1/11/15

Χένινγκ Μανκέλ

«Το σκανδιναβικό μοντέλο, τελικά παραπάτησε»



ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΟΥΡΜΟΥΛΗ

Πριν από λίγο καιρό, χάσαμε έναν ομολογουμένως κορυφαίο συγγραφέα, ανεξαρτήτως είδους. Το ότι υπηρετούσε πιστά επί δεκαετίες το αστυνομικό μυθιστόρημα, ένα συκοφαντημένο κομμάτι της λαϊκής κουλτούρας που χάρις τον Μανκέλ απέκτησε ξανά την αίγλη του, κάνει την απώλεια του σημαίνουσα. Σεναριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, συνθέτης, συγγραφέας παιδικών βιβλίων, ο Μανκέλ ήταν μια διεισδυτική προσωπικότητα στα ευρωπαϊκά γράμματα, με σαφείς πολιτικές θέσεις που κινούνταν στον ευρύτερο χώρο της αριστεράς. Ένας άνθρωπος που προσέτρεχε άμεσα στα μέτωπα των παγκόσμιων αναταράξεων.
 Γεννήθηκε το 1948 στην Στκχόλμη, από αστική οικογένεια δικηγόρων. Η μητέρα του, παράτησε τον Μανκέλ και τ’ αδέρφια του σε πολύ μικρή ηλικία, κάτι που στοίχησε πολύ στον συγγραφέα. Ο παππούς του ήταν διάσημος συνθέτης κλασσικής μουσικής. Ο μικρός Χένινγκ δεν υπήρξε αυτό που λέμε «καλό παιδί». Παράτησε το σχολείο και αποβιβάστηκε στο Παρίσι, όπου δούλεψε όπου μπορεί να φανταστεί κανείς, για τα προς το ζην. Πήρε ενεργό μέρος στην εξέγερση του ’68, φυλακίστηκε για λίγο και γυρνώντας στα πάτρια εδάφη αποφάσισε να γίνει συγγραφέας. Ήρωές του, οι Κόνραντ και Μέλβιλ.

Από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, ο Μανκέλ κατάλαβε πως η φόρμα του αστυνομικού μυθιστορήματος ή τα «νέφη» τής νουάρ ατμόσφαιρας, ως στιλιστική επιτήδευση και μόνο, έχουν παρέλθει οριστικά. Η Ευρώπη άλλαζε με ταχείς ρυθμούς, ο αποικισμός έβρισκε νέο έδαφος να εκφραστεί, ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας ευφορούνταν από τους προσανατολισμούς μιας πληθυντικής αριστεράς, ο καπιταλισμός περνά ισχυρή κατασκευαστική κρίση τεντώνοντας τ’ αυτιά του προς την κατεύθυνση του οικονομικού φιλελευθερισμού.
Το αστυνομικό μυθιστόρημα με θαυμαστή προσαρμοστικότητα στην μεταπολεμική ευρωπαϊκή κοινωνία, εισερχόμενο στα νέα δεδομένα της συγκυρίας. Πολιτικοποιημένοι συγγραφείς εκτός ορθόδοξων τοιχών όπως οι Σγιέβαλ-Βαλέε, Μανσέτ, Μανκέλ, Λε Καρέ, Σιμενόν, Ιζό (το «πολάρ» ειδικότερα), αγκάλιασαν τις νόρμες του κλασσικού και hard boiled αστυνομικού μυστηρίου, μπολιάζοντας του με τις αναζητήσεις ενός κόσμου που κατέρρευσε και πρέπει να ξαναβρεί την ταυτότητα του.
 Εδώ ο Μανκέλ έβαλε τη σφραγίδα του, παρέα με τον διαβητικό, Κουρτ Βαλάντερ. Ένας τραχύς ντετέκτιβ με εξάρσεις εσωτερίκευσης, αυτοακυρούμενος πολλές φορές, σεσημασμένος αλκοολικός. Μια πορεία που οδηγεί ευθέως στην άνοια. Για αρκετούς ειδικούς και φίλους του Μανκέλ, η πορεία της Σουηδίας αποτυπωμένη σ’ ένα πρόσωπο. Στα βιβλία του το μεγαλύτερο μέρος της δράσης λαμβάνει χώρα στην Ίσταντ, μια αληθινή πόλη 18.000 κατοίκων στα παράλια της Βαλτικής. Κάθε χρόνο την Άνοιξη συρρέει κόσμος εκεί, για να έρθει σε επαφή με το φυσικό σκηνικό των Μανκέλ-Βαλάντερ. Με τα χρόνια δε, ήταν αδύνατο να βρει κάποιος απτές διαφορές σε επίπεδο χαρακτήρα ανάμεσα στους δύο άνδρες, τον συγγραφέα και τον ήρωα.
Ταξιδευτής μοναδικός ο Μανκέλ, που απείχε παρασάγγας από τον τυπικό τουρίστα φυσικά, μοίραζε τον χρόνο του μεταξύ της Στοκχόλμης και του Μαπούτο, της πρωτεύουσας της Μοζαμβίκης όπου εργάσθηκε ως διευθυντής ενός τοπικού θεάτρου. «Ήθελα πάντοτε να βρω ένα ορμητήριο στην Αφρική, για να δω τα πράγματα πέρα από τον ευρωπαϊκό εγωκεντρισμό». Aπαντούσε σε όσους τον ρωτούσαν. Η διαμονή του στην Μοζαμβίκη, βοήθησε σε μεγάλο βαθμό να αντιληφθεί εν τη γενέσει του, το ζήτημα της μετακίνησης των πληθυσμών και της κακομεταχείρισης των μεταναστών στην Σουηδία. Ένα θέμα που επανειλημμένως ο Μανκέλ είχε προβεί σε ρηξικέλευθες δημόσιες τοποθετήσεις.
Οι υποθέσεις τις οποίες αναλάμβανε ο Βαλάντερ, εμπεριείχαν ρατσιστικά εγκλήματα, ναρκωτικά, παιδοφιλία, κρατική διαφθορά στα όρια της παράνοιας, εταιρική κατασκοπεία (και όχι μόνο), εργολαβικές εκκαθαρίσεις ανάμεσα σε πολιτευτές, φτώχεια. Όχι ακριβώς ότι φαντάζεται ο μέσος Ευρωπαίος πολίτης για την ουτοπία του Σκανδιναβικού μοντέλου. Ο Μανκέλ που αυτοπροσδιοριζόταν ως «ανθρωπιστής σοσιαλιστής», το είχε επισημάνει από τα πρώτα του βήματα. Οι διαφωνίες του με τον Ούλοφ Πάλμε, είχαν ως αντικείμενο τις «τρύπες» στην δομή του συστήματος. Κυρίως πάνω στον τομέα της ελαστικής σχέσης με τα πελατειακά δίκτυα και τους μεσάζοντες, σε μια κοινωνία όπου κυριαρχεί ο σκεπτικισμός ενώ διατηρεί μια καστοποιημένη φόρμα δημόσιας διοίκησης.
Ο Μανκέλ εξομολογούνταν συχνά πυκνά, πως χρειάστηκε να «ασπαστεί» την καλβινιστική μέθοδο για να αποκτήσει την αναγκαία μαθηματική πειθαρχεία για τους κειμενικούς ορίζοντες της πλοκής των βιβλίων του. Οικοδομούσε τα έργα του ανάποδα. Από το τέλος προς την αρχή. Για τον ίδιο τον συγγραφέα το αστυνομικό μυθιστόρημα δεν είχε καμία συνάφεια με την φυγή από την πραγματικότητα. Ήταν περισσότερο μια κοινωνική δράση. Ένα οξύ σχόλιο για την εξαχρείωση, την λεηλασία της ανθρώπινης ψυχής και φυσικά την άγρια εκμετάλλευση των ζωτικών πόρων του συλλογικού γίγνεσθαι.
Ένας διανοούμενος που δεν δίσταζε να λέει σε όλους του τόνους, πως εύχεται κάθε ιστορία του να είναι μια ελάχιστη πράξη αντίστασης. Ας θυμηθούμε μερικούς σημαντικούς τίτλους του, που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά από τις εκδ. Ψυχογιός, δίνοντας έτσι τον λόγο στους αναγνώστες να ανακαλύψουν εκ νέου το έργο ενός μεγάλου ουμανιστή και μάστορα του νουάρ: «Τα σκυλιά της Ρίγα», «Το φθινόπωρο του Κουρτ Βαλάντερ», «Ματωμένα ίχνη», «Firewall», «Ο άνθρωπος από το Πεκίνο», «Πριν πέσει η παγωνιά», «Ένα βήμα πίσω».

Ο Νίκος Κουρμουλής είναι κριτικός λογοτεχνίας 

Δεν υπάρχουν σχόλια: