22/11/15

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος: Ο χρόνος του ονείρου και η αλήθεια του βίου

Χρήστος Βενέτης, Χωρίς τίτλο, 2015, μολύβι σε χαρτί, 30 x 40 εκ.



ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ

Ό,τι είναι υπαρκτό δεν είναι αληθινό. Αλήθεια και πραγματικότητα δεν συμπίπτουν. Χρειάζεται να λάβουμε αποστάσεις από την πραγματικότητα, να ταξιδέψουμε μέσα στον χρόνο για ν’ ανακαλύψουμε την αλήθεια όσων εμπειριών νοηματοδοτούν τη ζωή μας. «Ζούμε πια μέσα στον χρόνο». Η πικρή αυτή διαπίστωση του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου σε κάποια στιγμή των συζητήσεών μας, αποκαλύπτει την αλήθεια στην πιο αρχέγονη σημασία της. Η άρνηση της λήθης, η α-λήθεια,  αυτό το βάσανο της καθημερινής αναδρομής στο παρελθόν και της λοξής ματιάς στο μέλλον, κεντρίζει την αγωνία του ανθρώπου για τον κόσμο και τον αγώνα με τον εαυτό. Ο χρόνος ο αληθινός διαφέρει από τον χρόνο τον μετρήσιμο, είναι ο χρόνος της εμπειρίας κι όχι της πραγμάτωσης. Και η διάρρηξη του πραγματωμένου χρόνου είναι η έσχατη στράτευση.
Πάνω στα δοκίμια που ο Γεράσιμος συμπεριέλαβε σ’ ένα τομίδιο με τίτλο Η έσχατη στράτευση μπόρεσα σε μια κρίσιμη καμπή της νεότητάς μου, αφού διαπίστωσα πως δεν είμαι μόνος, ν’ ακουμπήσω γεμάτος θαυμασμό για τη λάμψη ενός πνεύματος το οποίο έκανε έφοδο στον ουρανό όταν ο περίγυρος της εποχής σερνόταν στη μαρξιστική αφασία που ‘θελε να κατασπαράξει την ύλη. Ήτανε αρχές της μεταπολίτευσης και χωμένος στην πίσω υγρή κάμαρα του Νικολάκη, στο βιβλιοπωλείο που ‘χε ανοίξει στο ημιυπόγειο της πλατείας Βικτωρίας, ψαχουλεύοντας στα βιβλία που ‘βγαζαν το άρωμα της υγρασίας, ανακάλυψα τις σημειώσεις. Κι από εκεί, ξεσκονίζοντας τη σωτήρια για την ψυχή γραφή αυτής της παρέας, ξεχώρισα τον Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο.

Στα ταραγμένα χρόνια της μεταπολίτευσης η ντρόγκα των πλατειών που γέμιζαν με ξέμπαρκους από την πολιτική νεολαίους συναγωνιζόταν την εξουσιομανή ντρόγκα των κομμάτων. Μαζί έκαψαν τα μυαλά τουλάχιστον δυο γενιών ανθρώπων κι έτσι φτιάχτηκε η πρωτοπορία της καταναλωτικής ουτοπίας που ερείπωσε τη χώρα. Σ’ αυτά τα χρόνια, σ’ αυτήν την εποχή ήταν λύτρωση ν’ ανακαλύψει κανείς μια εστία αντίστασης που μπορούσε να εμπνεύσει. Κι όχι μόνον∙ γιατί σήμερα μετά λόγου γνώσεως μπορώ να πω ότι η παρέα των σημειώσεων ξεπέρασε κατά πολύ τα όποια επαρχιώτικα σύνορα της ρωμιοσύνης, για να μπορεί να διεκδικεί μια θέση ζηλευτή στο δυτικό πνεύμα, και μάλιστα σ’ ένα είδος γραφής που θεωρήθηκε επικίνδυνο ώστε οι κομισάριοι του πνεύματος να σπεύσουν να το εξαφανίσουν: το δοκίμιο. Σκέψη, γλώσσα κι εμπειρία μορφοποιούνται σ’ αυτό, στρατεύονται στον πόλεμο κατά της αναλήθειας του πραγματικού για να εκφράσουν την υποκειμενική βούληση στην πιο αυθεντική της στιγμή.
Ακόμα και σήμερα κρατώ ζωντανό στη μνήμη μου το δοκίμιο του Λυκιαρδόπουλου για τον «Τόνιο Κρέγκερ» του Τόμας Μαν με θέμα «Ο δυϊσμός του φασισμού κι ο φασισμός της τέχνης». Αυτή η διεισδυτική μελέτη για την απόσταση και συνάμα την εγγύτητα του καλλιεργημένου αστού με τον φασισμό, για την κατάδειξη της αισθητικής απόλαυσης όσων ανθρώπινων ζωτικών στοιχείων  εξυμνεί ο φασισμός, την διαρκή αντινομία όσων δυνάμεων απαρτίζουν το πνεύμα  το οποίο δίνει μορφή στην ύλη, είναι έργο μιας διάνοιας που ελέγχεται μόνο από τη δημιουργική ικανότητα της φαντασίας: Η άπειρη ελευθερία της σκέψης και ο πεπερασμένος χώρος της εμπειρίας αντιμάχονται τα κανονιστικά υποδείγματα της λεγόμενης εργαλειακής  λογικής. Ο Γεράσιμος μ’ αυτό και μόνο το δοκίμιο μπορεί να κατέχει μια θέση στο πάνθεον των μαστόρων του είδους, ισάξια μ’ εκείνη ενός Άουερμπαχ ή Καρλ Κράους.

Η σκέψη του Γεράσιμου, εκφραζόμενη είτε με τον ποιητικό είτε με τον πεζό λόγο ως σχόλια ή δοκίμια, κινείται ανάμεσα στην κρίση της επικής συνείδησης –χαθήκαμε χωρίς να πέσει τουφεκιά-  και στην τραγικότητα της ύπαρξης: Τι να σου κάνει κι ο Μότσαρτ έξω από τις Αζόρες∙ κι όμως: «εφ’ όσον υπάρχει ο Μότσαρτ υπάρχει ακόμα ελπίδα» καταπώς έλεγε ο Γιάκομπ Τάουμπες. Ωστόσο η τραγική συνείδηση, ο απώτερος γόνος του Διαφωτισμού, δεν έχει για στήριγμα  την ελπίδα. Παραμένει μαχόμενη σε πείσμα της ιστορικά διαπιστωμένης ήττας των οραμάτων του νεοτερικού υποκειμένου ή για να’ μαι ακριβέστερος της νικηφόρας διαστροφής τους. Η κριτική του όψιμου παρελθόντος δεν επιτρέπει τον αφελή  εναγκαλισμό είτε με την ορμή για ζωή που αποθεώνεται σε μια κοινωνία μελισσών είτε μ’ έναν κομμουνισμό δίχως αντιφάσεις και συγκρούσεις που ‘ναι η ορμή του θανάτου.
Στον στοχασμό του Γεράσιμου θύτες και θύματα, εξουσιαστές και υπεξούσιοι δεν εποπτεύονται αφ’ υψηλού για ν’ απαλλαγούμε από την ευθύνη της στράτευσης. Από τις πρώτες παρεμβάσεις της νεότητας ίσαμε και σήμερα η διαλεκτική μιας νικηφόρας ήττας διαπερνά τον στοχασμό του. Στη μεταμοντέρνα κριτική του κομμουνισμού από τους σταλινίσκους της νέας τάξης, όσων με την ίδια ελαφρότητα εξυμνούσαν ίσαμε χθες τα σοσιαλιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, ο Λυκιαρδόπουλος γράφει στα σχόλιά του που δημοσιεύτηκαν με τίτλο Ο Κάντιος και τα Βαλκάνια: «…η μόδα των Παρισίων αποφάνθηκε ότι για τα εγκλήματα του Στάλιν φταίνε τα κατ’ εξοχήν θύματα του Στάλιν, δηλαδή οι κομμουνιστές. Μάθημα ιστορίας: υπάρχουν πάντα δύο παρατάξεις… Από τη μία τα θύματα, από την άλλη οι θύτες. Από την μία αυτοί που παίρνουν αποφάσεις∙ από την άλλη αυτοί τους οποίους αφορούν αυτές οι αποφάσεις. Δεν ‘ισοπεδώνω’ εγώ την πραγματικότητα. Την ισοπεδώνουν αυτοί που βομβαρδίζουν παιδιά κι αυτοί που σφάζουν γέροντες...»
Η χαζοχαρούμενη συζήτηση για το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων, που δημιούργησαν τους ολοκληρωτισμούς του εικοστού αιώνα, επισφραγίστηκε με τους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας κι αφορούσε κάποια ψόφια κουφάρια πάνω στα οποία έχτισαν καριέρες οι διανοούμενοι της πολιτιστικής και της ακαδημαϊκής βιομηχανίας. Ωστόσο το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων αν υπάρχει βρίσκεται αλλού, στις φυλακές της Ισπανίας: εκεί όπου όταν έγινε γνωστό το σύμφωνο Χίτλερ-Στάλιν πενήντα πάνω-κάτω φυλακισμένοι κομμουνιστές αυτοκτόνησαν. Κι όταν η πίστη επικυρώνεται με την αυτοκτονία τότε τελειώνει το έπος κι αναθρώσκουν τα πρώτα ίχνη της τραγωδίας.
Η μεγάλη αφήγηση που γεννά η κρίση της επικής συνείδησης και η μετάβαση στην τραγική είναι το θέμα που κατακλύζει  το παρακάτω απόσπασμα από την «Έσχατη στράτευση»: «Η άποψη», γράφει ο Λυκιαρδόπουλος, «πως κάθε επανάσταση κάποια στιγμή είτε συντρίβεται είτε κρατικοποιείται και στρέφεται εναντίον των ανωνύμων που την έκαναν δεν στοιχειοθετεί μια ‘μεταφυσική της ιστορίας’ αλλά διαπιστώνει μια ιστορική τραγωδία. Η τραγωδία είναι χωρίς κάθαρση και προκύπτει από το γεγονός πως καμιά ρεαλιστική εκτίμηση και καμιά αυτεπίγνωση δεν πείθει τον άνθρωπο ν’ αποσύρει ή ν’ ανακαλέσει τα βαθύτερα αιτήματά του. Αυτό το ‘παράλογο’ στοιχείο δημιουργεί τη δυστυχία και την ανθρωπιά του ανθρώπου».
Οι μορφές αυτής της τραγωδίας περιγράφονται από τον Τόμας Μαν -έναν φιλελεύθερο συγγραφέα με τον οποίο έχει συνεχή διάλογο ο Γεράσιμος, ακολουθώντας σε τούτο τα χνάρια του Λούκατς- στο Μαγικό Βουνό. Στην παγωμένη ατμόσφαιρά του ο χρόνος έκαμε στάση για να εκτυλιχθούν χάρη στην αρρώστια όσα πνευματικά ρεύματα ταλάνισαν τον δυτικό κόσμο στους νεότερους χρόνους. Από τους ήρωες του μυθιστορήματος ο Λυκιαρδόπουλος θα ξεδιαλέξει τον Νάφτα και τον Σετεμπρίνι για να αναλύσει «τα δικαιώματα του χρόνου επάνω μας». Στις φιγούρες των δύο αυτών ηρώων θα διακρίνει τον ουμανισμό του φιλελευθερισμού (ο Σετεμπρίνι) και την υπέρβασή του, τον εγελο-αντι-ουμανισμό, αν μου επιτρέπεται η έκφραση, του Νάφτα. Στη διαμάχη αυτών των δύο, στην ανταλλαγή επιχειρημάτων και στην αμοιβαία αλληλεπικάλυψη,  καθώς ανάλογα επιχειρήματα επικαλείται πότε ο ένας και πότε ο άλλος σύμφωνα με τις απαιτήσεις της πολεμικής, γίνεται ορατή η συνέχεια του φιλελευθερισμού στην υπέρβασή του, και συνάμα ο ολοκληρωτισμός του δέοντος είναι. Το τέλος αυτής της διαμάχης, στο οποίο θα σταθεί ο Γεράσιμος, είναι μια κίνηση προνεοτερική  -αριστοκρατική-, η μονομαχία των δύο ηρώων. Να υπενθυμίσουμε σ’ αυτό το σημείο την Εριστική Διαλεκτική του Σοπενχάουερ, για τον οποίο όταν όλοι οι τρόποι της διαλεκτικής έχουν εξαντληθεί σε μια συζήτηση το τελικό επιχείρημα για να επιβληθεί κάποιος είναι η άσκηση φυσικής βίας. Ο Νάφτα κι ο Σετεμπρίνι θα μονομαχήσουν. Ωστόσο ο Σετεμπρίνι θα πυροβολήσει στον αέρα, προκαλώντας και τον αντίπαλο να πράξει το ίδιο. Ο Νάφτα δεν θα τον ακολουθήσει∙ θα στρέψει το όπλο στον εαυτό του και θ’ αυτοκτονήσει.
Αυτή η αρχετυπική διαμάχη στο Μαγικό Βουνό φέρνει στον νου μιαν άλλη διαμάχη, εκείνη του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου με τον Παναγιώτη Κονδύλη. Η Παλιά και νέα θεότητα, όπως επιγράφεται στην έκδοση του Έρασμου, ξεπερνά κατά πολύ την αντίστοιχη του Μαγικού Βουνού τόσο ως προς τη συγκρότηση των αντιπάλων μα και ως προς την εμβέλειά της. Σε κάθε περίπτωση παραμένει μοναδική στα μεταπολιτευτικά δεδομένα για τα έσχατα προβλήματα με τα οποία καταπιάνονται οι δυο αντίπαλοι στοχαστές, και την παρακαταθήκη που αφήνουν σε όσους θα θελήσουν να τα αντιμετωπίσουν κατά πρόσωπο. Εκ πρώτης όψεως τούτη η διαμάχη μοιάζει σαν δυο παράλληλοι μονόλογοι, αλλά μια ενδελεχέστερη εξέταση αναδεικνύει πολλούς κοινούς τόπους. Το επίδικο είναι ασφαλώς η κριτική της ιδεολογίας, και μάλιστα στη διευρυμένη εκδοχή της που προβάλλει την αξίωση να συμπεριλάβει το σύνολο των κοσμοθεωρήσεων. Αμφότεροι λοιπόν εκκινούν έχοντας στο οπλοστάσιό τους τα βασικά εννοιολογικά όπλα που επεξεργάστηκε ο διαφωτισμός, με κορύφωμα τη μαρξική εκδοχή του και προβάλλουν την αξίωση να τον υπερβούν. Μ’ άλλα λόγια, αμφότεροι έχουν εγκαταλείψει το πεδίο της θεϊκής-θεολογικής νομιμοποίησης κι έχουν δεχτεί το πρωτείο του ανθρώπου και των ανθρώπινων σχέσεων. Στο πίσω μέρος της σκέψης τους υπάρχει ως δεδομένο ο πρωτεϊκός άνθρωπος, η ανθρώπινη βούληση που παράγει όσους νόμους θεωρούνται αναγκαίοι. Η αντιπαλότητα περιστρέφεται γύρω από το ζήτημα του χώρου της εμπειρίας και του ορίζοντα των προσδοκιών ως μια νομοτελειακή δομή της ανθρώπινης ύπαρξης. Η διαφορά και η σύγκρουση προκύπτει όταν ο μεν Κονδύλης προτάσσει την αντικειμενική αναγκαιότητα αυτής της δομής ως όπλο στον αγώνα για ισχύ, ο δε Λυκιαρδόπουλος επικαλείται την υποκειμενική ελευθερία της βούλησης ως νομοθέτη της εκάστοτε αναγκαιότητας. Ο αγώνας αυτός των οπισθοφυλακών διεξάγεται ωστόσο σ’ ένα έδαφος που ήδη είχε αποικιστεί από τον αντίπαλο. Έρχεται τη στιγμή που η απόσταση ανάμεσα στον χώρο της εμπειρίας και στον ορίζοντα των προσδοκιών έχει μειωθεί τόσο πολύ ώστε σχεδόν νάναι αδύνατο να διαχωρίσουμε τα όρια του ενός από τον άλλο ή να τρέφουμε αυταπάτες για όσες δομές μάς παρουσιάζονται ως εκπρόσωποι αυτού του διχασμού. Κοντολογίς είναι ένας αγώνας ενάντια στον παροντισμό, κρυμμένος πίσω από την προάσπιση του οράματος και την αναπαραγωγή μιας δομής που έχει απολέσει το υπερβατικό της στοιχείο. Είναι μια μονομαχία που το τέλος της ίσως δεν απέχει και πολύ από εκείνο που μόλις ανέφερα πιο πάνω…

Συνάντησα για πρώτη φορά τον Γεράσιμο στο βιβλιοπωλείο «χνάρι», όταν είχε πια φυλάξει το ναυτικό φυλλάδιό του. Ίσαμε τότε ελάχιστα είχα μάθει για κείνον από όσα κυκλοφορούσαν γενικά κι αόριστα. Έσπευσα να τον ρωτήσω για ένα βιβλίο του Καρλ Κορς που ‘χε εκδώσει στον «Έρασμο». Μου απάντησε βιαστικά κι ευγενικά, σαν ναυτικός θα έλεγα, με τον ίδιο τρόπο που ίσαμε σήμερα φέρεται στις κοινωνικές του σχέσεις. Στα σαράντα πάνω κάτω χρόνια που πέρασαν από τότε είχα την τιμή να γνωριστούμε και να με περιβάλλει με τη φιλία του. Σ’ αυτές τις προσωπικές στιγμές φιλίας άκουσα την αφήγησή του για μακρινά ταξίδια που ζηλεύει κάθε στεριανός, για τον πρώτο πλου. Ο δεύτερος μεγάλος πλους είναι το ίδιο το συγγραφικό του έργο, η ποίησή του. Με την ποίηση του Λυκιαρδόπουλου ζωογονήσαμε ατέλειωτα ξενύχτια συζητήσεων και πάνω της ακουμπήσαμε μέχρι εκεί που ο ίδιος δεν φαντάζεται. Μιλάω για μια μεγάλη κι αξεπλήρωτη οφειλή νοήματος ζωής. Ξέρω πως δεν αρμόζει να επεκταθώ στην προσωπικότητα του ανδρός όμως χρειάζεται να πω ότι ελάχιστοι είναι εκείνοι που σφράγισαν με τέτοιο σωκρατικό τρόπο το έργο της ζωή τους. Κι αν κάποιος γράφει αδιάψευστα για τούτο είναι ο Γεράσιμος:
Σχεδόν ογδόντα χρόνια
-είναι πολλά
αυτά που μας χωρίζουν

Με γέννησε το Μεταξουργείο
με άρπαξε από της Κατοχής τα δόντια
η Κεφαλλονιά
και με φανάτισε
………
ω πόλη
κατάσαρκα σε φόρεσα πριν σε προδώσω
σβήνοντας προς τα πίσω ένα-ένα
όλα μου τα βήματα στις στάχτες σου
ένοχος ενώπιον εμού του ιδίου
ότι επέζησα των ονείρων μου

(Αθήνα 1936-2013, σημειώσεις 78)

Δεν υπάρχουν σχόλια: