ΤΟΥ
ΣΠΥΡΟΥ ΚΑΚΟΥΡΙΩΤΗ
Κ.
ΓΑΡΔΙΚΑ, Α. Μ. ΔΡΟΥΜΠΟΥΚΗ, Β. ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΑΚΗΣ, Κ. ΡΑΠΤΗΣ, Η μακρά σκιά της δεκαετίας του ’40. Πόλεμος - Κατοχή - Αντίσταση -
Εμφύλιος. Τόμος αφιερωμένος στον Χάγκεν Φλάισερ, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2015,
σελ. 464.
Tην οφειλόμενη τιμή στον καθηγητή Χάγκεν Φλάισερ, που
κατάφερε, από τους πρώτους, να τοποθετήσει την Ελλάδα στον παγκόσμιο μνημονικό
χάρτη του Β' Παγκοσμίου πολέμου, αποδίδει το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Τμήμα
Ιστορίας και Αρχαιολογίας, από το οποίο πρόσφατα αφυπηρέτησε, εντάσσοντας στην
εκδοτική του σειρά «Ιστορήματα» έναν τόμο που του αφιερώνεται, με τίτλο Η μακρά σκιά της δεκαετίας του ’40.
Στο
συλλογικό αυτό έργο, που επιμελήθηκαν συνάδελφοι και μαθητές του,
περιλαμβάνονται κείμενα που πρωτοπαρουσιάστηκαν στο διεθνές συνέδριο το οποίο οργανώθηκε
προς τιμήν του, τον Νοέμβριο του 2012, όπου ιστορικοί από την Ελλάδα, τη
Γερμανία και άλλες χώρες, διερεύνησαν τόσο την ίδια τη δεκαετία του ’40 όσο και
τις μνημονικές αποτυπώσεις της.
Οι
επιμελητές συγκέντρωσαν στον τιμητικό τόμο επεξεργασμένες ομιλίες που αφορούν
το δεύτερο πεδίο, αυτό που ο ίδιος ο Χάγκεν Φλάισερ «άνοιξε» από τους πρώτους
στην ελληνική ιστοριογραφία, με τη μελέτη του για τους Πολέμους της μνήμης (Νεφέλη, 2008): τη διαμόρφωση της ιστορικής
μνήμης του Β' Παγκοσμίου πολέμου και τη δημόσια ιστορία του.
Μέσα
από πέντε ενότητες, προσεγγίζουν σφαιρικά τόσο τις διεθνείς όσο και τις
ελληνικές πτυχές της. Στην πρώτη εξετάζεται η διαχείριση του ναζιστικού
παρελθόντος στα κράτη που προέκυψαν από τη συντριβή του Ράιχ: Τη Γερμανία
(Βόλφγκανγκ Μπεντς), την Αυστρία και τον μύθο του «πρώτου θύματος» (Γκέρχαρντ
Μποτς), τη συμμετοχή τους στην εξόντωση των Εβραίων (Νόρτε φον Βεστερνχάγκεν),
τη ΓΛΔ και τον ενδογερμανικό ανταγωνισμό σχετικά με την κληρονομιά του πολέμου
(Αιμιλία Ροφούζου), τέλος, την απουσία της ιστορίας της κατεχόμενης Ελλάδας από
τη δημόσια μνήμη των Γερμανών (Έμπερχαρντ Ρόντχολτς), ένα κενό στην κάλυψη του
οποίου συνέβαλε ο Χάγκεν Φλάισερ, τοποθετώντας τα Καλάβρυτα ή το Δίστομο πλάι στο
Λίντιτσε ή την Οραντούρ...
Η
μνήμη του πολέμου στα πρώην συμμαχικά κράτη εξετάζεται μέσα από κείμενα για το
κατοχικό παρελθόν στην Ολλανδία (Γιοχάνες Χόουβικ τεν Κάτε), τους μύθους γύρω
από το σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μολότοφ ή τη «συμφωνία των ποσοστών» (Θανάσης
Σφήκας), τη σφαγή στο Κατίν (Νίκος Μαραντζίδης), ενώ τρεις συμβολές αναφέρονται
στη μνήμη του Ολοκαυτώματος, όπως αποτυπώνονται στη βιβλιογραφία (Ρίκα
Μπενβενίστε), τη σεφαραδίτικη διασπορά (Ελένη Μπεζέ), το διωγμό στη βουλγαρική
ζώνη κατοχής (Νάντια Ντάνοβα).
Στην
Ελλάδα, την αντίσταση και τη συνεργασία, είναι επικεντρωμένη η τρίτη ενότητα,
με τον Ιάσονα Χανδρινό να διερευνά τις μεταμορφώσεις του όρου «Εθνική
Αντίσταση», τον Μενέλαο Χαραλαμπίδη να μελετά τη μνήμη της στην Αθήνα μετά την
αναγνώρισή της, τον Δημήτρη Κουσουρή να εξετάζει το χειρισμό του δωσιλογισμού
από τη μεταπολιτευτική ιστοριογραφία και, τέλος, την Χάρη Δελλοπούλου να
πραγματεύεται την νομική πορεία υποθέσεων δωσιλογισμού.
Τη
διαχείριση της μνήμης σε ποικίλα πεδία εξετάζει η επομένη ενότητα: στη
λογοτεχνία (Αγγέλα Καστρινάκη), τις εθνικές επετείους (Δέσποινα Παπαδημητρίου),
στις εκλογικές αναμετρήσεις (Ηλίας Νικολακόπουλος).
Το
πεδίο όπου αναδιατυπώνονται και συνεχίζονται οι «πόλεμοι της μνήμης» είναι αυτό
της ιστοριογραφίας: Ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου ανασκοπεί τον «εμφύλιο για τον
εμφύλιο», ενώ ο Πολυμέρης Βόγλης θέτει στο επίκεντρο του κειμένου του την ίδια
την ιστορικότητα της ιστοριογραφικής παραγωγής. Από τη μεριά του, ο Χρήστος
Χατζηιωσήφ συνεξετάζει μια σειρά ιστοριογραφικές διαμάχες σε Γαλλία, Ισπανία,
Ελλάδα, Ιταλία, ενώ, τέλος, η Άννα Μαρία Δρουμπούκη αναλύει τις κοινές
συγκρουσιακές συνιστώσες μιας σειράς πρόσφατων «πολέμων μνήμης» σε διάφορες
ευρωπαϊκές χώρες.
Στις
σελίδες του ανά χείρας τόμου είναι χαρακτηριστική η συμμετοχή ιστορικών από
όλες σχεδόν τις γενιές, τις κατευθύνσεις και τις ιστοριογραφικές σχολές, καθώς
και από τα περισσότερα πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας. Από μόνο του αυτό το
γεγονός (που δεν θεωρείται αυτονόητο
για τα ακαδημαϊκά μας ήθη) καταδεικνύει την αναγνώριση των συναδέλφων του προς
τον Χάγκεν Φλάισερ και τον ρόλο που διαδραμάτισε για τη διεύρυνση ή τη
θεμελίωση νέων ερευνητικών πεδίων στην ελληνική ιστοριογραφία.
Αυτή
η διαδρομή, προς και με την ελληνική ιστοριογραφία,
αποτυπώνει ο ίδιος ο «Γερμανοέλληνας», σε μια στοχαστική όσο και παιγνιώδη
προσωπική κατάθεση, μια δοκιμή εγω-ιστορίας,
η οποία, μαζί με την εργογραφία του, ολοκληρώνει τον τιμητικό τόμο. Από την
Βιέννη, όπου γεννήθηκε, και την κατεστραμμένη Γερμανία, στην ανακάλυψη του απωθημένου
παρελθόντος, στην «περίεργη» απόφασή του να ασχοληθεί με την Κατοχή στην Ελλάδα
(κάτι που εξόργισε τον καθηγητή του) και, τελικά, στην εγκατάστασή του στην
Αθήνα, όπου θα ζήσει το δικό του ’68, στις αντιχουντικές εκδηλώσεις κατά τη
διάρκεια της κηδείας του Γ. Παπανδρέου, αλλά και στις αίθουσες των
στρατοδικείων, απ’ όπου θα στέλνει ανταποκρίσεις σε γερμανικές εφημερίδες...
Στη
συνέχεια θα έρθει η συστηματική έρευνα, η αγωνία των «κλειστών» αρχείων, τα
συνέδρια, όπως αυτό της Ουάσιγκτον το 1978, η διδασκαλία στο πανεπιστήμιο, που
ξεκινά το 1979: «Πολλοί φοιτητές με έβλεπαν σαν εξωτικό πλάσμα. Ένας Γερμανός
που διδάσκει ταμπού θεματικές», γράφει, «ακουγόταν σαν ανέκδοτο ή καπρίτσιο της
Κλειώς». Ένα καπρίτσιο για το οποίο η μούσα της Ιστορίας θα πρέπει να
αισθάνεται ιδιαίτερα ικανοποιημένη...
Ο
Σπύρος Κακουριώτης είναι δημοσιογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου