ΤΟΥ
ΦΟΙΒΟΥ ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟΥ
Περικλής Γουλάκος, Η βασίλισσα των νάνων, 2014, λάδι σε ξύλο και πανί, 100 x 170 εκ. |
Αν
θεωρήσουμε τις μεγάλες εκδοτικές επιχειρήσεις ως τη βιομηχανία μιας
επιβεβλημένης γνώσης, δεν μπορεί παρά να εκλάβουμε ως «φυσιολογική», απ’ τη
μεριά του αναγνώστη, μια αυθόρμητη κίνηση άμυνας, ίσως και φυγής από την όλο
και μεγαλύτερη εισβολή τίτλων, την έσχατη, παραπλανητική άρνηση αυτής της
αντικειμενικής μαζικοποίησης και υποβάθμισης της κουλτούρας μας, που γεννιέται
από τη σύγκλιση ανάμεσα στην έντυπη και τη γραπτή πληροφόρηση, ανάμεσα στα mass media και την εκδοτική βιομηχανία, σε διαστάσεις
όλο και περισσότερο ανησυχητικές.
Με τις έννοιες της μαζικοποίησης και
της υποβάθμισης, προσδιορίζεται αυτό το είδος ελεύθερης αγοράς (φυσικά, δεν
είναι καθόλου ελεύθερη), που αρνείται στον χρήστη την όποια δυνατότητα
επιλογής. Όπως το ραδιοτηλεοπτικό μέσο επιβάλλει τον πολιτισμικό ορίζοντα όπου
προκαθορίζεται κάθε επιλογή του «καταναλωτή», έτσι και οι εκδόσεις, τουλάχιστον
οι θεσμοθετημένες σε μεγάλα μονοπωλιακά μπλοκ, «κάνουν» τη γραπτή κουλτούρα της
Ελλάδας του σήμερα, πλάθουν τον αναγνωστικό πληθυσμό, διοχετεύοντάς τον προς
σαφείς συναινέσεις και με τρόπους μόνον επιφανειακά διαφοροποιημένους.
Σ’
αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, και με χαρακτηριστικά
όλο και περισσότερο άμεσα, αυτό που ονομάζουμε «αγορά των γραμμάτων»: και σε
τούτη την περίοδο ωρίμασε αυτό το μετα-καπιταλιστικό φαινόμενο μιας επεκτατικής
υπόθεσης της κουλτούρας, για την οποία κάθε είδος γνώσης ταυτίζεται με το μέσο
επικοινωνίας και κατ’ επέκταση κάθε εξέλιξη της επικοινωνιακής τεχνικής
καθορίζει τη μοίρα κάθε τύπου κουλτούρας. Στους ιστορικούς και τους
κοινωνιολόγους του μέλλοντος θα φανεί «φυσιολογικό» το γεγονός ότι για να
ανασκευάσουμε τη γραπτή κουλτούρα μας των τελευταίων δεκαετιών, θα πρέπει ν’
αναμετρηθούμε με τις επιλογές της αγοράς, δηλαδή με τις αποφάσεις των εκδοτικών
συμβούλων, μέσα από την «καταναλωτική» λογική.
Αν τα πράγματα εξελιχθούν κατ’ αυτό
τον τρόπο, για όποιον έχει την πρόθεση ν’ ανασκευάσει ένα μέρος της ιστορίας
των καιρών μας, πιο δύσκολο θα είναι να κάνει τον κριτικό αναγνώστη σ’ αυτή την
μεταβατική περίοδο, όπου δεν υπάρχει κανένα ανταγωνιστικό πλαίσιο, ενώ
προτείνονται, ή μάλλον επιβάλλονται, υποχρεωτικά αναγνώσματα. Την περίοδο της
δικτατορίας και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’70, υπήρξε μια ισοδύναμη
σχέση μεταξύ εκδότη και αναγνώστη: η πολιτική λογοκρισία, είχε πάντα την
υποστήριξη του κράτους, στην οποία αντιτασσόταν, περισσότερο ή λιγότερο
συνειδητά, αυτό το είδος κριτικής προσοχής που είχε τις ρίζες της στην ευαισθησία
ενός κοινού που δεν ήταν ακόμη μαζικοποιημένο. Η κατάσταση έμεινε η ίδια μέχρις
ότου η Ελλάδα εντάχθηκε στην επανάσταση της τεχνολογικής πληροφόρησης. Από τη
στιγμή αυτή, η ανάγνωση έγινε περισσότερο ένα γεγονός συλλογικής συμπεριφοράς,
εξαρτώμενο από τους νόμους της αγοράς. Ο υποψιασμένος
αναγνώστης, που είχε μερικά σημεία αναφοράς πολιτικο-ιδεολογικού χαρακτήρα
στις δεκαετίες του ’80 και ’90, βρίσκεται σήμερα σ’ ένα εκδοτικό μάγμα με
ακαθόριστα πολιτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά και διατρέχει τον κίνδυνο να
βρεθεί μπλεγμένος σε μια πολιτισμικο-εκδοτική αλλαγή πλεύσης, που έχει όλα τα
δεδομένα του ιδεολογικού αποπροσανατολισμού.
Ο
σημερινός αναγνώστης βρίσκεται σ’ εκείνη τη ζώνη που μπορεί να του φανεί
ελεύθερη από πολλαπλές και αδέσμευτες επιλογές, που έχει όμως την τραγική όψη
μιας μαζικοποίησης ολοκληρωτικά αλλοτριωμένης. Στη θέση του συλλογικού
διανοούμενου, πάνω στον οποίο μια πολιτισμικά ώριμη κοινωνία θα ήταν δυνατόν να
παίξει τα ισχυρότερα χαρτιά της, έχουμε μπροστά μας την κατανάλωση του
πολιτισμικού προϊόντος που μπήκε στη δίνη του καταναλωτισμού, κι έτσι αυτό το
προϊόν προορίζεται σε μια προκαθορισμένη αγορά, που βρίσκεται πέρα από κάθε
δυνατή κριτική αντιπαράθεση. Και, βέβαια, έρχεται αυτόματα στο νου η σύγκριση
ανάμεσα σ’ έναν καλό συγγραφέα με ελάχιστη επιτυχία κι έναν συγγραφέα best-sellers με ελάχιστη λογοτεχνική βαρύτητα, κι είναι μια σύγκριση που
δίνει την ιδέα του πόσο σημαντική είναι η υποστήριξη ενός ισχυρού εκδοτικού
οίκου για να φουσκώσει και να διατηρήσει στη ζωή ένα «εκδοτικό» φαινόμενο.
Αυτά
τα φαινόμενα όμως, είτε πρόκειται για υποτιθέμενες «ανακαλύψεις», εκπληκτικά
λανσαρίσματα ή αμφίβολες μεταφράσεις, δεν αποδεικνύει μόνο την
οικονομικο-πολιτική δύναμη ενός εκδότη, αλλά και την επιρροή του σ’ ένα καθαρά
πολιτισμικό επίπεδο: ένας ανύπαρκτος συγγραφέας μπορεί να πουλά, όπως θα
εξακολουθεί να επιβιώνει ένας συγγραφέας άλλων εποχών, και μπορεί να γεμίζει τα
ταμεία κι ένας συσσωρευτής κοινοτοπιών, γιατί δεν θα τους εξασφαλίζει μόνο το
επιφανές εκδοτικό όνομα, αλλά και οι εφεδρείες των «δημόσιων αναγνωστών» που
τους διαδίδουν και τους εξευγενίζουν. Και είναι εμφανές σε όλους πόσο ο κόσμος
του βιβλίου καθρεφτίζεται σ’ εκείνο των εφημερίδων και των περιοδικών, σ’
εκείνη την «μαχόμενη» κουλτούρα που λειτουργεί σαν φίλτρο ανάμεσα στις εκδόσεις
και το κοινό. Οι κριτικοί που εξασφαλίζουν και καθιερώνουν τις πωλήσεις, είναι
οι ειδικοί που απαγγέλλουν τα διάφορα μέρη της εκδοτικής κωμωδίας, συνειδητά
προσκολλημένοι στη λογική του εκδοτικού κέρδους, έτοιμοι ν’ ανοίξουν το δρόμο
μέσα από τη ζούγκλα των προϊόντων που περιμένουν τον σπόνσορα.
Αυτή η κατάσταση, συνοπτικά
σχηματοποιημένη, έχει τα χαρακτηριστικά της καταναλωτικής αντικειμενικότητας,
στα οποία θα ήταν άσκοπο να αντιπαραθέσουμε τους κανόνες του καλού γούστου ή
την βιβλιο-παραγωγική ηθική. Πρόκειται για ένα ιδεολογικό και εμπορικό
φαινόμενο, κλασικό για τις καπιταλιστικές δομές διεθνών διαστάσεων, που κατασκευάζεται
πάνω σε ορισμένα κοινωνικά φαινόμενα. Ο αναγνώστης, μόνο αν απαρνηθεί αυτή την
εμπορική οπτική κι αρχίσει να διαβάζει και να σκέφτεται σ’ έναν πιο πλατύ
ορίζοντα και με προοπτική, μπορεί να αναλάβει έναν κριτικό ρόλο στη
μαζικοποιημένη παθητικότητα ή στην εκδοτική εκμετάλλευση, δηλαδή να γίνει
συνειδητός φορέας του εκδοτικού φαινομένου ως στοιχείο ενός πολιτισμικού
προγράμματος, που θα έχει τα χαρακτηριστικά της μεταβατικότητας, κι έτσι θα
καταφέρει ν’ αναρωτηθεί και να προσπαθήσει να επεξεργαστεί απαντήσεις για τους
πολιτικούς στόχους, που η κουλτούρα ως μέσο επικοινωνίας ανάμεσα στα άτομα και
τις κοινωνικές ομάδες, έχει σ’ αυτό τον κόσμο κυριευμένο από τον νόμο της
αλλοτρίωσης.
Το να ξεκινάς μια μάχη ενάντια, και
μέσα, στην αυτοκρατορία των εκδόσεων, δεν σημαίνει να αναζητάς προϊόντα
ποιότητας σε αντιπαράθεση προς την ουδετερότητα των συσκευαστών, αλλά να
προσπαθείς να ρίξεις τις βάσεις για να δημιουργήσεις ένα καινούριο κοινό
αίσθημα: και δεν αντιμετωπίζεται το λούστρο των εκδόσεων προγραμματίζοντας το
«φτηνό και καλό» βιβλίο. Θα πρέπει μάλλον να υποδείξεις τον ρόλο που έχει το
βιβλίο στην προοπτική μιας ιστορικής φάσης, να κάνεις την κουλτούρα ένα είδος
αυτοδιάγνωσης, που θα αντικαθιστά στη διασκέδαση ή στην συγκατάθεση, μια
μεγαλύτερη αυτονομία των παραγωγικών μηχανισμών, στην προσπάθεια να
δημιουργήσεις τις προϋποθέσεις για μια
πραγματική επικοινωνία, που θα φιλτράρει πέρα από τις ιδεολογικές και
βιομηχανικές συμβατικότητες, και θα ξαναβρίσκει τις ανάγκες του κοινού που
έχουν καταπατηθεί απ’ αυτή την οργάνωση της παραγωγής και της ζωής.
Αντικαθιστώντας
τον σύγχρονο οικονομικισμό πάνω στον οποίο βασίζεται μια κάποια κοινωνιολογική
κριτική με την ανάκτηση μιας κριτικής αντιπαράθεσης και την μαιευτική
ενδυνάμωση μιας ανάγνωσης, μπορεί να δοθεί ένας πολιτικός λόγος στον εφήμερο
ρόλο εκείνου που παρεμβάλλεται ανάμεσα στον κόσμο της γνώσης και τον κόσμο της
παραγωγής.
Μόνο αν μπορέσει να φέρει σε πολιτικό
επίπεδο τη διαφορετικότητά του, ο κριτικός αναγνώστης θα καταφέρει ν’ αντέξει
στη σύγκρουση με την αγορά των γραμμάτων, χωρίς αυτό να σημαίνει υποχρεωτικά
κοινωνιολογική υποτέλεια ή υποκειμενική άρνηση. Και από εδώ θα μπορούσε να
ξεκινήσει ο δρόμος ή το μονοπάτι που οδηγεί στην εξυγίανση της κουλτούρας, που
εδώ και χρόνια φυτοζωεί στη σκιά της πολιτισμικής βιομηχανίας της άρχουσας
ιδεολογίας, εκείνης της κουλτούρας που με τον κομματικό δογματισμό φαίνεται ν’
ανακάλυψε τα ευεργετικά αποτελέσματα του εκλεκτισμού, κλίνοντας προς μια
ουδετερότητα, που είναι απόδειξη πολιτισμικής πολιτικής ανικανότητας. Αυτή όμως
η επιλογή για την απλή επιβίωση, τοποθετείται στην αντίθετη πλευρά της
ηγεμονικής έντασης, με τους όρους που της επιβάλλουν οι τεχνολογικοί και
ιδεολογικοί μετασχηματισμοί, και μια νέου τύπου κοινωνική σύγκρουση στην τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα
και τις πρώτες του 21ου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου