «Αλλά ό,τι γινόταν στην Ελλάδα και στον κόσμο έμοιαζε απολύτως με την παρέλαση του καρναβαλιού. Με τους επισήμους στην εξέδρα, τα γκρουπ των αστών μπροστά και την ατέλειωτη σειρά των παιδιών των συνοικιών πίσω».
Η πόλη δεν ανησυχεί, συντηρείται από αυτά, φαντασιώνεται. «Η μικρομέγαλη πόλη γίνεται Σικάγο. Το ’λεγαν με τρόμο, αγανακτισμένοι. Όμως στη φωνή των αναλυτών κάτι έδειχνε ότι τους άρεσε που η πόλη ζούσε στα πρότυπα μεγαλουπόλεων του εγκλήματος. Ίσως να ήθελαν να είναι το σκηνικό γκανγκστερικών ταινιών. Να ακουστεί έτσι στα βραδινά δελτία ειδήσεων των μεγάλων καναλιών της πρωτεύουσας. Να βγει η είδηση κι έξω από την Ελλάδα. Να μην μοιάζει με μίζερη επαρχιακή πόλη με μονότονες ιδέες και απαράλλαχτες στη σειρά ασήμαντες ημέρες».
Γλώσσα ζωντανή, θαρρείς προφορική που δίνει τον τόνο στα δρώμενα. Ο Λαδάς δεν νοιάζεται να λειάνει τη γραφή. Ποτίζει τις λέξεις με συναισθήματα και λεπτό χιούμορ. Λέξεις μαχαιριές σε κακώς κείμενα, χθεσινά και σημερινά, αλλά χωρίς ίχνος ηθικολογίας και διδακτισμού. Ακόμη και στα πιο πικρά. Όταν πεθαίνει από άνοια ο Πρόεδρος, όταν η συνδικαλίστρια Αθηνά πέφτει θύμα απόπειρας δολοφονίας, όταν οι φίλοι μετά από μία «μαφιόζικη» παρέμβαση, σκανάρουν τα χαρτιά του Παπαθάνου, τα στέλνουν στα κόμματα και τον παροπλίζουν πολιτικά, όταν ο Χάρης αφήνεται στην άσπρη σκόνη. «Όπως ο ερημίτης κατάλαβε γιατί πήγε να το βρει ο Χάρης, έτσι και η Νατάσα κατάλαβε τι έγινε, κι ο Χάρης με τη σειρά του κατάλαβα ότι η Νατάσα τον μυρίστηκε. Δεν του είπε τίποτε, δεν του έκανε κατήχηση. Με το παράδειγμά της του υπενθύμισε ότι έχουν έναν σκοπό. Με τη σιωπή της τον βοήθησε να μην επαναλάβει το επικίνδυνο ταξίδι από το σήμερα στο χτες. Κι ο Χάρης δεν ξανακύλησε».

Η γεμάτη δύναμη γραφή ισορροπεί ένα κείμενο φορτωμένο με πρόσωπα και παράλληλες σκηνές μιας πολύβουης πόλης αιωρούμενης στο άγχος του επαρχιώτη και τη λαχτάρα να μπει για λίγο στο επίκεντρο. Ανάμεσα στο άγχος και τη λαχτάρα σταματά η αφήγηση. Ο Λαδάς μας αφήνει να καταλάβουμε ότι η ζωή τραβά την ανηφόρα. Το υπονοεί ο Μαντάς στη μέση της ιστορίας. «Τις βαριόταν τις συζητήσεις για τη μοίρα της Ελλάδας και τις πληγές της. Τις απέφευγε ακόμη κα με τους συναδέλφους του στην εφημερίδα. Καμμιά χώρα δεν έχει μοίρα, ούτε ανίατες ασθένειες». 

Δεν υπάρχουν σχόλια: