ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΛΑΖΟΥ
Το Σεπτέμβριο 1944 τα γερμανικά στρατεύματα άρχισαν
πιεζόμενα την υποχώρησή τους από την Ελλάδα με κατεύθυνση προς βορρά. Η
προέλαση του Κόκκινου Στρατού και η είσοδός του στα Βαλκάνια σε συνδυασμό με την
αγγλοαμερικανική απόβαση στη Νορμανδία και την επιτυχημένη πορεία των
συμμαχικών στρατευμάτων στην ιταλική χερσόνησο απειλούσαν να περισφίξουν σε
κλοιό τα Βαλκάνια και έφερναν τον πόλεμο στις πύλες της Γερμανίας.
Η επικείμενη απελευθέρωση της Ελλάδας έθετε στο επίκεντρο
το ζήτημα της δομής της μεταπολεμικής
εξουσίας. Μέσα
από την Αντίσταση κατά των αρχών Κατοχής είχαν αναδειχθεί νέες κοινωνικές
δυνάμεις οι οποίες οι οποίες με προεξάρχον το ΕΑΜ, ένα ευρύ μέτωπο
κομμουνιστών, σοσιαλιστών και φιλελεύθερων, εφάρμοζαν ριζικούς πολιτικούς,
κοινωνικούς και οικονομικούς μετασχηματισμούς στις εκτεταμένες περιοχές που
είχαν απελευθερώσει πολύ πριν οι κατακτητές εκκενώσουν οριστικά τη χώρα. Ο
αντιστασιακός αγώνας που είχε ξεκινήσει με πολιτική πρωτοβουλία του ΚΚΕ ως
απάντηση στην απώλεια της ανεξαρτησίας και της τρομοκρατίας που ασκούσαν οι
κατακτητές και οι συνεργάτες τους, έθετε εκτός από την απελευθέρωση της
χώρας κοινωνικούς και πολιτικούς
στόχους, οι οποίοι συνοψίζονταν στο αρκετά ευρύ σύνθημα «Λαοκρατία».
Στον αντίποδα των ΕΑΜικών δυνάμεων ο παλαιός
πολιτικός κόσμος, συσπειρωμένος γύρω από την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του
Καϊρου και το βασιλιά Γεώργιο Β, επιδίωκε την επιστροφή του στην πολιτική σκηνή
στηριζόμενος στη βρετανική διπλωματία και όπλα.
Και ενώ ο ΕΛΑΣ επιτίθονταν στους υποχωρούντες Γερμανούς
προξενώντας τους μαζικές απώλειες αλλά και σε όσα Τάγματα Ασφαλείας αρνήθηκαν
να παραδοθούν, βασικός στόχος των Βρετανών και των αστών πολιτικών ήταν και η
ομαλή επάνοδός τους στη χώρα και ο έλεγχος του ΕΛΑΣ τις παραμονές της
απελευθέρωσης, ώστε να μην καταλάβει την εξουσία.
Το ΕΑΜ έχοντας ευρύτατη λαϊκή στήριξη και πολιτική
δυναμική προσέβλεπε στη δημιουργία μιας αστικής δημοκρατίας, όπου θα υπήρχε
ελευθερία πολιτικής δράσης, και προωθούσε την πολιτική της εθνικής ενότητας και
της δημοκρατικής ομαλότητας. Η συνέχιση του Β Παγκοσμίου Πολέμου σε άλλα
μέτωπα, οι διεθνείς συσχετισμοί δυνάμεων, οι πιέσεις των εταίρων του ΚΚΕ στο ΕΑΜ
και εξωεαμικών συνεργατών, οι σοβιετικές υποδείξεις αλλά και τα όρια και οι
δυνατότητες της Ελεύθερης Ελλάδας δεν άφηναν πολλά περιθώρια για επαναστατική
κατάκτηση της εξουσίας.
Όσο
και αν κατακρίθηκε η απόφαση από το ίδιο το ΚΚΕ μεταγενέστερα, η ιστορική
πραγματικότητα παραμένει ότι το ΕΑΜ, και μέσω αυτού το ΚΚΕ, δέχθηκε να
προσέλθει σε διαπραγματεύσεις με τους αστούς πολιτικούς και να υπογράψει το Σύμφωνο
του Λιβάνου τον Μάιο 1944, παρά τη συγκρότηση 2 μήνες νωρίτερα της ΠΕΕΑ, της
«Κυβέρνησης του Βουνού», και την ανοιχτά εχθρική στάση των εκπροσώπων των
αστικών κομμάτων απέναντι στους αντιπροσώπους του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, ΚΚΕ και ΠΕΕΑ στη
διάρκεια των συνεδριάσεων στο Συνέδριο του Λιβάνου. Παρά ακόμα τις διαφωνίες
τμήματος της ηγεσίας του, το ΕΑΜ/ΚΚΕ προσχώρησε στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας
αντιμετωπίζοντας συνεχώς τη δυσπιστία των αστών πολιτικών ως προς τις προθέσεις
του οι οποίοι εκλάμβαναν αυτούς τους συμβιβασμούς και υποχωρήσεις ως ένδειξη
αδυναμίας.
Υπό την επίπλαστη
ενότητα της κυβέρνησης Παπανδρέου το ΕΑΜ υπέγραψε ακόμα και τη Συμφωνία της
Καζέρτα στις 26 Σεπτεμβρίου 1944 στην οποία συνομολογήθηκε ότι όλες οι δυνάμεις
των ανταρτών, και άρα ο ΕΛΑΣ, υπάγονταν μέσω της κυβέρνησης στις διαταγές του βρετανού
αντιστράτηγου R. Scobie. Με την ίδια συμφωνία ο στρατηγός Π. Σπηλιωτόπουλος
ορίστηκε διοικητής όλων των δυνάμεων στο λεκανοπέδιο της Αττικής ενώ ο ΕΛΑΣ διατάχθηκε
να κρατήσει τις δυνάμεις του έξω από τα όρια της Αττικής. Τα Τάγματα Ασφαλείας
κατονομάστηκαν ως όργανα του εχθρού και αποφασίστηκε ότι σε περίπτωση μη
παράδοσής τους θα αντιμετωπιζόταν ως εχθρικά τμήματα.
Η Συμφωνία της
Καζέρτα εντάσσονταν τυπικά στα πλαίσια της Επιχείρησης «ΜΑΝΑ», η οποία αποφασίστηκε
στις αρχές Αυγούστου 1944 και προέβλεπε την αποστολή με τη συγκατάθεση των
Αμερικανών και Σοβιετικών βρετανικής δύναμης 10.000 ανδρών στην Ελλάδα αμέσως
μετά τη γερμανική υποχώρηση. Το βρετανικό σχέδιο εκτός από την άμεση συγκρότηση
συσσιτίων για προφανείς προπαγανδιστικούς λόγους, περιλάμβανε την αποστολή
οπλισμού στον Σπηλιωτόπουλο για την ενίσχυση της Χωροφυλακής, της Αστυνομίας
και αντιεαμικών οργανώσεων στο κέντρο της Αθήνας.
Παρά τις
καταγγελίες για απόδοση μέρους του βρετανικού οπλισμού στη δοσιλογική οργάνωση
Χ και άλλες αντικομμουνιστικές οργανώσεις
και παρά τις πληροφορίες για πραξικοπηματική απόπειρα κατάληψης της
εξουσίας από δωσίλογους, βασιλικούς αντικομμουνιστές με τη συνεργασία της
κατοχικής κυβέρνησης, αστών πολιτικών και Βρετανών, το ΕΑΜ/ΚΚΕ με κάθε ευκαιρία
υπογράμμιζε τον προσανατολισμό του στη γραμμή της νομιμότητας. Λίγες μόλις
μέρες πριν την απελευθέρωση της πρωτεύουσας προκήρυξη του Πολιτικού Γραφείου
της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ που δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη στις 6
Οκτωβρίου 1944 επισήμανε πως η εξασφάλιση της τάξης και της ομαλής πολιτικής
ζωής είναι ύψιστο εθνικό καθήκον και καλούσε όλους τους αγωνιστές να δείξουν
ύψιστο βαθμό πειθαρχίας και αυταπάρνησης.
Η απελευθέρωση
της Αθήνας σε αντίθεση με ότι συνέβη στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, όπου
σημειώθηκαν αιματηρές αντεκδικήσεις, πραγματοποιήθηκε αναίμακτα. Δυναμικά
αντιμετωπίστηκαν όσα Τάγματα Ασφαλείας δεν παραδόθηκαν, ως όφειλαν, καθώς από
το Σεπτέμβριο 1944 στην Πελοπόννησο έως το Νοέμβριο 1944 στο Κιλκίς ο ΕΛΑΣ
έδωσε σκληρές μάχες εναντίον τους. Όπου αυτό δεν έγινε, οι ταγματασφαλίτες και
οι συνεργάτες των κατακτητών αποτέλεσαν τη «χρυσή εφεδρεία» στην προσπάθεια των
αστικών πολιτικών δυνάμεων και των Βρετανών προστατών τους να καταπνίξουν το
ΕΑΜικό κίνημα. Με αυτό τον τρόπο ξέπλυναν τις αμαρτίες τους στην κολυμπήθρα της
εθνικοφροσύνης καθιστώντας την «Εθνική Νέμεση» σύνθημα άνευ περιεχομένου.
Οι μεγάλες
συγκεντρώσεις της Απελευθέρωσης της Αθήνας έγιναν με πάνδημη λαϊκή συμμετοχή
και γνήσιο ενθουσιασμό. Το ΕΑΜ απέφυγε τις προκλήσεις εναντίον του, με πιο
χαρακτηριστικό παράδειγμα την επίθεση ένοπλων δοσίλογων εναντίον ΕΑΜικής
διαδήλωσης στην Ομόνοια στις 15 Οκτωβρίου που είχε ως αποτέλεσμα 7 νεκρούς και
δεκάδες τραυματίες, μένοντας πιστό στις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει έναντι της
κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας.
Τα προτάγματα
ωστόσο «ΕΑΜ – Λαοκρατία» αφενός και «Μεγάλη Ελλάς» αφετέρου ήταν αδύνατο να
συγκεραστούν. Οι διαφορετικές πραγματικότητες και προσδοκίες που εξέφραζαν
αποτύπωναν το βαθύ ταξικό διχασμό στη βάση της ελληνικής κοινωνίας. Η εθνική
ενότητα, την οποία ευαγγελίζονταν όλες οι πολιτικές δυνάμεις, δεν ήταν παρά ένα
λεκτικό σχήμα το οποίο δεν μπορούσε να καλύψει τη δυναμική της κοινωνικής
σύγκρουσης.
Και ενώ στην
Αθήνα έφτανε στις 18 Οκτωβρίου με «καθυστέρηση ασφαλείας» ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου
συνοδευόμενος κατά πόδας από τον Σκόμπι, προκειμένου να εγκαταστήσει την
Κυβέρνηση και να αναλάβει την εξουσία, το «κράτος της Αθήνας» λίγη σχέση είχε
με την υπόλοιπη Ελλάδα. Στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας κυριαρχούσε το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ
το οποίο ήδη από την περίοδο της Κατοχής είχε απελευθερώσει εκτεταμένες
περιοχές της ορεινής Ελλάδας. Με την υποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων ο
ΕΛΑΣ εισέρχονταν απελευθερωτής στις πόλεις και στα χωριά και εδραίωνε την
εξουσία του εφαρμόζοντας τις αρχές της λαοκρατίας και εγκαθιστώντας τις αρχές
της λαϊκής αυτοδιοίκησης εξασφαλίζοντας την τάξη με την Εθνική Πολιτοφυλακή.
Τα τελευταία
ναζιστικά στρατεύματα εγκατέλειπαν την Ελλάδα στις 3 Νοεμβρίου 1944 με εξαίρεση
το δυτικό τμήμα του νομού Χανίων και τη Μήλο που απελευθερώθηκαν 8 μήνες
αργότερα με τη λήξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Και ενώ ο πόλεμος στα διεθνή
μέτωπα συνεχίζονταν, η Ελλάδα διολίσθαινε με την καθοριστική εμπλοκή των
Βρετανών στη δεκεμβριανή σύγκρουση η οποία κατέληξε στη στρατιωτική ήττα του
ΕΛΑΣ και τη Συμφωνία της Βάρκιζας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου